ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΣΕΩΝ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΑΠΟ ΤΡΟΧΑΙΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ

ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΙΩΑΝΝΗΣ Η. ΚΛΑΠΠΑΣ, Δικηγόρος

ΔΕΥΤΕΡΑ 20-10-2008


ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ.. 3

ΙΙ. ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ.. 4

Α. ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ.. 4

1. Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ.. 5

2. ΧΡΟΝΟΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ.. 6

3. ΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ-Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΟΡΙΣΜΕΝΗ, ΑΛΛΙΩΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΤΑΙ ΩΣ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ.. 7

4. ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΕΝΑΡΞΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ.. 7

Β. ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ.. 13

Γ. Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ ΕΠΙ ΣΩΡΕΥΤΙΚΗΣ ΑΝΑΔΟΧΗΣ ΧΡΕΟΥΣ.. 14

Δ. Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ.. 14

Ε. Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΞ ΑΝΑΓΩΓΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗ   16

ΣΤ. Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ «ΕΝ ΕΠΙΔΙΚΙΑ». 17

Ζ. Η «ΕΝ ΕΠΙΔΙΚΙΑ» ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΕΠΙ ΑΝΑΒΟΛΗΣ ΤΗ ΔΙΚΗΣ ΕΩΣ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ   20

Η. Η ΑΜΥΝΑ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ ΠΑΘΟΝΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΝΣΤΑΣΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ ΤΟΥ   20

1. Η ΑΝΤΕΝΣΤΑΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ.. 23

2. Η ΑΝΤΕΝΣΤΑΣΗ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ.. 23

3. Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ ΩΣ ΔΙΑΚΟΠΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ.. 27

4. ΕΠΙΜΗΚΥΝΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΩΣ ΑΝΤΕΝΣΤΑΣΗ.. 29

5. ΠΡΟΒΛΕΠΤΗ ΚΑΙ ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΗ ΖΗΜΙΑ.. 31

6. Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ.. 33

ΙΙΙ. ΑΣΚΗΣΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ.. 33

ΙV. Η ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ 938 ΑΚ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ.. 35

V. Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ.. 36

VI. Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΤΟΚΩΝ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ.. 36

VII. ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ.. 37

VIII. ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ.. 39

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Η γνώση των ζητημάτων που ανακύπτουν σχετικά με την παραγραφή των αξιώσεων αποζημίωσης για ζημίες από αυτοκίνητο και τη σύμβαση ασφάλισης της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία του, είναι καθοριστικής σημασίας για την προστασία των απαιτήσεων του παθόντος και τη δικαστική διεκδίκηση και
επιδίκασή τους.

Η εμπειρία που αποκομίζεται από τη δικηγορική πρακτική είναι πολύτιμη για την απόκτηση της απαιτούμενης γνώσης για τον χειρισμό των σχετικών θεμάτων, πλην όμως, παραμένει ατελής και ανεπαρκής και, συνεπώς, αναποτελεσματική, αν δεν συνδυάζεται με διαρκή μελέτη της θεωρίας και της νομολογίας.

Η παρούσα μελέτη επιδιώκει να συγκεράσει την αποκτηθείσα εμπειρία από την μακρόχρονη ενασχόληση με το δίκαιο του τροχαίου ατυχήματος, με τη θεωρία και τη νομολογία που αφορά στα ζητήματα παραγραφής.

Σκοπός της μελέτης αυτής είναι να αναδείξει και να συστηματοποιήσει τα σημαντικότερα νομικά ζητήματα καθώς και τον τρόπο χειρισμού και επίλυσής τους, τα οποία προκύπτουν στην πράξη, κατά την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων, και αφορούν στην παραγραφή των αξιώσεων αποζημίωσης από αυτοκινητικά ατυχήματα.

2. Η λειτουργία του αυτοκινήτου αποτελεί, εκτός άλλων, και πηγή κινδύνου κατά της ζωής και της περιουσίας των κοινωνών της κυκλοφορίας.

Ο δίκην πλημμυρίδας αυξανόμενος αριθμός των κυκλοφορούντων αυτοκινήτων, με τη συνεργία, ασφαλώς, και άλλων δυσμενών παραγόντων, διόγκωσε σε τέτοιο ιδιαίτερα σημαντικό αριθμό τα ατυχήματα, ώστε η χώρα μας να έχει έναν από τους πιο υψηλούς δείκτες ατυχημάτων.

Συνεπώς, νομικοπολιτικοί και κοινωνικοί σκοποί, καθώς και λόγοι δικαιοσύνης, επέβαλαν την καθιέρωση ευθύνης για τον κάτοχο και ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου, διότι συνδέονται με τους από αυτό προερχόμενους κινδύνους για τους τρίτους, καθώς και με τη δυνατότητα αποτροπής των κινδύνων[1].

Ανέκυψε, συνεπώς, εξαρχής, πρόβλημα αποζημίωσης των θυμάτων των τροχαίων ατυχημάτων, το οποίο αντιμετωπίστηκε θετικά με τη θέσπιση του ειδικού νόμου ΓπΝ/1911 που ολοκληρώθηκε, στα πεδία της ασφαλιστικής ευθύνης και του δικονομικού δικαίου, με το νόμο 489/1976 «περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης» και την καθιέρωση με το Ν. 737/1977 ειδικής διαδικασίας εκδίκασης των διαφορών από αυτοκίνητα και τη σύμβαση ασφάλισής του.

Με διατάξεις, όμως, των νόμων αυτών (ΓπΝ/1911 και 489/76) ορίστηκε βραχυπρόθεσμη, διετής παραγραφή της αξίωσης του παθόντος, η οποία, στην πράξη, αποδείχθηκε εξαιρετικά σύντομη και ιδιαιτέρως ασφυκτική, γεγονός που οδήγησε, πολλές φορές, σε απώλεια δικαιωμάτων και βασίμων αξιώσεων των παθόντων, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ατυχημάτων με σοβαρούς τραυματισμούς και θανάτους.

Οι δυσμενείς για τους παθόντες συνέπειες επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστούν με τους μηχανισμούς: α) της κατ’ άρθρο 43 παρ. 6 Ν. 2699/1999 (Κ.Ο.Κ.) σωρευτικής αναδοχής χρέους και β) της κατ’ άρθρο 72 ΚΠολΔ πλαγιαστικής αγωγής.

Οι μεθοδεύσεις αυτές, παρά τις θεσμικές τους αδυναμίες, εξυπηρέτησαν σε ικανοποιητικό βαθμό τα συμφέροντα των παθόντων, πλην όμως, προέβαλε επιτακτικά η ανάγκη για αύξηση του χρόνου της βραχείας αυτής παραγραφής των δύο (2) ετών σε πέντε (5) έτη, η οποία υλοποιήθηκε προσφάτως με το Ν. 3557/2007[2].

Ήδη, με το άρθρο 7 του Ν. 3557/2007, η παρ. 2 του άρθρου 10 του ΠΔ 237/1986 που κωδικοποίησε το Ν. 489/76 αντικαταστάθηκε και ορίζει ότι «η αξίωση (του ζημιωθέντα τρίτου έναντι του ασφαλιστή) παραγράφεται μετά πάροδο πέντε (5) ετών από την ημέρα του ατυχήματος επιφυλασσομένων των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας για την αναστολή και διακοπή της παραγραφής».

Επειδή στην πράξη ανακύπτει ποικιλία νομικών ζητημάτων αναφορικά με τη φύση και την έκταση της παραγραφής των αξιώσεων από τροχαία ατυχήματα, η οποία, ως ένσταση, λειτουργεί σε βάρος του ζημιωθέντα-παθόντα, και τα οποία σχετίζονται, κατά βάση, με την έναρξη, τον τρόπο και χρόνο προβολής της, καθώς και με τον τρόπο αντιμετώπισή της, επιχειρείται, με την παρούσα μελέτη, η συστηματική καταγραφή τους, η οποία, ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί πλήρης και εξαντλητική.

ΙΙ. ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ

Α. ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ

Ο θεσμός της παραγραφής ασκεί ουσιαστική επίδραση στο δικαίωμα με την πάροδο του χρόνου.

Κατά την έννοια του άρθρου 247 Α.Κ., με το θεσμό της παραγραφής, ρυθμίζεται στο νόμο η επιρροή που ασκεί η πάροδος του χρόνου από τη μη άσκηση της αξίωσης.

Συνεπώς, θεμέλιο της παραγραφής συνιστά η απραξία του φορέα της αξίωσης, για ορισμένο από το νόμο χρονικό διάστημα.

Ειδικότερα, η κατά τον ΑΚ παραγραφή, η οποία εκλαμβάνεται υπό την στενή έννοια και καταλαμβάνει μόνο τις αξιώσεις, ασκεί επίδραση στο δικαίωμα λόγω της εξασθένισης της αξίωσης, η οποία παρέχει στον οφειλέτη τη δυνατότητα, σε περίπτωση δικαστικής επιδίωξης της αξίωσης, να αντιτάξει ανατρεπτική ένσταση (272 παρ. 1 ΑΚ) και να επιτύχει με την πρότασή της (277 ΑΚ) την απόρριψη της αγωγής[3].

Όπως γίνεται δεκτό[4],δικαιολογητικός λόγος της παραγραφής είναι η εξυπηρέτηση της έννομης τάξης, για την εκκαθάριση των σχέσεων του παρελθόντος, η εξυπηρέτηση της σταθερότητας του δικαίου, της ασφάλειας των συναλλαγών, η προστασία του οφειλέτη στα θέματα απόδειξης και η προστασία του γενικότερου συμφέροντος.

Δεν αποτελεί ποινή αμέλειας, κύρωση παράλειψης, αλλά συνέπεια της απραξίας του δικαιούχου και, μάλιστα, ανεξάρτητα από το δικαιολογητικό ή μη λόγο αυτής, τη γνώση ή την άγνοια της αξίωσής του.

Ενόψει του άνω αναγραφομένου σκοπού της και του γενικού συμφέροντος, που καθιστά αναγκαία την επιβολή της, προσδίδεται σ’ αυτήν ο χαρακτήρας της ως θεσμού αναγκαστικού δικαίου, δηλαδή ως θεσμού που εντάσσεται στην εσωτερική δημόσια τάξη (3 ΑΚ) που προκύπτει και από την ΑΚ 275.

Ειδικότερα, αντικείμενο της παραγραφής είναι η αξίωση που απορρέει από ενοχικό δικαίωμα και, στην προκειμένη περίπτωση, το δικαίωμα που απορρέει ως αξίωση αποζημίωσης από τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα, το οποίο και αποσβήνει με την προϋπόθεση της πρότασής της (ΑΚ 277).

Κατά την ΑΚ 247, σε παραγραφή υπόκειται η αξίωση που κατά την οριζόμενη έννοια είναι το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος παρ’ άλλου, δηλαδή συγκεκριμένου προσώπου, θετική πράξη ή παράλειψη, δηλαδή κάθε θετική ή αποθετική ενέργεια που περιλαμβάνει και την ανοχή.

Με άλλα λόγια, η «αξίωση» εκφράζει την έννομη σχέση που συνδέει πρόσωπα με συγκεκριμένη παροχή.

Η χρησιμότητα της έννοιας της αξίωσης έγκειται ακριβώς στο ότι με αυτήν εκφράζεται εκείνο που είναι κοινό τόσο στο ενοχικό, όσο και στο προσβαλλόμενο απόλυτο δικαίωμα, δηλαδή την εξουσία προβολής ορισμένου αιτήματος και τη δυνατότητα ικανοποίησής του με καταψηφιστική αγωγή.

Η κατά τα ανωτέρω γενόμενη διαπίστωση, ότι δηλαδή αναγκαίο στοιχείο της έννοιας της αξίωσης είναι η δυνατότητα πραγμάτωσης του περιεχομένου της με αγωγή, καθιστά σαφή το σύνδεσμο μεταξύ των δύο αυτών εννοιών.

Η στενή αυτή σχέση δικαιολογεί την, στον Αστικό Κώδικα, χρησιμοποίηση του όρου «αγωγή» με την ανωτέρω ουσιαστική έννοια, δηλαδή ως ισότιμης του όρου «αξίωση».

Με την έννοια αυτή, το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος την ίδια παροχή παρ’ άλλου, με βάση περισσότερες διατάξεις νόμων, όπως συμβαίνει στα τροχαία ατυχήματα (ν. ΓπΝ/1911, ΑΚ), οι περισσότερες διατάξεις δεν θεμελιώνουν διάφορες αυτοτελείς αξιώσεις, αλλ’ αποτελούν περισσότερες βάσεις θεμελίωσης μίας και της αυτής αξίωσης.

Επισημαίνεται ότι, κατά τη θεωρία[5] και τη νομολογία[6], κάθε ζημία που προκύπτει από την αδικοπραξία, ανεξάρτητα από το χρόνο εμφανίσεώς της, αποτελεί μια ενότητα, ένα ενιαίο σύνολο, όχι άθροισμα αυτοτελών ζημιών.

Συνεπώς και η αξίωση είναι μία.

Ως εκ τούτου, η αβεβαιότητα ως προς το ακριβές μέγεθος ή την πλήρη έκταση της ζημίας, δεν αποκλείει την έναρξη της παραγραφής της καθόλου αξιώσεως.

Όμως, τούτο ισχύει μόνο για εκείνες τις επιζήμιες συνέπειες, οι οποίες κατά την αντίληψη των συναλλαγών μπορούν να προβλεφθούν κατά το χρόνο που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας ως δυνατή συνέπεια της άδικης πράξης.

Συνεπώς, σε τέτοια περίπτωση, η παραγραφή της αξίωσης αρχίζει αφότου έγιναν αντιληπτές οι πρώτες επιζήμιες συνέπειες της πράξης.

Σε διαφορετική περίπτωση, δηλαδή αν μεταγενέστερα γεννηθούν ή γίνουν, το πρώτο, αντιληπτές επιζήμιες συνέπειες, οι οποίες προηγούμενα ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες, αρχίζει για την αξίωση, για αποκατάσταση αυτών, νέα αυτοτελής παραγραφή, αφότου ο παθών λαμβάνει γνώση αυτών και της αιτιώδους συνάφειάς τους με την αδικοπραξία.

1. Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ

Η παραγραφή, καίτοι αναγνωρίζεται ως θεσμός αναγκαστικού δικαίου, δεν λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο και αν ακόμη προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό, όπως συνάγεται από την ΑΚ 277, αλλά πρέπει να προταθεί από τον οφειλέτη ή από τα δικαιούμενα προς τούτο πρόσωπα. Δηλαδή προτείνεται από εκείνον που έχει δικαίωμα γι’ αυτό και που έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγικής, κατ’ αυτού, αξίωσης.[7]

Σε περίπτωση συνοφειλετών, έχει αποτέλεσμα μόνο γι’ αυτόν που την πρότεινε (486 ΑΚ).

Όταν προταθεί η ένσταση παραγραφής, το Δικαστήριο ερευνά, καταρχήν, το νόμιμο και παραδεκτό της και ακολούθως αν επήλθε η συμπλήρωσή της.

Με την παραδοχή της ένστασης επέρχονται οι κατ’ άρθρο 272 παρ. 2 συνέπειες, διαφορετικά απορρίπτεται κατά περίπτωση είτε ως απαράδεκτη είτε ως αβάσιμη.

Ειδικά, όμως, η παραγραφή υπέρ του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως χωρίς τούτο να αντίκειται στις αρχές της ισότητας, της αμεροληψίας του Δικαστή (ΕΣΔΑ άρθρο 6 παρ. 1) ή του σεβασμού της περιουσίας (άρθρο 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου).[8]

2. ΧΡΟΝΟΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ

Σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διαδικασίες, δηλαδή αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά: α) οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο, β) όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις καταχωρίζονται στα πρακτικά.

Από τη διατύπωση της τελευταίας διάταξης (β), η οποία εφαρμόζεται και στις διαφορές για ζημίες από αυτοκίνητο, καθώς και από τη σύμβαση ασφάλισής του (681 Α΄ ΚΠολΔ), προκύπτει ότι αρκεί κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου συζήτηση της υποθέσεως, οι αυτοτελείς ισχυρισμοί, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ενστάσεις, να περιέχονται στις προτάσεις χωρίς να απαιτείται και η προφορική ανάπτυξη και καταχώρισή τους στα πρακτικά[9].

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η ένσταση παραγραφής για να επιφέρει την έννομη συνέπειά της, πρέπει να προτείνεται κατά τη συζήτηση της πρωτοβάθμιας δίκης, αλλιώς αν προταθεί στο Εφετείο απορρίπτεται ως απαράδεκτη, εκτός αν συντρέχουν οι εξαιρετικές περιπτώσεις του άρθρου 269 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ειδικότερα, το άρθρο 527 ΚΠολΔ ορίζει ότι «είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν 1)… 2)… 3) συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως».

Εξάλλου, η παράγραφος 2 του άρθρου 269 ΚΠολΔ ορίζει ότι «μέσα επίθεσης και άμυνας είναι παραδεκτά και μετά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο:

α) αν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προτάθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, β) …, γ)… και δ) αν αποδεικνύονται εγγράφως και το δικαστήριο κρίνει, ότι ο διάδικος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να είχε πληροφορηθεί εγκαίρως την ύπαρξη των εγγράφων».

Η παραπάνω ρύθμιση καταλαμβάνει και την ένσταση παραγραφής και ειδικά την ένσταση παραγραφής της ευθείας αξιώσεως του παθόντος τρίτου κατά του ασφαλιστή που προβλέπεται από το άρθρο 10 παρ. 2 του ν. 489/1976 και που όριζε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 7 του Ν.3557/2007 ότι «η αξίωση αυτή παραγράφεται μετά πάροδο δύο ετών από την ημέρα του ατυχήματος επιφυλασσομένων των κειμένων διατάξεων για την αναστολή και διακοπή της παραγραφής».

Κατά δε την παρ, 2 του άρθρου 19 του ν. 489/1976, η ως άνω διάταξη εφαρμόζεται και για το Επικουρικό Κεφάλαιο, στις κατά νόμο περιπτώσεις ευθύνης του.

Συνεπώς, αν προβληθεί, το πρώτο, στο Εφετείο ο ισχυρισμός περί παραγραφής, χωρίς επίκληση κάποιας των προϋποθέσεων των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ, προβάλλεται απαράδεκτα και εντεύθεν είναι απορριπτέος[10].

3. ΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ – Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΟΡΙΣΜΕΝΗ, ΑΛΛΙΩΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΤΑΙ ΩΣ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ

Κατά το άρθρο 262 ΚΠολΔ, η ένσταση ως αυτοτελής ισχυρισμός που περιέχει πραγματικά περιστατικά, διάφορα από εκείνα που αποτελούν την ιστορική βάση της αγωγής και με τα οποία επιδιώκεται η προσωρινή ή οριστική απόρριψη της αγωγής ή η αναβολή της απάντησης σ’ αυτήν,  πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν. Δηλαδή για να κριθεί ότι επιδέχεται δικαστική εκτίμηση, πρέπει να περιέχει στοιχεία ανάλογα προς εκείνα που είναι αναγκαία για την τυπική παραδοχή και συνακόλουθα δικαστική εκτίμηση της αγωγής[11].

Αν τα γεγονότα που αποτελούν την ιστορική βάση της υπό δικονομική έννοια ένστασης, είτε συνιστούντο «πραγματικό» ουσιαστικού είτε το «πραγματικό» δικονομικού κανόνα, δεν εκτίθενται κατά τρόπο πλήρη, η ένσταση απορρίπτεται ως αόριστη.

Ειδικά για το ορισμένο της ενστάσεως παραγραφής ως ισχυρισμού καταλυτικού της αγωγής, πρέπει κατ’ άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ να αναφέρονται για το παραδεκτό, νόμιμο και ορισμένο της προβολής της, δεδομένου ότι συνιστά αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό, πλην άλλων γεγονότων θεμελιώσεως αυτής: α) το αφετήριο γεγονός του χρόνου έναρξης της παραγραφής και β) το χρονικό σημείο κατάθεσης, άσκησης και επίδοσης της αγωγής, καθόσον, μόνον έτσι, μπορεί να κριθεί αν από την έναρξη της προτεινόμενης παραγραφής έως την άσκηση της αγωγής (κατάθεση και επίδοση), οπότε και διακόπτεται η παραγραφή, κατ’ άρθρο 261 ΑΚ, συμπληρώθηκε ο προβλεπόμενος χρόνος της.

Διαφορετικά, δηλαδή χωρίς μνεία και συγκεκριμένη αναφορά στα θεμελιωτικά της ιστορικής της βάσης γεγονότα, δηλαδή στην περίπτωση που δεν αναφέρεται: α) το αφετήριο σημείο της προτεινόμενης παραγραφής και β) το χρονικό σημείο άσκησης και επίδοσης της αγωγής και τη μεταξύ των χρονικών αυτών σημείων παρέλευση του χρόνου της παραγραφής, καθιστά την ένσταση παραγραφής απορριπτέα ως αόριστη[12].

Η ένσταση παραγραφής ως γνήσια, αυτοτελής αν δεν προταθεί καλύπτεται από την αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου, με συνέπεια να είναι απαράδεκτη η προβολή της μετά την τελεσιδικία[13].

4. ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΕΝΑΡΞΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ

Η ένσταση παραγραφής ως γνήσια και αυτοτελής, για να είναι ορισμένη, πρέπει να αναφέρεται και στο χρονικό σημείο έναρξης αυτής που διαφοροποιείται στις κατωτέρω περιπτώσεις, ως προς το αφετήριο σημείοτης:

α) Η διετής, κατά τα άρθρα 7 Ν. ΓπΝ/1911 και 10 παρ. 2 ν. 489/1979 (ήδη πενταετής με το ν. 3557/2007), παραγραφή έχει ως αφετήριο σημείο την ημέρα(επόμενη ΑΚ 241) του ατυχήματος.

β) Η πενταετής, κατ’ άρθρο 937 ΑΚ, παραγραφή, έχει ως αφετήριο χρόνο γέννησης της αξίωσης όχι την ημέρα του ατυχήματος, αλλά το χρόνο γνώσης της ζημίας ή βλάβης που ήταν προβλεπτή, καθώς και τη γνώσητου προσώπου που είναι υπόχρεο σε αποζημίωση.

Ειδικά, ως γνώση της ζημίας για την έναρξη της παραγραφής νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της πράξης, όχι όμως και η έκταση της ζημίας ή του ποσού της αποζημιώσεως.

Επισημαίνεται ότι, εφόσον η αφετηρία, την οποία προβλέπει η διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ, για την έναρξη της παραγραφής, εξαρτάται από  τη γνώση της ζημίας από το δικαιούχο παθόντα και του προσώπου που είναι υπόχρεο σε αποζημίωση, αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, όπως ρητά ορίζει στην περίπτωση αυτή, παρατείνεται ο χρόνος της παραγραφής, με συνέπεια αντί των πέντε (5) ετών να ισχύει η κατ’ άρθρο 249 ΑΚ παραγραφή των είκοσι (20) ετών, η οποία αρχίζει από την τέλεση της πράξης.

Δηλαδή αν δεν είναι γνωστό ένα από τα στοιχεία της ΑΚ 937, τότε η αξίωση παραγράφεται μετά από είκοσι (20) έτη[14].

γ) Για την παραγραφή της αξιώσεως του ζημιωθέντος τρίτου κατά του Δημοσίου δεν εφαρμόζεται η ΑΚ 937, η οποία ισχύει επί αδικοπραξιών και που ορίζει την έναρξη της παραγραφής από τότε που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του προς αποζημίωση υπόχρεου, αλλά ήδη η ειδική ρύθμιση του άρθρου 90 παρ. 1 Ν.2362/1995, η οποία ορίζει ότι η προς τούτο παραγραφή της αξίωσης είναι πέντε (5) έτη, που αρχίζει να υπολογίζεται από το τέλος του οικονομικού έτους, κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της[15], αδιαφόρως δηλαδή του χρόνου, κατά τον οποίο έλαβε γνώση ο δικαιούχος της ζημίας ή του υπόχρεου προς αποζημίωση.[16]

Ειδικά  γίνεται παγίως δεκτό[17] ότι οι διατάξεις των άρθρων 297, 298, 929, 930 και 932 του Αστικού Κώδικα εφαρμόζονται αναλόγως και επί ευθύνης του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. κατά τα άρθρα 105-106 του ΕισΝΑΚ .

Σχετικά ως προς την έναρξη της παραγραφής κατά του Δημοσίου, αξίζει να παρατεθεί το ακόλουθο παράδειγμα:

Την 15-9-1995 κατακρημνίστηκε λόγω σεισμού στην περιοχή Αιγίου πολυκατοικία  με χρόνο κατασκευής το έτος 1981, με σωρεία θυμάτων.

Την 1-11-1999 ασκήθηκε αγωγή κατά της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, διότι, όπως υποστηρίζεται, ενέχεται σε αποζημίωση των θυμάτων.

Η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, κατά τη συζήτηση της αγωγής προέβαλε την ένσταση παραγραφής με τον ισχυρισμό ότι στην εν λόγω περίπτωση ισχύει η κατ’ άρθρο 937 ΑΚ παραγραφή.

Ανεξάρτητα από το μη νόμιμο της σχετικής πρότασης λόγω εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση των άρθρων 91 παρ. 3, 93, 95 και 96 του ν.δ. 321/1969 περί «κώδικος δημοσίου λογιστικού» που ίσχυε μέχρι 31-12-1995, καθόσον έκτοτε αντικαταστάθηκε (από 1-1-1996) με τον ν. 2362/1995 που έχει εν προκειμένω εφαρμογή ως εκ του χρόνου τέλεσης (15-9-1995) της αδικοπραξίας, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων  105 του ΕισΝΑΚ και 247 και 251 Α.Κ., έγινε πρωτοδίκως και κατ’ έφεση δεκτό ότι η ένσταση παραγραφής είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον η κατά τα ανωτέρω παραγραφή της συγκεκριμένης αξίωσης άρχισε από το τέλος του οικονομικού έτους (1995) που συμπίπτει με το ημερολογιακό έτος, κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και που ήταν νομικώς δυνατή η δικαστική της επιδίωξη και, συνεπώς, δεν υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, η οποία κατά το άρθρο αυτό, αρχίζει αφότου ο παθών έπαθε τη ζημία και έμαθε τον υπόχρεο προς αποζημίωση.

Και τούτο, διότι οι ρυθμίσεις που εισήχθησαν με τις προαναφερθείσες διατάξεις (ν.δ. 321/1969, όπως τροποποιήθηκαν με το ν.2362/1995) είναι ειδικές ως προς την παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ., συμπεριλαμβανομένων και των από αδικοπραξία αξιώσεων, ενόψει του ότι η εν λόγω ρύθμιση ως προς το χρόνο έναρξης της παραγραφής έγινε μολονότι ο νομοθέτης γνώριζε της διαφορετική ρύθμιση ως προς το χρόνο έναρξης της παραγραφής του άρθρου 937 ΑΚ[18].

Δηλαδή έγινε ειδικότερα, βάσει των ανωτέρω, δεκτό, ότι η αγωγή αποζημιώσεως ασκήθηκε εμπροθέσμως.

Ειδικότερα, από τις επικαλούμενες κατά τα ανωτέρω διατάξεις του έχοντος εφαρμογή Κώδικα περί Δημοσίου Λογιστικού και όχι του άρθρου 937 ΑΚ, προκύπτει ότι οι αξιώσεις από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου ή των ν.π.δ.δ. κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί σ’ αυτά, υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη.[19]

Δηλαδή στην παρατιθέμενη περίπτωση από το τέλους του έτους 1995 άρχισε να τρέχει η πενταετής, κατά τα άρθρα 91, 93, 95 και 96 ν.δ. 321/1969, παραγραφή, κατά το οποίο (έτος) γεννήθηκε η αξίωση και ήταν νομικώς δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, κατά τον έχοντα γενική εφαρμογή κανόνα του άρθρου 251 ΑΚ, αδιαφόρως, επομένως, του χρόνου κατά τον οποίο ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωσή του.

Κρίθηκε, συνεπώς, ότι εφόσον κατά τον Κώδικα περί Δημοσίου Λογιστικού (ν.δ. 321/969) οι επιζήμιες συνέπειες άρχισαν να επέρχονται από το τέλος του οικονομικού και ημερολογιακού έτους (1995) κατά το οποίο έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός (κατακρήμνιση της πολυκατοικίας), η αγωγή αποζημιώσεως που ασκήθηκε το έτος 1999 ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης πενταετίας και, συνεπώς, εμπροθέσμως[20].

Επιπρόσθετα, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα και, συγκεκριμένα, με τη διάταξη του άρθρου 286 (παραβίαση κανόνων οικοδομικής), ορίζεται διαφορετική αφετηρία της παραγραφής και, ειδικότερα, ότι το αδίκημα υπόκειται σε παραγραφή πέντε ετών, που αρχίζει από την παράδοση του έργου ή από τη συντέλεση της κακοτεχνίας (άρθρο 111 παρ. 3 ΠΚ).

Παρατηρείται, δηλαδή, ότι μεταξύ ποινικής και αστικής παραγραφής, υπάρχει πλήρης διαφοροποίηση του αφετήριου σημείου έναρξης κάθε παραγραφής ξεχωριστά.

Για το λόγο δε αυτό, στην παρατιθέμενη περίπτωση, με βούλευμα παύθηκε οριστικά η ποινική δίωξη που είχε ασκηθεί για ανθρωποκτονία κατά συρροή με ενδεχόμενο δόλο, μετά από μεταβολή της κατηγορίας σε ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά συρροή, λόγω παραγραφής του ποινικού αδικήματος (πλημμέλημα), ενώ συνεχίστηκε κανονικά η πολιτική δίκη, λόγω μη παραγραφής της σχετικής αξίωσης.

Συνεπώς, συνάγεται ότι κάθε χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. προς αποζημίωση από αδικοπραξία των οργάνων τους (άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ και 297 και 914 ΑΚ), στο επίπεδο της αστικής ευθύνης για αποζημίωση από τροχαίο ατύχημα, παραγράφεται μετά παρέλευση πέντε ετών από το τέλος του έτους, εντός του οποίου γεννήθηκε η αξίωση αυτή, δηλαδή από το χρόνο τέλεσης της αδικοπραξίας και είναι νομικώς δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, η οποία ισχύει και στην περίπτωση που οι επιζήμιες συνέπειες παράγονται εξακολουθητικά με την πάροδο του χρόνου, με μόνη τη διαφοροποίηση, ότι αν η αδικοπραξία πραγματώνεται με παράνομη παράλειψη που είναι διαρκής, η παραγραφή για την όλη ζημία δεν αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, κατά το οποίο άρχισαν να επέρχονται οι πρώτες επιζήμιες συνέπειες, αλλά ως προς τις ζημίες που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια κάθε έτους, αρχίζει χωριστή παραγραφή από το τέλος του έτους αυτού.[21]

Σημειώνεται, τέλος, ότι ως «γέννηση»  της αξίωσης και δυνατότητα δικαστικής επιδίωξης αυτής, κατά τις ως άνω διατάξεις (άρθρα 91 παρ. 3, 93, 95, και 96 ν.δ. 321/1969, 90 παρ. 1 Ν.2362/1995, 105, 106 ΕισΝΑΚ, 247, 251, 297 και 914 Α.Κ.), νοείται η, από το επιζήμιο γεγονός, πρόκληση ζημίας, παρούσας ή μέλλουσας, δυνάμενης, όμως, να προβλεφθεί αλλά και να επιδιωχθεί δικαστικά, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων.

Αξίζει να αναφερθεί ότι ο νομοθέτης υπό το βάρος των συνεπειών του σεισμού του Αιγίου, με το νόμο 2331/1995, άλλαξε το χρόνο έναρξης της ποινικής παραγραφής, ορίζοντας με το άρθρο 20 παρ. 2, ως τέτοιο χρόνο, έκτοτε, το χρόνο επέλευσης του σεισμού και της εξ αυτού πρόκλησης ζημίας.

δ) Από τις διατάξεις των άρθρων 48 και 49 του ν.δ. 496/1974 «περί Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.», σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 52 εδ. γ΄ που προβλέπει την αυτεπάγγελτη λήψη της από τα Δικαστήρια, η αυτή ως άνω παραγραφή των πέντε ετών ισχύει και για τις χρηματικές αξιώσεις κατά των Ν.Π.Δ.Δ.

ε) Η αξίωση εκ της αναγωγής μεταξύ των πλειόνων συνοφειλετών (926 ΑΚ), δεν υπόκειται στην κατ’ άρθρο 937 ΑΚ παραγραφή, αλλά στη συνήθη κατ’ άρθρον 249 ΑΚ, εικοσαετή παραγραφή, η οποία αρχίζει να τρέχει από το χρόνο καταβολής της αποζημίωσης του ενός των συνυποχρέων προς τον ζημιωθέντα[22].

στ) Κατά το άρθρο 8 παρ. 2 του Ν. ΓπΝ/1911, ο χρόνος παραγραφής της εξ αναγωγής αξιώσεως του ικανοποιήσαντος τον παθόντα οφειλέτη κατά άλλου συνυπόχρεου, ορίζεται σε δύο έτη που αρχίζουν από το χρόνο της καταβολής.

ζ) Αν μία αδικοπραξία αποτελεί και ποινικά κολάσιμη πράξη, η τυχόν μακρότερη παραγραφή του ποινικού νόμου ισχύει και για την αξίωση αποζημιώσεως (ΑΚ 937 παρ. 2).[23]

Για τη διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξης είναι ή όχι μακρότερη από την αδικοπραξία, λαμβάνεται υπόψη ο χαρακτηρισμός της αξιόποινης πράξεως ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη στο άρθρο 111 του Ποινικού Κώδικα παραγραφή, η οποία, προκειμένου περί πλημμελημάτων, ανέρχεται σε πέντε (5) έτη και η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 17 ιδίου κώδικα, αρχίζει από το χρόνο που ο υπαίτιος ενήργησε.

Δηλαδή η αφετηρία της ποινικής παραγραφής, όπως επισημαίνεται στο προπαρατιθέμενο παράδειγμα, μπορεί να είναι διαφορετική της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως, όπως αυτή προβλέπεται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 937 ΑΚ.

Εξάλλου, για τη διακρίβωση αν, προκειμένου περί πλημμελημάτων, είναι ή όχι μακρότερη η ποινική παραγραφή σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δεν συνυπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ. 3 του άρθρου 113 Ποινικού Κώδικα μέγιστο διάστημα της αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση και το οποίο ανέρχεται σε τρία (3) έτη[24].

Πιο συγκεκριμένα, με την 21/2003 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, κρίθηκε ότι η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 937 ΑΚ υπαγορεύθηκε για το λόγο ότι δεν θα ήταν δικαιολογημένη η κατάλυση μέσω της παραγραφής της αστικής προς αποζημίωση απαιτήσεως, ενόσω ο δράστης της αδικοπραξίας θα ήταν ακόμη εκτεθειμένος στην, βαρύτερα πλήττουσα αυτόν, ποινική δίωξη και, στη συνέχεια, καταδίκη.

Για την εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 937 ΑΚ πρέπει να συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις: 1) η αδικοπραξία να αποτελεί συνάμα κολάσιμη κατά τον ποινικό νόμο πράξη. Δεν αποτελεί όμως προϋπόθεση η προηγούμενη άσκηση ποινικής διώξεως και η τιμωρία του δράστη. Αν δεν έχει προηγηθεί άσκηση ποινικής διώξεως, το πολιτικό δικαστήριο που κρίνει την αγωγή αποζημιώσεως ερευνά τη συνδρομή των υποκειμενικών και αντικειμενικών προϋποθέσεων της κολάσιμης πράξεως και 2) η ποινική αξίωση της πολιτείας για την τιμώρηση της αξιόποινης πράξεως πρέπει να υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή.

Για τη διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξεως είναι ή όχι μακρότερη από την αστική παραγραφή της απαιτήσεως από την αδικοπραξία, θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξεως ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη στον ποινικό νόμο, αναλόγως, ποινική παραγραφή, όπως αυτή ως προς τη διάρκειά της καθορίζεται στο άρθρο 111 του ΠΚ ή σε διάταξη άλλου, ειδικού ποινικού νόμου, η οποία, προκειμένου περί πλημμελημάτων, ανέρχεται σε πέντε (5) έτη και σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΠΚ αρχίζει από το χρόνο που ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από την αφετηρία της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως, όπως αυτή προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 937 ΑΚ.

Εξάλλου, για τη διακρίβωση αν, προκειμένου περί πλημμελημάτων, είναι ή όχι μακρότερη η ποινική παραγραφή σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δεν συνυπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ. 3 του άρθρου 113 ΠΚ μέγιστο διάστημα της αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση και το οποίο ανέρχεται σε τρία (3) έτη.

Και αυτό για τους παρακάτω λόγους: Η αναστολή της ποινικής παραγραφής προϋποθέτει έναρξη της κύριας διαδικασίας, η οποία εκ των προτέρων δεν είναι γνωστό πότε θα επέλθει και δεν χωρεί αυτοδικαίως εκ του νόμου.

Εξάλλου, η ασφάλεια δικαίου ως έκφανση της αρχής του κράτους δικαίου επιβάλλει να είναι από την αρχή προσδιορισμένη η διάρκεια της παραγραφής. Την αρχή, όμως, αυτή δεν ικανοποιεί η άποψη περί συνυπολογισμού στη βασική (in abstracto) πενταετή ποινική παραγραφή και της τριετίας της αναστολής.

Πέραν τούτων, ο συνυπολογισμός της τριετίας της ποινικής αναστολής, προκαλεί και σύγχυση με τη διακοπή και την αναστολή της αστικής παραγραφής της απαιτήσεως αποζημιώσεως, όπως οι θεσμοί αυτοί ρυθμίζονται στα άρθρα 255 επ. και 260 επ. του ΑΚ. Τούτο γιατί θα προκληθεί το φαινόμενο στην αστική παραγραφή να εφαρμόζονται παράλληλα τόσο η ποινική αναστολή όσο και η αναστολή-διακοπή της παραγραφής του ΑΚ.

Τόσο η ποινική όσο και η αστική παραγραφή αποτελούν σύστημα κανόνων δικαίου, στο οποίο οι πράξεις που επιφέρουν διακοπή ή αναστολή της παραγραφής, κρίνονται αυτόνομα στα πλαίσια καθενός από τα συστήματα αυτά.

Επομένως, ο νομοθέτης της παρ. 2 του άρθρου 937 ΑΚ, αναφερόμενος στη μακρότερη ποινική παραγραφή, προδήλως αποβλέπει στην προβλεπόμενη in abstracto ποινική παραγραφή άνευ συνυπολογισμού σ’ αυτή και του διαστήματος της αναστολής της ποινικής παραγραφής.[25]

Επισημαίνεται ότι η προβλεπόμενη μακρότερη ποινική παραγραφή, δεν ισχύει για τον ασφαλιστή, το Επικουρικό Κεφάλαιο και τα ενεχόμενα κατά το ν. ΓπΝ/1911 πρόσωπα, διότι ως προς τον ασφαλιστή και το Επικουρικό Κεφάλαιο, η ευθύνη τους προέρχεται εκ του νόμου και όχι από την αδικοπραξία, για δε τα κατά το Ν. ΓπΝ/1911 ενεχόμενα πρόσωπα, διότι για τα πρόσωπα αυτά η ευθύνη είναι αντικειμενική, δίχως πταίσμα, ως ευθύνη διακινδύνευσης από τη λειτουργία του αυτοκινήτου, και μόνο.

ζ) Η από αναγωγή αξίωση του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή, ορίζεται κατά το άρθρο 10 του Ν.2496/1997 στις ασφαλίσεις ζημιών ότι παραγράφεται μετά τέσσερα (4) χρόνια από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε.

Κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, η παραγραφή αρχίζει από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο ο ζημιωθείς τρίτος θα επιδώσει στον ασφαλισμένο τη σχετική περί αποζημιώσεως αγωγή, έστω και αν δεν έχει προσδιορισθεί το μέγεθος της αξιώσεως του ζημιωθέντος τρίτου[26].

Με το δεδομένο ότι η αγωγή του παθόντος τρίτου κατά του υπόχρεου υπόκειται στην κατ’ άρθρον 937 ΑΚ παραγραφή, η κατ’ άρθρο 10 ν.2496/1997 τετραετής παραγραφή αρχίζει από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο επιδόθηκε στον ασφαλισμένο, εναγόμενο η κυρία περί αποζημιώσεως αγωγή.

Αν π.χ. η κύρια περί αποζημιώσεως αγωγή επιδοθεί στον υπόχρεο το τέταρτο έτος τής κατά περίπτωση παραγραφής (άρθρα 10 παρ. 2 ν. 489/76 όπως νυν ισχύει), ο παθών τρίτος έχει επιπλέον προθεσμία τεσσάρων ετών από την αρχή του επόμενου έτους, όπως ισχύει και για τον ασφαλισμένο, να ασκήσει πλαγιαστικώς την εκ της συμβάσεως ασφαλίσεως αξίωση του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή.

η) Κατά το άρθρο 937 ΑΚ, ως γνώση ζημίας νοείται η γνώση των επιζήμιων συνεπειών της άδικης πράξης.

Δηλαδή στην περίπτωση[27] που μεταγενέστερα γεννήθηκαν ή έγιναν αντιληπτές επιζήμιες συνέπειες, οι οποίες προηγουμένως ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες, περίπτωση που συντρέχει όταν π.χ. αντί για αναμενόμενη κατά την ιατρική επιστήμη βελτίωση ή σταθερότητα της, λόγω του τραυματισμού, κατάστασης της υγείας ή του σώματος παθόντα σε τροχαίο ατύχημα, επιδεινώνεται απρόβλεπτα και σοβαρά, τότε σ’ αυτήν την περίπτωση, αρχίζει για την αξίωση προς αποκατάστασή τους, νέα αυτοτελής παραγραφή και που συγκεκριμένα αρχίζει αφότου, ο ζημιωθείς, έλαβε γνώση των απροσδόκητων αυτών επιζήμιων συνεπειών και της αιτιώδους συνάφειάς τους με την αδικοπραξία[28].

Συνεπώς, σε περίπτωση απρόβλεπτης εξαρχής ζημίας, η παραγραφή αρχίζει από τότε που καθίσταται δυνατή η πρόβλεψη της νέας δυσμενούς κατάστασης[29].

Επισημαίνεται ότι τυχόν επιφύλαξη του ενάγοντος για μελλοντική απαίτηση που έγινε με προγενέστερη αγωγή, δεν ασκεί καμία έννομη επίδραση στην συμπλήρωση της διετούς ή πενταετούς παραγραφής, της οποίας δεν μπορεί να μεταβάλει το χρόνο έναρξής της[30].

θ) Η κατ’ άρθρα 19 παρ. 2 και 10 παρ. 2 ν.489/76, διετής και ήδη κατά το Ν.3557/2007 πενταετής παραγραφή της αξιώσεως του παθόντος τρίτου κατά του υποκατασταθέντος στις υποχρεώσεις της ασφαλιστικής εταιρείας  που της έχει ανακληθεί η άδεια Επικουρικού Κεφαλαίου, αρχίζει, σε κάθε περίπτωση, από την ημέρα του ατυχήματος, διότι γίνεται δεκτό ότι η αξίωση κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου δεν είναι άλλη και διαφορετική από την αξίωση κατά του ασφαλιστή, αλλά η ίδια η αξίωση κατά του ασφαλιστή που αλλάζει παθητικό υποκείμενο και, συνεπώς, ο χρόνος της ρυθμίζεται από την ίδια διάταξη του άρθρου 10 παρ. 2 του ν.489/1976 και ήδη με το Ν.3557/2007, που ως ειδική υπερισχύει της γενικής διάταξης του άρθρου 937 ΑΚ.[31]

Η άνω δε παραγραφή (διετής και ήδη πενταετής), η οποία ενόψει της διατάξεως του άρθρου 241 ΑΚ αρχίζει από την επομένη του ατυχήματος, τρέχει από τον ως άνω χρόνο και καταλαμβάνει και τις μέλλουσες αξιώσεις του παθόντος από το ατύχημα, εφόσον είναι δικαστικώς επιδιώξιμες, ανεξαρτήτως του πότε έλαβε γνώση της ζημίας ο ζημιωθείς [32]

ι) Επί ευθύνης προστήσαντος (ΑΚ 922) για την έναρξη της κατ’ άρθρο 937 παρ. 1 εδ. α ΑΚ παραγραφής, δεν απαιτείται γνώση του προσώπου του συγκεκριμένου προστηθέντος, αρκεί η γνώση ότι ο δράστης είχε την ιδιότητα του προστηθέντος, διότι η ευθύνη του προστήσαντος υφίσταται ανεξάρτητα από το ποιος συγκεκριμένα από τους υπαλλήλους του τέλεσε την πράξη (ή παράλειψη) που προξένησε τη ζημία[33].

ια) Για το λόγο ότι στο Ν.489/76 λείπει ειδική ρύθμιση του θέματος της παραγραφής του παθόντος κατά του Γραφείου Διεθνούς Ασφάλισης, γίνεται παγίως δεκτό[34] ότι πρέπει και σ’ αυτήν την περίπτωση να ισχύσει η κατ’ άρθρο 10 παρ. 2 Ν. 489/76 διετής και ήδη με το Ν. 3557/2007 πενταετής παραγραφή.

Β. ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Από τις ρυθμίζουσες τα ανακύπτοντα ζητήματα διαχρονικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 18 ΕισΝΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, όχι μόνον μεταξύ των περί παραγραφής διατάξεων του Αστικού Κώδικα και του προϊσχύσαντος τούτου δικαίου, αλλά και επί κάθε άλλης διατάξεως νεότερου νόμου, που ορίζει διάφορο χρόνο παραγραφής εκείνου του προϊσχύσαντος δικαίου, συνάγεται ότι, όταν οι διατάξεις του νεότερου νόμου καθιερώνουν μακρότερη παραγραφή από την καθιερούμενη στο προϊσχύσαν δίκαιο, εφαρμογή έχει ο νεότερος νόμος και επί των αξιώσεων που είχαν γεννηθεί πριν από την εισαγωγή του, αλλά δεν είχε συμπληρωθεί η παραγραφή τους κατ’ αυτήν και ότι στην περίπτωση αυτή υπολογίζεται και ο διανυθείς κατά το προϊσχύσαν δίκαιο χρόνος.[35]

Με το άρθρο 7 του Ν.3557/2007 η παρ. 2 του άρθρου 10 του Ν.489/76 που όριζε σε δύο έτη την παραγραφή της αξίωσης αποζημιώσεως του παθόντος τρίτου κατά του ασφαλιστή αντικαταστάθηκε και ορίζει πλέον ότι: «Η αξίωση αυτή παραγράφεται μετά πάροδο πέντε (5) ετών από την ημέρα του ατυχήματος, επιφυλασσομένων των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας για την αναστολή και διακοπή της παραγραφής».

Η διάταξη αυτή κατ’ ανάλογη εφαρμογή της προαναφερθείσας διατάξεως του άρθρου 18 του ΕισΝΑΚ εφαρμόζεται και στις αξιώσεις αποζημιώσεως, κατά του ασφαλιστή και του Επικουρικού Κεφαλαίου, οι οποίες γεννήθηκαν πριν από τη χρονολογία ενάρξεως (14-5-2007) του Ν. 3557/2007 υπό την προϋπόθεση ότι δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι τότε η προβλεπόμενη από την παρ. 2 του άρθρου 10 του προϊσχύσαντος ν.489/1976, μικρότερη (διετής) παραγραφή για τις ίδιες αξιώσεις[36].

Αν, επομένως, τροχαίο ατύχημα έλαβε χώρα π.χ. την 1-1-2006, δεν ισχύει η κατ’ άρθρο 10 ν.489/76 διετής, αλλά πλέον η κατ’ άρθρο 7 του Ν.3557/2007 πενταετής παραγραφή, που αρχίζει από την επόμενη ημέρα (2-1-2006) του ατυχήματος (ΑΚ 241), στο εν λόγω παράδειγμα, και η οποία συμπληρώνεται την 2-1-2011 (ΑΚ 243 παρ. 3, ΑΠ 128/1958 ΝοΒ 1.802. Επίσης, Κώνστα, Παραγραφές και προθεσμίες, σ.18).

Γ. Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ ΕΠΙ ΣΩΡΕΥΤΙΚΗΣ ΑΝΑΔΟΧΗΣ ΧΡΕΟΥΣ

Από τη διάταξη του άρθρου 43 παρ. 6 του Ν. 2696/1996, συνάγεται, ότι η κατάθεση από τον οδηγό ζημιογόνου αυτοκινήτου οχήματος βεβαίωσης ασφαλίσεως, στην αρμόδια αστυνομική αρχή, αποτελεί κατά πλάσμα του νόμου πρόταση της ασφαλιστικής εταιρείας, ότι προσφέρεται να ικανοποιήσει τις αξιώσεις των δικαιούχων αποζημίωσης, μέχρι του ύψους του ασφαλιστικού ποσού.

Έτσι, με την αποδοχή της προτάσεως, η οποία μπορεί να γίνει με την έγερση της σχετικής από τον παθόντα αγωγής, κατά του ασφαλιστή, καταρτίζεται σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους.

Στην περίπτωση αυτή, η έκταση της ευθύνης του αναδοχέα ασφαλιστή, ρυθμίζεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 472 και 475 Α.Κ. και κατά συνέπεια  η απαίτηση του ζημιωθέντος τρίτου προσώπου έναντι του ασφαλιστή, υπόκειται όπως η βασική αξίωση κατά του υποχρέου σε αποζημίωση, στην κατ’ άρθρο 937 Α.Κ., πενταετή παραγραφή.

Συνεπώς ο αναδοχέας-ασφαλιστής αυτή την παραγραφή (πενταετή) και μόνο, μπορεί να προτείνει.[37]

Δ. Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. α-δ, 6, παρ. 1, 2, και 5,10,17 και 19 του Ν. 489/1976, προκύπτει ότι στις περιοριστικές προβλεπόμενες περιπτώσεις ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, για την καταβολή αποζημιώσεως στον ζημιωθέντα από αυτοκινητικό ατύχημα, η σχετική αξίωση του τελευταίου, παραγράφεται μετά την παρέλευση δύο (2) και ήδη πέντε (5) ετών από την ημέρα του ατυχήματος, σε σχέση, δε με τη διακοπή και την αναστολή της παραγραφής αυτής ισχύουν οι γενικές διατάξεις των άρθρων 255 επ. και 260 επ. του Α.Κ.

Η διετής αυτή και ήδη πενταετής παραγραφή (άρθρο 7 Ν. 3557/2007), που θεσπίστηκε χάριν της δικαιότερης αντιμετώπισης του προβλήματος αποζημιώσεως των θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων (βλ. εισηγητική έκθεση νόμου), αρχίζει, σύμφωνα με το άρθρο 241 Α.Κ., από την επόμενη ημέρα του ατυχήματος, χωρίς η έναρξή της, να επηρεάζεται από την εκ μέρους του δικαιούχου γνώση της ζημίας και του προς αποζημίωση υποχρέου.

Η αντίθετη συναφώς διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ, με την οποία ρυθμίζεται γενικώς η παραγραφή της αξίωσης από αδικοπραξία, δεν μπορεί να εφαρμοστεί επί της ως άνω αξιώσεως κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου.

Και τούτο, γιατί παραγωγικός λόγος της αξιώσεως αυτής δεν είναι η αδικοπραξία, αλλά, απευθείας, οι προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 489/1976, με τις οποίες καθορίζονται οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της σχετικής ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, πλην όμως εφαρμόζεται και η διάταξη του άρθρου 251 Α.Κ. κατά την οποία, για την έναρξη της παραγραφής, απαιτείται η αξίωση να είναι και δικαστικώς επιδιώξιμη, δηλαδή εναγώγιμη.

Αυτό συμβαίνει, όταν δεν υπάρχει κάποιος νόμιμος λόγος που να αποκλείει ή να παρεμποδίζει τη δικαστική επιδίωξη της αξιώσεως.

Η ύπαρξη πραγματικών εμποδίων, όπως είναι η εκ μέρους του δικαιούχου άγνοια της γενέσεως της αξιώσεώς του, δεν παρακωλύει την έναρξη της παραγραφής, αλλά είναι δυνατό με τη συνδρομή σχετικών προϋποθέσεων να αποτελέσει λόγο αναστολής της.

Με το δεδομένο ότι ο θεσμός της παραγραφής είναι δημοσίας τάξεως, γιατί, όπως γίνεται δεκτό εξυπηρετεί την ασφάλεια των συναλλαγών και τη βεβαιότητα του δικαίου, ενώ η καθιέρωση από το άρθρο 10, παρ. 2 του Ν. 489/76, της πριν από την τροποποίηση της ως άνω διετούς  παραγραφής που, όπως γίνεται δεκτό, «υπηρετεί τη ανάγκη ταχύτερης εκκαθαρίσεως των σχετικών υποθέσεων», που με το Ν. 3557/2007, επιμηκύνθηκε σε πενταετή «χάριν της δικαιότερης αντιμετώπισης των αξιώσεων των ζημιωθέντων τρίτων», δεν ενέχει  όπως νομολογείται[38] περιορισμό του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος).

Ειδικά, ως προς την κατ’ άρθρο 19 παρ. 1 περ. δ΄, περίπτωση ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, δηλαδή, όταν ο ασφαλιστής επτώχευσε ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, λόγω παράβασης νόμου ή η σε βάρος της εκτέλεση απέβη άκαρπη, η παραγραφή, κατά την ορθότερη άποψη[39], αρχίζει να τρέχει από τη δημοσίευση της αποφάσεως που κηρύσσει την πτώχευση ή τη δημοσίευση της υπουργικής αποφάσεως περί ανακλήσεως της αδείας της ασφαλιστικής εταιρείας.

Ήδη όμως, υιοθετείται η άποψη [40] , ότι σε κάθε περίπτωση  η παραγραφή κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, αρχίζει από την ημέρα (επόμενη) του ατυχήματος.

Αν, όμως, πριν από την πτώχευση ή την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης είχε ασκηθεί κατ’ αυτής από τον ζημιωθέντα παθόντα αγωγή αποζημιώσεως, σ’ αυτήν την περίπτωση, διακόπηκε η κατ’ άρθρο 10 παρ. 2 του Ν. 489/1976 παραγραφή, κατ’ άρθρο 261 Α.Κ. που αρχίζει εκ νέου να τρέχει, κατ’ άρθρο 25 παρ. 4 του Ν. 489/1976 έναντι του Επικουρικού Κεφαλαίου, κατά του οποίου, χωρίς άλλο, συνεχίζονται, λόγω της αυτοδίκαιης  υποκατάστασης του ασφαλιστή, οι εκκρεμείς δίκες [41].

Επισημαίνεται τέλος, κατά τη σχετική νομολογία, ότι αν στη θέση της ασφαλιστικής εταιρείας υπεισέλθει το Επικουρικό Κεφάλαιο, τότε τούτο ευθύνεται μόνο από τη σύμβαση ασφάλισης και όχι από άλλο νόμιμο λόγο.

Συνεπώς, αν η ασφαλιστική εταιρεία αναδέχθηκε σωρευτικώς με τον ασφαλισμένο κατά την έννοια του άρθρου 477 Α.Κ. να καταβάλει αποζημίωση, το Επικουρικό Κεφάλαιο, από τη σωρευτική αυτή αναδοχή από την οποία παράγεται πρόσθετη ή αυτοτελής ενοχή, δεν ευθύνεται.[42]

Δηλαδή σε κάθε περίπτωση ευθύνης Επικουρικού Κεφαλαίου εφαρμόζεται η κατ’ άρθρο 10 παρ. 2 ν. 489/1976 διετής και ήδη πενταετής παραγραφή.

Και τούτο διότι στο άρθρο 19 παρ. 2 ν. 489/1976 δεν γίνεται καμία διαφοροποίηση ως προς την αφετηρία της παραγραφής στις περιπτώσεις ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου.

Συνεπώς, ισχύει και στην περίπτωση που το ατύχημα προκαλείται από άγνωστο αυτοκίνητο.

Και σ’ αυτήν την περίπτωση η παραγραφή αρχίζει από την επόμενη ημέρα του ατυχήματος.

Και τούτο, διότι απόκειται στη σφαίρα κινδύνου του παθόντος να διαπιστώσει με τις κατάλληλες ενέργειες και σταθμίσεις αν το ατύχημα προκλήθηκε ή όχι από άγνωστο αυτοκίνητο.

Άλλωστε, η παραγραφή είναι θεσμός που εξυπηρετεί όχι μόνο το δανειστή αλλά και τον οφειλέτη.

Επομένως, αν ως αφετηρία έναρξης της παραγραφής λαμβάνονταν υπόψη ο χρόνος της διαπιστώσεως του ζημιογόνου αυτοκινήτου ως αγνώστου και όχι ο χρόνος του ατυχήματος, τότε τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα την, κατά μη νόμιμο τρόπο, αυθαίρετη επιμήκυνση του χρόνου της παραγραφής[43] που, όμως, όπως συνάγεται από τα παραπάνω, δεν ήταν στη θέληση του νομοθέτη, όπως σχετικά νομολογείται.

Ε. Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΞ ΑΝΑΓΩΓΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗ

Η διάταξη του άρθρου 10, του Ν. 2496/1997, με την οποία καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 195 του Εμπορικού Νόμου, ορίζει ότι «οι αξιώσεις που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση παραγράφονται στις ασφαλίσεις ζημιών μετά από τέσσερα (4) χρόνια … από το τέλος του έτους στο οποίο γεννήθηκαν».

Κατά την κρατούσα άποψη η εν λόγω παραγραφή αρχίζει από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο ο ζημιωθείς τρίτος θα επιδώσει στον ασφαλισμένο τη σχετική περί αποζημιώσεως αγωγή[44] .

Με το δεδομένο, ότι η κατ’ άρθρο 10 του Ν. 2496/1997 τετραετής αυτή παραγραφή αρχίζει από το τέλος του έτους επίδοσης της αγωγής για τη βασική αξίωση και συνεπώς λειτουργεί συμπληρωματικά της κατά τα άρθρα 10 παρ. 2 Ν. 489/76 διετούς και ήδη πενταετούς παραγραφής, και ανεξάρτητα προς τη βάση της αγωγής, σ’ αυτήν την περίπτωση, με την επίκληση της σωρευτικής αναδοχής χρέους, μπορεί να μεθοδευθεί η άσκηση και πλαγιαστικής αγωγής, οπότε επιτυγχάνεται η επιμήκυνση της βασικής παραγραφής των δύο (2) και ήδη των πέντε (5) ετών, για επιπλέον τέσσερα (4) έτη που αρχίζουν από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο ο ζημιωθείς τρίτος θα επιδώσει στον ασφαλισμένο την περί αποζημιώσεως αγωγή του.

Και τούτο, διότι η προβλεπόμενη, από το άρθρο 10 του Ν.2496/1997, τετραετής παραγραφή της αξιώσεως του ασφαλισμένου κατά της ασφαλιστικής του εταιρείας, ισχύει και στην ασφάλιση αστικής ευθύνης.

Κατά την κρατούσα άποψη, η αξίωση, στην περίπτωση αυτή, γεννάται όταν ο τρίτος που ζημιώθηκε επιδώσει στον ασφαλισμένο τη σχετική αγωγή που ενεργοποιεί την ευθύνη του.

Έκτοτε, πραγματώνεται η ασφαλιστική περίπτωση (κίνδυνος), έστω και αν δεν έχει συγκεκριμενοποιηθεί με δικαστική διάγνωση ή εξώδικο καθορισμό, το ύψος της αξιώσεως του ζημιωθέντος τρίτου ούτε, συνεπώς, η έκταση της ευθύνης, ούτε άρα και το ποσό της αξιώσεως του ασφαλισμένου κατά της ασφαλιστικής εταιρείας.

Έκτοτε, ο ασφαλισμένος δικαιούται να στραφεί δικαστικώς κατά της ασφαλιστικής του εταιρείας κατά το άρθρο 69 παρ. 1 του ΚΠολΔ και έχει τη δικονομική ευχέρεια, αν δεν έχει και αυτή εναχθεί, να την προσεπικαλέσει στη δίκη και αν ακόμη έχει και αυτή εναχθεί να ασκήσει κατ’ αυτής παρεμπίπτουσα αγωγή, κατά τα άρθρα 88, 283, 285 ΚΠολΔ.

Στην περίπτωση αυτή, η παραγραφή συμπληρώνεται, όταν παρέλθουν τέσσερα έτη από το τέλος του έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε η κατ’ αυτού αξίωση, δηλαδή από την επίδοση σ’ αυτόν της αγωγής του τρίτου[45].

Αυτή αφορά και κάθε μέλλουσα και υπό αίρεση αξίωση κατ’ αντικείμενο ίσης αξίας με το ασφαλιστικό ποσό[46].

Επιπρόσθετα, και ο ζημιωθείς τρίτος μπορεί να ασκήσει αυτοτελώς κατ’ άρθρο 72 ΚΠολΔ πλαγιαστική αγωγή, σε περίπτωση παραγραφής της ευθείας αξίωσής του κατά του ασφαλιστή ή σωρεύοντας αυτήν στο ίδιο δικόγραφο της κύριας αγωγής κατά του υπόχρεου σε αποζημίωση (κυρίου, οδηγού, κατόχου του ζημιογόνου αυτοκινήτου) ή και επικουρικώς για την περίπτωση που ο ασφαλιστής προτείνει βασίμως την κατ’ άρθρο 10 παρ. 2 ν.489/1976 διετή και ήδη κατ’ άρθρο 7 Ν.3557/2007 πενταετή παραγραφή[47].λόγω της εφαρμογής στην περίπτωση αυτή της κατά τα ανωτέρω κατ’ άρθρο 10 Ν. 2496/1997 οριζόμενης τετραετούς παραγραφής.

ΣΤ. Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ «ΕΝ ΕΠΙΔΙΚΙΑ»

Η διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, ορίζει στη μεν πρώτη παράγραφό του, ότι η παραγραφή διακόπτεται με την έγερση της αγωγής, στη δε δεύτερη, ότι η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου.

Όπως προκύπτει, η πρώτη παράγραφος του ανωτέρω άρθρου καθιερώνει τον βασικό λόγο διακοπής της παραγραφής, πριν από τη δίκη, με την έγερση (άσκηση) της αγωγής, ενώ η δεύτερη καθιερώνει και ρυθμίζει την «εν επιδικία» παραγραφή.[48]

Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης η έγερση (άσκηση) της αγωγής λαμβάνεται υπό τη δικονομική της έννοια και αποτελεί σύνθετη πράξη, που αναλύεται σε δύο στάδια, με πρώτο, την κατάθεση του δικογράφου της αγωγής στη γραμματεία του Δικαστηρίου, και με δεύτερο, την επίδοση έγκυρου αντιγράφου της αγωγής στον εναγόμενο.

Ως εκ τούτου,  η κατάθεση του δικογράφου της αγωγής, επιφέρει, κατ’ άρθρο 221 παρ. 1 ΚΠολΔ, τις δικονομικού δικαίου συνέπειες ασκήσεως της αγωγής, ενώ οι ουσιαστικού δικαίου συνέπειές της, μεταξύ των οποίων, η διακοπή της παραγραφής, επέρχονται με τη νόμιμη επίδοσή της, κατ’ άρθρο 221 παρ. 1 ΚΠολΔ και που ανακύπτουν ταυτόχρονα με την ολοκλήρωση άσκησης της αγωγής.

Προς το σκοπό αποφυγής διαιωνίσεως της επιδικίας, συνεπεία της διακοπής της παραγραφής δια της εγέρσεως της αγωγής, με τη διάταξη του άρθρου 261 αρ. 2 ΑΚ, προβλέπεται η δυνατότητα συμπλήρωσής της «εν επιδικία», δηλαδή στην περίπτωση που συμπληρωθεί ο χρόνος που ισχύει γι’ αυτή, χωρίς να έχει  μεσολαβήσει, στο μεταξύ, κάποια διαδικαστική πράξη ή άλλος λόγος διακοπής, πριν τελεσιδίκως να περατωθεί η δίκη.

Δηλαδή, η «εν επιδικία» παραγραφή επέρχεται όταν μεταξύ δύο αλληλοδιαδόχων διαδικαστικών πράξεων παρέλθει, στο διάστημα που μεσολάβησε, ολόκληρος ο χρόνος της παραγραφής.[49]

Όπως νομολογείται σχετικά[50], κατά την έννοια του άρθρου 261 ΑΚ, διαδικαστική πράξη είναι κάθε πράξη διαδίκου ή νομίμου αντιπροσώπου του ή των πληρεξουσίων τους ή της δικαστικής αρχής που περιέχει τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και που είναι, κατά τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις, αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης.[51]

Κάθε μία από τις διαδικαστικές πράξεις επιφέρει αυτοτελώς τη διακοπή της παραγραφής, χωρίς να απαιτείται και περαιτέρω κοινοποίησή της.[52]

Για το λόγο ότι η διάταξη του άρθρου 261 Α.Κ. είναι γενική, έχει εφαρμογή και επί της διατάξεως του άρθρου 10 παρ. 2 του Ν. 489/76 που ορίζει την παραγραφή του ζημιωθέντος τρίτου προσώπου κατά του ασφαλιστή ως προς την αξίωση προς αποζημίωση από την ασφαλιστική σύμβαση και μέχρι του ποσού αυτής, που όταν έχει καταστεί επίδικη, η παραγραφή στην οποία υπόκειται αυτή, δύναται να συμπληρωθεί και όταν απρακτούν οι διάδικοι.

Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, συνάγεται ότι αν η παραγραφή διακόπηκε με την άσκηση της αγωγής, η ίδια παραγραφή, δηλαδή ομοειδής με αυτή που διακόπηκε, αρχίζει σε κάθε περίπτωση – και ανεξαρτήτως του είδους της ως βραχυπρόθεσμης ή συνήθους – ευθύς από την αγωγή αυτή και η οποία (παραγραφή) διακόπτεται μετά από κάθε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου και ότι αμέσως μετά την επιχείρηση αυτής αρχίζει ισόχρονη με την αρχική παραγραφή, η οποία μπορεί να συμπληρωθεί με την παρέλευση του χρόνου που ισχύει γι’ αυτή, εφόσον δεν μεσολαβήσει κάποια νέα διαδικαστική πράξη ή άλλος λόγος διακοπής πριν από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης.

Έτσι, εφόσον η αξίωση έχει καταστεί επίδικη, η παραγραφή μπορεί να συμπληρωθεί σε επιδικία, αν οι διάδικοι απρακτούν, και τούτο διότι ο θεσμός της παραγραφής της αξίωσης (ΑΚ 247 επ.) αποτελεί τη νομοθετικά προβλεπόμενη κύρωση στην αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής του,  γι’ αυτό δεν είναι νοητή η παραγραφή της αξίωσης, όταν αυτός έχει ενεργήσει ό,τι ήταν αναγκαίο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να μη χρειάζεται να επιχειρήσει κάτι ιδιαίτερα.

Εξάλλου, ο νόμος αναγνωρίζει σοβαρούς λόγους, συνεπεία των οποίων η πάροδος του χρόνου δεν έχει δυσμενείς συνέπειες για τον δανειστή. Τέτοιοι λόγοι αναστολής της παραγραφής είναι το δικαιοστάσιο, η ανωτέρα βία, ο δόλος του υπόχρεου (ΑΚ 255), κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα των οποίων είναι η αντικειμενική αδυναμία του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής του.

Από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να συναχθεί γενικότερη αρχή, κατά την οποία επέρχεται αναστολή της παραγραφής και στην περίπτωση που μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο και την εντεύθεν διακοπή της παραγραφής, καθυστερεί και πέραν του χρόνου της προβλεπόμενης παραγραφής, η έκδοση της απόφασης, που αποτελεί την αμέσως επόμενη διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου, στο διάστημα που μεσολαβεί, δεν συμπληρώνεται ο χρόνος της παραγραφής, αφού στο διάστημα αυτό ο δανειστής αναγκαστικά αναμένει την έκδοση της απόφασης, ευρισκόμενος σε αντικειμενική αδυναμία να ενεργήσει οποιαδήποτε διαδικαστική πράξη, η οποία και μόνον μπορεί να επιφέρει διακοπή της παραγραφής.

Έτσι, βάσει και της συνταγματικής αρχής της ισότητας, επιβάλλεται η πιο πάνω αρρύθμιστη στο νόμο περίπτωση να αντιμετωπισθεί με τον ίδιο τρόπο, λόγω της ερμηνευτικά συναγόμενης ομοιότητας, προς τις ρυθμιζόμενες στο νόμο (αναλογία δικαίου) περιπτώσεις.[53]

Άλλωστε η «εν επιδικία» παραγραφή πρέπει να είναι αποτέλεσμα της απραξίας των διαδίκων και όχι του δικαστηρίου (όπως στην περίπτωση καθυστέρησης έκδοσης απόφασης)  γιατί δεν νοείται κατά τη λογική του δικαίου παραγραφή της αξίωσης με παράλειψη του Δικαστηρίου. [54]

Επισημαίνεται ότι αν από τη δημοσίευση της οριστικής πρωτόδικης απόφασης, με την οποία αναγνωρίστηκε και επιδικάστηκε η δι΄ αγωγής ασκηθείσα αξίωση προς αποζημίωση του τρίτου, που ζημιώθηκε από αυτοκινητικό ατύχημα, κατά του ασφαλιστή, παρήλθε η από το άρθρο 10 παρ. 2 ν. 489/76 προβλεπόμενη μέχρι την τροποποίησή του με το άρθρο 7 του Ν. 3557/2007 διετία, δεν μεσολαβήσει στο μεταξύ  οποιαδήποτε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τότε συμπληρώνεται η διετής παραγραφή της αξιώσεως, καθόσον δεν επηρεάζει την παραγραφή, η τρέχουσα και μη συμπληρωθείσα τριετής, κατ’ άρθρον 518 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμία, προς άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως ή μετά την συμπλήρωση της διετίας, επίδοση της οριστικής απόφασης.

Επομένως, στην περίπτωση αυτή, η αξίωση αποζημιώσεως, υποκύπτει στη διετή παραγραφή, προτού καταστεί τελεσίδικη η οριστική πρωτόδικη απόφαση, ο δε ασφαλιστής παραδεκτώς προτείνει τη σχετική ένσταση παραγραφής[55].

Και τούτο διότι ο νόμος (άρθρο 261 ΑΚ) δεν προϋποθέτει για την εφαρμογή της διάταξης αυτής την ύπαρξη επιδικίας.

Επομένως, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων, δεν επηρεάζει καθόλου την παραγραφή, διότι η τελευταία ρυθμίζεται από τις σχετικές με αυτή διατάξεις (10 παρ. 1 και 2 ν. 489/76) χωρίς να έχει καμιά απολύτως συνάρτηση με το δικαίωμα για την άσκηση ενδίκων μέσων[56].

Η δυσμενής αυτή συνέπεια μπορεί να αντιμετωπιστεί και να αποτραπεί στην περίπτωση που προταθεί και αποδειχθεί η αντένσταση περί διακοπής της παραγραφής με αναγνώριση της αξίωσης.[57]

Όμως, ήδη, τέτοια περίπτωση, δηλαδή παραγραφής της αξίωσης πριν να καταστεί τελεσίδικη η πρωτόδικη απόφαση, εκλείπει μετά την τροποποίηση του άρθρου 10 παρ. 2 ν.489/76 με το άρθρο 7 του Ν.3557/2007, λόγω επιμήκυνσης από δύο σε πέντε έτη του χρόνου της παραγραφής.

Ζ. Η «ΕΝ ΕΠΙΔΙΚΙΑ» ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΕΠΙ ΑΝΑΒΟΛΗΣ ΤΗ ΔΙΚΗΣ ΕΩΣ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Όπως ορίζει η διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής και ότι η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου.

Όμως, για να αρχίσει εκ νέου η παραγραφή που διακόπηκε από την τελευταία διαδικαστική πράξη του Δικαστηρίου, πρέπει να είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της υποθέσεως με πράξεις των διαδίκων.

Αν τέτοια δυνατότητα λείπει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, για οποιοδήποτε νομικό λόγο, δεν αρχίζει νέα παραγραφή.

Έτσι, αν η αγωγή αποζημιώσεως του παθόντος που ασκήθηκε με βάση το Ν.ΓπΝ /1911 και εντός της οριζόμενης προθεσμίας, κατ’ άρθρο 10 παρ. 2 ν. 489/1976, δηλαδή, στην τελευταία περίπτωση κατά του ασφαλιστή και στη συνέχεια το Δικαστήριο εκδίδει μη οριστική απόφαση που αναβάλει ή αναστέλλει τη συζήτηση για οριστική κρίση της υποθέσεως, κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ, μέχρι την τελεσίδικη περάτωση της ποινικής δίκης, που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, είναι φανερό ότι μετά την έκδοση τέτοιας αναβλητικής απόφασης, δεν αρχίζει νέα παραγραφή.

Και τούτο, διότι κατά το διάστημα αυτό, οι  διάδικοι οφείλουν να αναμείνουν την επέλευση της τελεσιδικίας της ποινικής υποθέσεως και συνεπώς δεν μπορούν να ενεργήσουν πράξεις στα πλαίσια της πολιτικής δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η έκδοση της οριστικής απόφασης.

Αντίθετη άποψη, θα ασκούσε πίεση στους διαδίκους και ειδικά στο δικαιούχο, προκειμένου να αποφύγει τη συμπλήρωση της «εν επιδικία»  παραγραφής, να ζητήσει την ανάκληση της μη οριστικής απόφασης που, όμως, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, αφού έτσι θα ανατρεπόταν ο σκοπός αναβολής της πολιτικής δίκης μέχρι την τελεσίδικη περάτωση της ποινικής δίκης.

Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, η νέα παραγραφή της επίδικης αξίωσης αρχίζει, το πρώτο, από τη στιγμή που, μετά την άρση του λόγου της αναστολής ή αναβολής, δηλαδή μετά την τελεσίδικη περάτωση της ποινικής δίκης, οι διάδικοι αδρανούν στην περαιτέρω προώθηση της πολιτικής δίκης[58].

Η. Η ΑΜΥΝΑ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ ΠΑΘΟΝΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΝΣΤΑΣΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ ΤΟΥ

α. Η ένσταση παραγραφής που προτείνεται από τα εναγόμενα και υπόχρεα σε αποζημίωση πρόσωπα, κατά της αξίωσης που ασκήθηκε με αγωγή, αντικρούεται από τον ενάγοντα-παθόντα με τους προβαλλόμενους κατ’ αυτής αυτοτελείς ισχυρισμούς που συγκροτούν τις αντενστάσεις περί: α) αναστολής της παραγραφής, β) διακοπής της παραγραφής, γ) επιμήκυνσης της παραγραφής, δ) αναγνώρισης της αξίωσης και ε) καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος

Όπως  προαναφέρεται  η αξίωση του ζημιωθέντος τρίτου κατά του υπόχρεου σε αποζημίωση από αδικοπραξία προσώπου, δηλαδή του παθόντα σε αυτοκινητικό ατύχημα, υπόκειται σε διετή (άρθρ. 7 ν. ΓπΝ./1911) ή σε πενταετή  (άρθρ. 937 ΑΚ)  παραγραφή, αναλόγως σε ποια διάταξη στηρίζεται.

Επισημαίνεται ότι, η κατ’ άρθρο 7 Ν. ΓπΝ/1911, η ισχύς  του οποίου διατηρήθηκε και επεκτάθηκε με το άρθρο 114 ΕισΝΑΚ, βραχυπρόθεσμη παραγραφή, εξακολουθεί να ισχύει και μετά το Ν. 3557/2007 καθόσον με το άρθρο 7 του Νόμου τούτου, τροποποιήθηκε και επιμηκύνθηκε σε πέντε (5) έτη ο χρόνος παραγραφής, μόνον της ειδικής ρύθμισης της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του Ν. 489/76, που αφορά την παραγραφή της αξίωσης του ζημιωθέντος τρίτου κατά του ασφαλιστή και κατ’ επέκταση και κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου.

Συνεπώς, εκτός των περιπτώσεων που η αξίωση αποζημιώσεως στηρίζεται στο κοινό δίκαιο (άρθρο 914 ΑΚ), η κατ’ άρθρο 7 ν. ΓπΝ/1911 βραχυπρόθεσμη παραγραφή των δύο (2) ετών που αρχίζει από του ατυχήματος, εξακολουθεί να ισχύει για τις αξιώσεις αποζημιώσεως κατά των υπόχρεων κατά το νόμο αυτό προσώπων (ιδιοκτήτη, κατόχου και οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου), για τα οποία καθιερώνεται με τον εν λόγω νόμο (αρθρ. 4 και 5)αντικειμενική ευθύνη, δηλαδή ανεξάρτητα από την υπαιτιότητά τους με τον περιορισμό του εδ. β του άρθρου 5 για την ευθύνη του οδηγού.

Επιπρόσθετα, υπενθυμίζεται ότι ο παθών, επικουρικά και με την προϋπόθεση της προβολής από τον ασφαλιστή της εκ του άρθρου 10 παρ. 2 του ν. 489/1976 (βλ. και απόψεις περί διαχρονικού δικαίου, για αξιώσεις αποζημιώσεως μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 3557/2007) ενστάσεως παραγραφής, θα πρέπει προς εξουδετέρωσή της, να ασκήσει είτε πλαγιαστικώς, κατ’ άρθρο 72 ΚΠολΔ, τα δικαιώματα του ασφαλισμένου, (με την επίκληση για το παραδεκτό και ορισμένο της πλαγιαστικής αγωγής, την αδράνεια του τελευταίου, να ασκήσει τα εκ της συμβάσεως ασφαλίσεως δικαιώματά του) κατά του ασφαλιστή, ενόψει της παραγραφής των τεσσάρων (4) ετών από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση (άρθρο 10 ν. 2496/1997)  και που είναι το έτος μέσα στο οποίο επιδόθηκε η αγωγή του τρίτου παθόντος, είτε να θεμελιώσει την αξίωσή του στη σωρευτική αναδοχή χρέους, που προκύπτει από την κατάθεση κατ’ άρθρο 43 παρ. 6 Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ) στο αστυνομικό τμήμα του αποδεικτικού ασφαλίσεως.

Σημειώνεται ότι αν δεν πράξει τούτο με την αγωγή, δεν δύναται μεταγενεστέρως να το πράξει με τις έγγραφες προτάσεις του πρώτου βαθμού ή με την έφεση.

Και τούτο, γιατί κάτι τέτοιο αποτελεί ανεπίτρεπτη (άρθρο 224 ΚΠολΔ) είτε μεταβολή της βάσεως της αγωγής είτε προσθήκη νέας βάσεως της αγωγής[59].

Ειδικά, η πλαγιαστική αγωγή λειτουργεί κατά τρόπο ικανοποιητικό όταν έχει παραγραφεί η αξίωση του παθόντος κατά του ασφαλιστή, ενώ τουναντίον δεν έχει παραγραφεί η, κατ’ άρθρο 10 του Ν. 2496/1997, προβλεπόμενη  παραγραφή των τεσσάρων ετών του ασφαλισμένου, ως «αξίωση ελευθερώσεως» κατά του ασφαλιστή, η οποία ενεργοποιείται με την επίδοση σ΄ αυτόν της αγωγής αποζημιώσεως[60], καθόσον από τότε πραγματώνεται η ασφαλιστική περίπτωση.

Είναι, συνεπώς, πρόδηλο ότι για τη βελτίωση της θέσεως του παθόντος τρίτου από την καθιέρωση της διετούς, αλλά και ήδη πενταετούς κατά τον ασφαλιστή παραγραφής (άρθρο 10 παρ. 2 ν.489/76, όπως νυν ισχύει), παρέχεται σ’ αυτόν η πλαγιαστική από το άρθρο 72 ΚΠολΔ αγωγή, με την οποία ο παθών, ως δανειστής του υπόχρεου σε αποζημίωση ασφαλισμένου ή αντισυμβαλλομένου, ασκεί τα δικαιώματα που ο τελευταίος αντλεί κατά του ασφαλιστή του από τη σύμβαση ασφαλίσεως σε περίπτωση επελεύσεως της ασφαλιστικής περιπτώσεως, όταν αυτός αδρανεί στην άσκησή τους.

Στοιχεία, συνεπώς, της πλαγιαστικώς ασκούμενης αγωγής είναι η επίκληση της ιδιότητας του ενάγοντος ως δανειστή του πλαγιαστικώς εναγόμενου οφειλέτη, αφενός, και των δικαιωμάτων που έχει πράγματι κατά του τελευταίου αυτού, δηλαδή του πλαγιαστικώς εναγόμενου οφειλέτη που αδρανεί να ασκήσει αυτά ως δανειστής, αφετέρου.[61]

Προβλέποντας, συνεπώς, ο παθών, προβολή από τον ασφαλιστή της ένστασης παραγραφής, θα πρέπει προς εξουδετέρωσή της, να ασκήσει είτε πλαγιαστικώς κατ’ άρθρο 72 ΚΠολΔ, τα δικαιώματα του ασφαλισμένου (υπαιτίου του ατυχήματος), οπότε και επιτυγχάνει περαιτέρω επιμήκυνση της παραγραφής (άρθρο 10 ν.2496/1997) είτε να θεμελιώσει την αξίωση του στη σωρευτική αναδοχή χρέους (ΑΚ 477) που προκύπτει από την κατάθεση κατ’ άρθρο 43 παρ. 6 ν.2696/1999 (ΚΟΚ) από τον ασφαλιστή στο αστυνομικό τμήμα του αποδεικτικού ασφάλισης.[62]

β. Οι αξιώσεις αποζημιώσεως οποιασδήποτε μορφής για ζημιές που έχουν προκληθεί από αυτοκίνητο κατά τη λειτουργία του εφόσον δεν επιλυθούν εξωδικαστικά εισάγονται σε δικαστική επίλυση, με αγωγή, που ασκείται κατά τον προβλεπόμενο στον ΚΠολΔ 215 επ. τρόπο.

Κατά δε τη συζήτηση αυτής, τα εναγόμενα πρόσωπα, μπορούν να προτείνουν την ένσταση παραγραφής κατά τον επιβαλλόμενο, κατ’ άρθρο 262 ΚΠολΔ, τρόπο.

Παράλληλα και ο ενάγων, ως ενιστάμενος, θα πρέπει με τις αυτές προϋποθέσεις ως προς το ορισμένο και παραδεκτό αυτής, στηρίζοντας την αγωγή του και χωρίς να αποτελεί τούτο συμπλήρωση της ιστορικής της βάσης, να προτείνει τις αντενστάσεις:

α) αναστολής της παραγραφής,

β) διακοπής της παραγραφής,

γ) επιμήκυνσης της παραγραφής,

δ) αναγνώρισης της αξιώσεως

ε) κατάχρησης δικαιώματος.

Οι εν λόγω αντενστάσεις προτείνονται είτε με καταχώριση στα πρακτικά της συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είτε με την προσθήκη στην προθεσμία αντίκρουσης, είτε με λόγο έφεσης με τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 527 παρ. 1 και 269 παρ. 2 περ. δ΄ του ΚΠολΔ[63].

Δηλαδή, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 270 παρ. 1 και 277 ΑΚ, κατά τις οποίες το Δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπάγγελτα υπόψη την παραγραφή που δεν έχει προταθεί και, συνεπώς, η πρόταση παραγραφής αποτελεί αντικείμενο ενστάσεως, έτσι και η πρόταση διακοπής αυτής αποτελεί αντένσταση που πρέπει ορισμένα και παραδεκτά να προτείνεται κατά της παραπάνω ενστάσεως με την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο περιεχόμενος στην ένσταση αυτή, εφόσον δεν λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη, ισχυρισμός πρέπει να έχει τα στοιχεία που απαιτούνται από το νόμο για το επιδιωκόμενο με την παραγραφή αποτέλεσμα.[64]

Συνεπώς, από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι και η αντένσταση διακοπής ή αναστολής ή επιμήκυνσης κλπ. της παραγραφής, ακριβώς διότι στηρίζει την αγωγή και αποτελεί μέσο απόκρουσης της ενστάσεως ως αντίμαχου δικαιώματος, πρέπει να περιέχει, για να είναι παραδεκτή, ως ορισμένη, σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν.

Είναι, συνεπώς, ορισμένη όταν καλύπτει όλες τις προϋποθέσεις του ουσιαστικού κανόνα δικαίου που επιφέρουν την έννομη συνέπεια της παρακώλυσης γέννησης ή άσκησης ή κατάλυσης, του δικαιώματος της γενόμενης πρότασης περί παραγραφής της επίδικης αξίωσης[65], που νόμιμα αντικρούεται με τις κατά τα παραπάνω προτεινόμενες αντενστάσεις, κατ’ αυτής.

1. Η ΑΝΤΕΝΣΤΑΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ

Στις Α.Κ. 255-257 περιέχονται οι ορισμοί για την αναστολή της παραγραφής.

Δηλαδή καταγράφονται οι λόγοι αναστολής (255, 256 ΑΚ) και οι συνέπειες αυτής (257 ΑΚ).

Κατά την έννοια που συνάγεται από την ΑΚ 255 στις περιπτώσεις που ορίζονται, δεν υπολογίζεται ορισμένο χρονικό διάστημα στη διαδρομή της παραγραφής με τη συνδρομή συγκεκριμένων λόγων, με την παύση των οποίων αυτή συνεχίζεται.

Οι προϋποθέσεις της αναστολής της παραγραφής, όπως προκύπτουν από την ΑΚ 255 (εδ. α), είναι:

1. Το δικαιοστάσιο (το τελευταίο που ίσχυσε  καθιερώθηκε με ειδικό νόμο μετά το σεισμό της Πάρνηθας) ή άλλος λόγος ανώτερης βίας.

2. Η επέλευση της ανώτερης βίας κατά το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου παραγραφής.

3. Η παρακώλυση άσκησης της αξίωσης, η οποία επήλθε συνεπεία συνδρομής των κατά τα ανωτέρω προϋποθέσεων.

Με τη ρύθμιση του εδ. β΄ η οποία αποτελεί ειδική εφαρμογή της ένστασης του δόλου, κατά την οποία δεν είναι ανεκτός ο δόλος στις συναλλακτικές σχέσεις, κατά της ένστασης παραγραφής, μπορεί να αντιταχθεί η αντένσταση του δόλου, που προκύπτει, όταν ο υπόχρεος με την συμπεριφορά παρεμπόδισε το δικαιούχο να διακόψει την παραγραφή οπότε, εφόσον η παρεμπόδιση αυτή προήλθε από δόλια ενέργεια του υπόχρεου, μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής, να αναστέλλεται η συμπλήρωση της.[66]

2. Η ΑΝΤΕΝΣΤΑΣΗ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ

Η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 και 2 του Ν. 489/1976, όπως ίσχυσεν μέχρι την τροποποίησή της με το ν. 3557/2007, όριζεν ότι: «1. Το πρόσωπο που ζημιώθηκε έχει από την ασφαλιστική σύμβαση και μέχρι του ποσού αυτής ίδια αξίωση κατά του ασφαλιστή. 2. Η αξίωση αυτή παραγράφεται μετά πάροδο δύο ετών από την ημέρα του ατυχήματος επιφυλασσόμενων των διατάξεων για την αναστολή και διακοπή της παραγραφής»

Ήδη η παρ. 2 του άρθρου 10 ν. 489/76, μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 7 του ν. 3557/2007, ορίζει ότι: «Η αξίωση αυτή παραγράφεται μετά πάροδο πέντε (5) ετών από την ημέρα του ατυχήματος επιφυλλασσομένων των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας για την αναστολή και διακοπή της παραγραφής».  

Εξάλλου, η έχουσα εν προκειμένω εφαρμογή[67] διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, ορίζει: «Την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής . Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει  και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου».

Όπως νομολογείται σχετικά[68] , κατά την έννοια της διάταξης αυτής (ΑΚ 261), «διαδικαστική πράξη είναι κάθε πράξη διαδίκου ή νομίμου αντιπροσώπου του ή των πληρεξουσίων τους ή της δικαστικής αρχής που περιέχει τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και είναι κατά τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης»[69].

Επισημαίνεται[70] ότι η διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 261 παρ. 2 ΑΚ, που ορίζει ότι η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, δεν αποσκοπεί να περιορίσει τον κύκλο των προσώπων, μεταξύ των οποίων επενεργεί η διακοπή, αλλά να καθορίσει και από ποια πράξη της συγκεκριμένης δίκης αρχίζει νέα παραγραφή.

Επίσης, ότι ως τελευταία διαδικαστική πράξη νοείται  όχι η εν σχέση με τη δίκη τελευταία, αλλά η σημειούσα την περάτωση αυτής[71].

Η νέα, μετά την άσκηση της αγωγής, παραγραφή αρχίζει από την τελευταία διαδικαστική των διαδίκων ή του δικαστηρίου[72].

Όπως δε γίνεται παγίως δεκτό τέτοιες διαδικαστικές πράξεις είναι μεταξύ άλλων, ο ορισμός δικασίμου, η απλή εκφώνηση και η διαγραφή από το πινάκιο[73]  η επίδοση κλήσης για συζήτηση[74] η αποφαινόμενη την αναβολή της δίκης απόφαση[75], η εγγραφή αγωγής στο πινάκιο[76], η έκδοση μη οριστικής απόφασης[77] η έκδοση απόφασης, η οποία περατώνεται με τη δημοσίευσή της σε δημόσια συνεδρίαση από το πρόχειρο σχέδιο (304 παρ. 1 ΚΠολΔ)[78] η κοινοποίηση της απόφασης[79] (η καθαρογραφή της απόφασης κα η υπογραφή της από το δικαστή και το γραμματέα, αποτελούν υλικές και όχι διαδικαστικές πράξεις),  η άσκηση ενδίκου μέσου[80] η αποδοχή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία σημειώνεται η περάτωση της δίκης[81], καθώς και κάθε άλλη υπαρκτή, έστω και άκυρη διαδικαστική πράξη, αποτελεί αφετηρία νέας παραγραφής[82].

Αν δε έχει διαταχθεί η συνεκδίκαση παρεμπίπτουσας αγωγής με την εκκρεμή αγωγή, κάθε διαδικαστική πράξη με την οποία συνεχίζεται η διαδικασία ως προς την συνεκδικαζόμενη αγωγή, διακόπτει την παραγραφή της αξίωσης[83].

Επίσης, διακόπτει την παραγραφή η κυρία παρέμβαση της αξίωσης του κυρίως παρεμβαίνοντος[84], καθώς και η προσεπίκληση εφόσον, έγινε τυπικά δεκτή[85].

Αντιθέτως, γίνεται δεκτό ότι δεν αποτελούν διαδικαστικές πράξεις, η ματαίωση της συζήτησης[86], η πρόσθετη παρέμβαση[87], η εξώδικη πράξη[88], καθώς, επίσης, δεν αποτελούν διαδικαστικές πράξεις διακοπτικές της παραγραφής, η λήψη αντιγράφου της προδικαστικής απόφασης και των προτάσεων της δίκης.[89]

Ειδικά, η ματαίωση της συζήτησης κατ’ άρθρο 260 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεν αποτελεί διαδικαστική πράξη.

Επομένως, η διακοπή της παραγραφής που επέρχεται με την άσκηση της αγωγής κατ’ άρθρο 261 ΑΚ, συνεχίζεται και δεν αρχίζει νέα παραγραφή μετά τη ματαίωση[90].

Όπως προκύπτει, η πρώτη από τις διατάξεις του εδ. α΄ του άρθρου 261 ΑΚ, που ορίζει τον τρόπο διακοπής της παραγραφής είναι γενική και, συνεπώς, αφορά κάθε παραγραφή είτε γενική είτε ειδική.

Επομένως, εφαρμόζεται και στην παραγραφή των αξιώσεων που πηγάζουν από αυτοκίνητο και που κατά τα άρθρα 7 ν. ΓπΝ/1911, 10 παρ. 2 Ν. 489/76 (πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 7 του Ν. 3557/2007) και 937 ΑΚ είναι αντιστοίχως διετής και πενταετής.

Η δεύτερη από αυτές τις διατάξεις του εδ. β άρθρου 261 ΑΚ, αφορά τη έναρξη της νέας μετά τη διακοπή παραγραφής και είναι ειδική, αφορά δηλαδή την έναρξη της νέας παραγραφής, όταν αυτή διακόπτεται με τον ειδικό τρόπο που ορίζεται στο εδ. α του άρθρου αυτού και που επέρχεται με την έγερση (άσκηση) αγωγής, ανεξάρτητα από το είδος της παραγραφής, ως γενικής ή ειδικής.

Επομένως, οι αξιώσεις, των οποίων η περιγραφή διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, παραγράφονται, αν μεταξύ δύο διαδικαστικών πράξεων ή μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη, διέρρευσε ο χρόνος της παραγραφής τους[91].

Με άλλα λόγια, αν η αξίωση βρίσκεται ήδη σε επιδικία η παραγραφή στην οποία αυτή υπόκειται, μπορεί να συμπληρωθεί ενώ ακόμη, διαρκεί η επιδικία, αν αδρανούν οι διάδικοι.[92]

Μάλιστα, όπως γίνεται δεκτό, μπορεί να συμπληρωθεί η παραγραφή αν από την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης έως την άσκηση του ενδίκου μέσου παρήλθεν ο χρόνος της[93].

Και τούτο, διότι όπως νομολογείται[94], η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων δεν επηρεάζει την παραγραφή, διότι η τελευταία ρυθμίζεται από άλλες διατάξεις, χωρίς καμία απολύτως συνάρτηση με το δικαίωμα για την άσκηση των ενδίκων μέσων.[95]

Ως προς τον τρόπο και χρόνο προβολής της αντένστασης αυτής, όπως και των λοιπών αντενστάσεων, γίνεται ανωτέρω αναφορά.

Τέλος, αν η αξίωση αποζημιώσεως που ασκείται με την αγωγή αφορά μέρος αυτής, η επίδοσή της επιφέρει διακοπή της παραγραφής μόνο ως προς το μέρος αυτό για το οποίο δημιουργείται, αντιστοίχως, εκκρεμοδικία κατά την έννοια των άρθρων 221 και 222 ΚΠολΔ[96].

Για το υπόλοιπο μη επίδικο μέρος της αξίωσης εξακολουθεί η διαδρομή του χρόνου της παραγραφής.

Η άποψη, όμως, αυτή δείχνει να μη λαμβάνει υπόψη ότι, κατά τη θεωρία και τη σχετική επ’ αυτού νομολογία[97], κάθε ζημία που προκύπτει από μία αδικοπραξία, αποτελεί μία ενότητα, ένα ενιαίο σύνολο και όχι άθροισμα αυτοτελών κατ’ ιδία ζημιών. Δηλαδή ότι η αξίωση είναι μία[98].

Επίσης, ότι με την τελεσίδικη απόφαση, δεν αναγνωρίζεται μόνον η επί μέρους ζημία, αλλά κυρίως η έννομη σχέση της αδικοπραξίας[99].

Εξάλλου, όπως νομολογείται σχετικά, δεν έχει νομική αξία η διατυπούμενη στην αγωγή επιφύλαξη για μελλοντικές αξιώσεις.[100]

Ειδικά, στην περίπτωση που η αγωγή απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους μη ουσιαστικούς (αοριστία, απαράδεκτο, έλλειψη δικονομικών προϋποθέσεων) τότε η νέα παραγραφή αρχίζει να υπολογίζεται με την συμπλήρωση εξαμήνου από την τελεσιδικία της αποφάσεως[101] και τούτο, διότι με την ΑΚ 263 ορίζεται ότι αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή.

Με την έκφραση που χρησιμοποιείται στο νόμο «επανέγερση της αγωγής», νοείται η άσκηση της αγωγής από τον ίδιο ενάγοντα κατά του ιδίου εναγομένου, που βασίζεται στην ίδια ιστορική και νομική βάση, με την απορριφθείσα, για τυπικούς λόγους, αγωγή.[102]

Δηλαδή να μην αποφάνθηκε το δικάσαν δικαστήριο αν υφίσταται ή όχι η επίδικη αξίωση και η νέα αγωγή να στηρίζεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία με εκείνη.[103]

Σημειώνεται ότι κατ’ άρθρο 93 Ν. 2362/95 «περί δημοσίου λογιστικού» που αντικατέστησε το Ν.Δ. 321/69, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, διακόπτεται για τους σ’ αυτό αναφερόμενους περιοριστικούς όρους, μεταξύ των οποίων η υποβολή της υπόθεσης στο Δικαστήριο[104] δηλαδή με την άσκηση αγωγής, οπότε η νέα παραγραφή κατά την ίδια διάταξη, αρχίζει από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου[105].

Ειδικά γίνεται δεκτό[106] ότι η παραγραφή διακόπτεται και με την υποβολή αιτήσεως για την πληρωμή των απαιτήσεων.

3. Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ ΩΣ ΔΙΑΚΟΠΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ

α. Όπως προαναφέρεται, η προθεσμία προς άσκηση της εφέσεως δεν επηρεάζει τη συμπλήρωση της παραγραφής.[107]

Συνεπώς, μετά τη συμπλήρωση της διετίας (παρ. 2 ν.489/1976), παραδεκτώς ο εναγόμενος ασφαλιστής προτείνει στο Εφετείο, κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ, την ένσταση της «εν επιδικία» παραγραφής.[108]

Στην πράξη, όμως, είναι σύνηθες το γεγονός, μετά την έκδοση οριστικής, για την αποζημίωση, απόφασης, ο ασφαλιστής που ενημερώνεται σχετικά να προβαίνει (πριν την συμπλήρωση της παραγραφής)  σε πρόταση συμβιβασμού της υπόθεσης με την καταβολή είτε μέρους της επιδικασθείσας απαίτησης, είτε μέρους του κονδυλίου των τόκων που επιδικάστηκε σε βάρος του.

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο ενάγων παραδεκτά προτείνει την αντένσταση διακοπής της παραγραφής, προκειμένου να αντικρουστεί ως αβάσιμη η ένσταση του ασφαλιστή προτείνοντας και αποδεικνύοντας τον εν λόγω διακοπτικό της παραγραφής ισχυρισμό.[109]

β. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 260 ΑΚ, προβλέπεται ως διακοπτικός της παραγραφής λόγος ή με οποιοδήποτε τρόπο αναγνώριση από τον οφειλέτη, της κατ’ αυτού αξίωσης του δανειστή.

Από τη διάταξη αυτή, σαφώς συνάγεται ότι, αρκεί για τη διακοπή της παραγραφής και η προφορική ακόμη αναγνώριση, ως και κάθε άλλη ενέργεια του οφειλέτη έναντι του δανειστή, που μαρτυρεί, κατ’ αντικειμενική κρίση, ότι ο οφειλέτης ευρισκόμενος σε πλήρη επίγνωση της αξίωσης του δανειστή αναγνωρίζει και αποδέχεται ότι υπάρχει και, συνεπώς, ότι δεν είναι αναγκαία η άσκηση της αντίστοιχης αγωγής.[110]

Ειδικά, ο όρος «αναγνώριση» της ως άνω διατάξεως, δεν αναφέρεται ως γενεσιουργός λόγος ενοχής, γι’ αυτό και η σχετική δήλωση δεν απαιτείται να υποβληθεί σε έγγραφο ή άλλο τύπο και να φέρει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, αλλά αρκεί οποιαδήποτε συμπεριφορά του υπόχρεου έναντι του δανειστή, από την οποία να προκύπτει ότι αυτός, γνωρίζοντας την κατ’ αυτού αξίωση του δικαιούχου, θεωρεί αυτήν ως υφιστάμενη.[111]

Η δε έχουσα τα ανωτέρω στοιχεία συμπεριφορά, πρέπει να αποδεικνύεται πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής, έναντι του δανειστή.[112]

Συνεπώς, εφόσον η δήλωση για αναγνώριση της αξίωσης δεν έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, δεν υποβάλλεται σε οποιοδήποτε έγγραφο ή άλλο τύπο[113] αρκεί και η προφορική αναγνώριση[114].

Εξάλλου, λόγω του χαρακτήρα της, δηλαδή ως μονομερής άτυπη δήλωση του οφειλέτη, αρκεί η αναγνώριση να έγινε με σκοπό να αναληφθεί η υποχρέωση[115].

Νομολογείται[116] ότι η αναγνώριση μέρους του χρέους, διακόπτει την παραγραφή για το σύνολο της οφειλής.

Σχετικά θα πρέπει να αναφερθεί ότι, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 89 παρ. 4 του Ν. 2362/1995 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού», η αναγνώριση της αξίωσης από το Δημόσιο περιλαμβάνεται στους λόγους διακοπής της παραγραφής, κατά την ΑΚ 260.

Από τα παραπάνω, συνάγεται σαφώς ότι παραδεκτά προτείνεται από τον ενάγοντα-δικαιούχο της αξίωσης η αντένσταση διακοπής της παραγραφής, που βασίζεται στον ισχυρισμό της εκ μέρους του υπόχρεου αναγνώρισης της αξίωσής του.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα διακοπής της παραγραφής αποτελεί η εκ μέρους της ασφαλιστικής εταιρείας αναγνώριση της αξίωσης του παθόντα, με δηλώσεις εξώδικης επίλυσης της διαφοράς που προκύπτει συγκεκριμένα με την προς τούτο προσφορά συγκεκριμένων ποσών αποζημίωσης του παθόντα.

Σχετικά κρίθηκε[117] ότι η παραγραφή διακόπηκε με την αναγνώριση της αξίωσης εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχείρησης, όπως προκύπτει από τις διαβεβαιώσεις, μέσω των νομίμων εκπροσώπων της, να αποζημιώσει τον παθόντα μετά την τελεσίδικη κρίση, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών.

Τέλος, για να είναι παραδεκτή, ως ορισμένη η αντένσταση της λόγω αναγνώρισης της αξίωσης διακοπής της παραγραφής, θα πρέπει κατ΄ άρθρο 262 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 260 ΑΚ να αναφέρει, αφενός, το χρόνο της επικαλούμενης αναγνώρισης και, αφετέρου, ότι έλαβε χώρα πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής.[118]

Η δε απόδειξη από τον προτείνοντα την αντένσταση της θεμελιωτικής της διακοπής πράξης, συνεπάγεται, ως αποτέλεσμα, την απόρριψη της προβαλλόμενης κατά της αξίωσής του ένστασης παραγραφής, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης.

γ) ΔΙΑΚΟΠΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ ΑΠΟ ΗΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Ειδικά, γίνεται δεκτό[119] ότι διακόπτει την παραγραφή και η κατά την ποινική διαδικασία γενόμενη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ήτοι η εισαγωγή της απαιτήσεως αυτής, ως πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου κατά οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας.

Επισημαίνεται ότι ο εν λόγω ισχυρισμός περί διακοπής της αρξάμενης παραγραφής της λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης χρηματικής αξίωσης, με τη δήλωση παράστασης ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της ποινικής, για το ατύχημα, υποθέσεως, θα πρέπει να υποβάλλεται παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και τούτο, διότι πρόκειται για αυτοτελή ισχυρισμό που τείνει στη θεμελίωση της κατ’ άρθρο 261 ΑΚ αντενστάσεως που στηρίζει την αγωγή και που αποκρούει την προβληθείσα ένσταση παραγραφής της αξίωσης.

Συνεπώς, στην περίπτωση που προταθεί, το πρώτο, στο δεύτερο βαθμό χωρίς τις προϋποθέσεις των άρθρων 527 περ. 3 και 269 ΚΠολΔ, τότε είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως.[120]  

Αξίζει να επισημανθεί ότι το πολιτικό δικαστήριο δεσμεύεται από το δεδικασμένο της απόφασης του ποινικού δικαστηρίου, μόνο στην περίπτωση που ασκήθηκε πολιτική αγωγή και αποφάνθηκε επ’ αυτής.[121]

4. ΕΠΙΜΗΚΥΝΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΩΣ ΑΝΤΕΝΣΤΑΣΗ

Σύμφωνα με το άρθρο 7 του Ν. ΓπΝ/1911, η αγωγή αποζημίωσης παραγράφεται αν δεν ασκηθεί μέσα σε δύο (2) έτη από την ημέρα του ατυχήματος.

Εξάλλου, κατά το άρθρο 937 παρ. 1 ΑΚ, η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται ύστερα από πέντε (5) έτη, αφότου ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου σε αποζημίωση και, σε κάθε περίπτωση, ύστερη από την πάροδο είκοσι (20) ετών.

Επισημαίνεται ότι στην τελευταία αυτή περίπτωση, δηλαδή εάν ένα από τα παραπάνω στοιχεία (γνώση της ζημίας και του υπόχρεου σε αποζημίωση) δεν είναι γνωστά, η αξίωση παραγράφεται μετά είκοσι έτη, που αρχίζουν όχι από τη γνώση της ζημίας και του υπόχρεου σε αποζημίωση, αλλά από την τέλεση της αδικοπραξίας.

Παρεμπιπτόντως, επισημαίνεται ότι το βάρος απόδειξης ότι ο δικαιούχος της αποζημίωσης γνώριζε από ορισμένο χρονικό σημείο, τη ζημία και τον υπόχρεο προς αποζημίωση, φέρει αυτός που επικαλείται την παραγραφή της αξιώσεως, δηλαδή ο εναγόμενος, ο δε ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η ζημία δεν ήταν προβλεπτή, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση και όχι αντένσταση κατά της ενστάσεως παραγραφής[122].

Περαιτέρω, το άρθρο 10 παρ. 2 Ν.489/1976, όπως ίσχυε μέχρι την τροποποίησή του με το άρθρο 7 Ν.3557/2007 (14-5-2007) όριζε ότι η αξίωση του ζημιωθέντος προσώπου κατά του ασφαλιστή από την ασφαλιστική σύμβαση και μέχρι το ποσό αυτής παραγράφεται μετά πάροδο δύο (2) ετών από του ατυχήματος, επιφυλασσομένων των κείμενων διατάξεων για την αναστολή και διακοπή της παραγραφής.

Επιπρόσθετα, από τη διάταξη του άρθρου 268 παρ. 1 ΑΚ, προκύπτει ότι κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό, παραγράφεται μετά είκοσι (20) έτη και αν ακόμη η αξίωση αυτή καθαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή.

Από τη διάταξη αυτή, συνάγεται ότι η, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 7 ν. ΓπΝ/1911, 937 ΑΚ και 10 παρ. 2 Ν.489/1976, διετής και πενταετής παραγραφή, της αξίωσης κατά των υπόχρεων προς αποζημίωση προσώπων, για καταβολή αποζημίωσης για αστική ευθύνη για αυτοκινητιστικά ατυχήματα, αν αναγνωριστεί με τελεσίδικη απόφαση, η έννομη σχέση, από την οποία απορρέει η επιδίκαση της αποζημίωσης αυτής, τότε επέρχεται επιμήκυνση της κατά τα ανωτέρω διετούς και πενταετούς παραγραφής σε εικοσαετή και για τις μη παραγραφείσες κατά την επέλευση της τελεσιδικίας, μελλοντικές, σε σχέση με τις επιδικασθείσες αξιώσεις, που τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με το περιστατικό.

Και αυτό, γιατί όπως γίνεται δεκτό[123] και για το μέρος αυτό της αξίωσης, καίτοι δεν περιέχεται στην τελεσίδικη απόφαση αναγνωριστική διάταξη, θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί (εμμέσως) στην περίπτωση αυτή, με την παρεμπίπτουσα δικαστική κρίση, η οποία ήταν αναγκαία για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημιώσεως του παθόντος γενικώς για κάθε ζημία από την αδικοπραξία.

Η, κατ’ άρθρο 268 παρ. 1 ΑΚ, επιμήκυνση όμως της παραγραφής, προϋποθέτει, όπως νομολογείται σχετικά, την ύπαρξη αξιώσεως, που δεν έχει υποκύψει στη μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα παραγραφή, δεδομένου ότι η τελεσίδικη επιδίκαση της επίδικης τότε αξιώσεως, δεν επιφέρει αναβίωση της αξιώσεως και κατά το μέρος που δεν έχει ασκηθεί, καθόσον έχει αποσβεσθεί λόγω παραγραφής, στην περίπτωση όμως που διέδραμε χωρίς διακοπή κατ’ άρθρον 261 ΑΚ.

Είναι, συνεπώς, πρόδηλο ότι, κατά την πρόταση, κατ’ αντένσταση του ισχυρισμού περί επιμήκυνσης σε εικοσαετή, της αρχικής βραχυχρόνιας παραγραφής, εκτός της μνείας της τελεσίδικης επιδίκασης της επίδικης (αρχικής) αξίωσης, θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στο ζήτημα της, κατ’ άρθρο 261 ΑΚ, διακοπής της παραγραφής.

Πιο αναλυτικά, αν η βραχυχρόνια παραγραφή (διετής, πενταετής) διακόπηκε με την άσκηση αγωγής (αρχικής) και, στη συνέχεια, διακόπτονταν με διαδικαστικές πράξεις έως την τελεσιδικία, χωρίς να μεσολαβήσει διάστημα μεγαλύτερο της προβλεπόμενης παραγραφής, η τελεσίδικη απόφαση δεν απαιτείται να έχει εκδοθεί εντός της διετίας ή πενταετίας, αλλά εντός του χρόνου που διέδραμε με την κατ’ άρθρον 261 ΑΚ διακοπή της παραγραφής[124].

Σχετικά επισημαίνεται ότι, όπως νομολογείται[125], κατά την έννοια του άρθρου 261 εδ. α΄ ΑΚ, σε περίπτωση ασκήσεως της αγωγής για μέρος της αποζημιώσεως, η επίδοσή της διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό ως προς το οποίο αντιστοίχως δημιουργείται εκκρεμοδικία.

Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, αν π.χ. ασκηθεί αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, μόνο η ζημία αυτή κατάγεται σε δικαστική κρίση και μόνο ως προς αυτήν διακόπτεται η παραγραφή της αξίωσης.

Ως εκ τούτου, αν ασκηθεί μεταγενέστερα αγωγή για διαφυγόντα κέρδη που μπορούσαν εξαρχής να προβλεφθούν, δεν ισχύει η διακοπτική ενέργεια της πρώτης αγωγής, διότι η ζητούμενη, με τη δεύτερη αγωγή, αποζημίωση είναι διάφορη απαίτηση, για άλλο μέρος της ζημίας του παθόντος, εκτός εκείνου που είχε καταταχθεί με την πρώτη αγωγή.

Έτσι, αν από το χρόνο του ατυχήματος (άρθρο 7 ν. ΓπΝ/1911, 10 παρ. 2 Ν.489/1976) ή από της γνώσεως (937 ΑΚ) των επιζήμιων συνεπειών της αδικοπραξίας, διέδραμε ο προβλεπόμενος με τις διατάξεις αυτές χρόνος, η αξίωση αποζημιώσεως που κατάγεται με τη δεύτερη αγωγή που ασκείται στη συνέχεια, έχει πλέον υποκύψει στην προβλεπόμενη παραγραφή[126].

Όμως, η άποψη αυτή δείχνει να παραβλέπει τα εξής ζητήματα:

Κατά την πάγια θέση της θεωρίας, αλλά και της νομολογίας[127], η βλάβη η οποία γεννιέται από μία αδικοπραξία, αντιμετωπίζεται όχι ως άθροισμα αυτοτελών χωριστών βλαβών, αλλ’ ως μια ενότητα.

Με την έννοια δε που δίνεται κατ’ άρθρον 247 ΑΚ, η αξίωση εκφράζει την έννομη σχέση, η οποία συνδέει δύο πρόσωπα αναφορικά με ορισμένη παροχή[128].

Συνεπώς και με το δεδομένο ότι η παραγραφή αποσβήνει την αξίωση και το δικαίωμα που τη στηρίζει, η άποψη ότι το δεδικασμένο δεν εξοβελίζει το δικαίωμα προβολής της παραγραφής, προς απόκρουση της αξίωσης κατά το μη προβληθέν με την αρχική αγωγή μέρος της, θεωρώ ότι δεν είναι και η ορθή.

Γίνεται δε παγίως δεκτό[129] ότι η ΑΚ 268 εδ. α΄ εφαρμόζεται και στην κατ’ άρθρον 10 παρ. 2 Ν.489/76 παραγραφή.

Άλλωστε, για την επιμήκυνση, κατ’ άρθρο 268 αρ. 1 ΑΚ της παραγραφής, αρκεί η βεβαίωση της έννομης σχέσης, από την οποία απορρέει η προς αποζημίωση ευθύνη[130].

Επομένως και σύμφωνα με τα παραπάνω, ο παθών αντικρούοντας την ένσταση παραγραφής των μεταγενέστερων αξιώσεών του, πρέπει απαραιτήτως να προτείνει κατ’ αντένσταση τον ισχυρισμό περί επιμήκυνσης σε εικοσαετή της βραχυχρόνιας διετούς ή πενταετούς παραγραφής, κατ’ άρθρο 268 εδ. α  ΑΚ.

Παρατηρείται ότι, όπως γίνεται δεκτό, η αποζημίωση για στέρηση διαφυγόντος εισοδήματος, δεν αποτελεί περιοδική παροχή κατά την έννοια της ΑΚ 250 αρ. 17 και 268 εδ. β  ΑΚ.

Το ίδιο ισχύει για την αποζημίωση λόγω δαπανών ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως και λήψης βελτιωμένης τροφής. Και για τις αξιώσεις αυτές εφαρμόζεται η ΑΚ 268 εδ.  α, με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου[131].

5. ΠΡΟΒΛΕΠΤΗ ΚΑΙ ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΗ ΖΗΜΙΑ

Από τις διατάξεις των άρθρων 7 Ν. ΓπΝ/1911, 10 παρ. 2 Ν.489/76 και 937 παρ.1 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 247 και 251 ΑΚ, προκύπτει ότι η αξίωση αποζημιώσεως από αδικοπραξία, γεννάται από τότε που επήλθε το ατύχημα (ν.ΓπΝ/1911, άρθρο 10 παρ. 2 ν.489/76) ή η γνώση της ζημίας και του υπόχρεου σε αποζημίωση (ΑΚ 937) και ότι, σε περίπτωση εξακολουθητικής ζημίας, δεν αναγεννάται και η αξίωση αποζημιώσεως εξακολουθητικά, αλλ’ εξαρχής, γενικά για την όλη ζημία[132], συμπεριλαμβανομένης και εκείνης που είναι μέλλουσα και μπορεί, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να προβλεφθεί.

Έτσι, ο χρόνος της παραγραφής τρέχει και καταλαμβάνει όλες τις μερικότερες ζημίες του παθόντος, δηλαδή εκείνες που έχουν επέλθει ή μέλλουν να επέλθουν εκτός από εκείνες που δεν είναι προβλεπτή η επέλευσή τους, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων[133].

Όπως έχει επισημανθεί, παγίως γίνεται δεκτό[134] ότι η αποζημίωση για στέρηση εισοδήματος για δαπάνες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, για λήψη βελτιωμένης τροφής, για αποζημίωση λόγω στερήσεως εισοδήματος εξαιτίας ανικανότητας εργασίας και για στέρηση διατροφής από τη θανάτωση του υπόχρεου, δεν αποτελούν περιοδικές παροχές[135].

Συνεπώς, μόνο αν η σχετική αξίωση βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση, σ’ αυτήν την περίπτωση, παραγράφεται μετά από μια εικοσαετία λόγω εφαρμογής του εδ.α΄ και όχι β΄ του άρθρου 268 ΑΚ.[136]

Η αδιάκριτη όμως παραδοχή της θέσης αυτής για κάθε μελλοντική ζημία, ανεξάρτητα αν αυτή είναι προβλεπτή ή απρόβλεπτη, μπορεί να οδηγήσει σε άδικο αποτέλεσμα, στην περίπτωση απρόβλεπτης ζημίας[137].

Και τούτο, διότι με την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα, στην περίπτωση που εμφανίζεται μεταγενέστερα απρόβλεπτη από την αρχή ζημία, θα έχει συμπληρωθεί η παραγραφή.

Γι’αυτό, για εκείνες τις μεταγενέστερες συνέπειες που δεν μπορούσαν από την αρχή να προβλεφθούν, κατά τους κοινούς κανόνες και μάλιστα της ιατρικής επιστήμης, τότε για τις αντίστοιχες αξιώσεις, ισχύει χωριστή νέα ιδιαίτερη παραγραφή που αρχίζει από τότε που ο παθών έλαβε γνώση των νέων δυσμενών συνεπειών και της αιτιώδους συνάφειας με την αδικοπραξία ή στην περίπτωση επαναλαμβανομένων περιοδικά παροχών, με την επαναφορά του κανόνα της ΑΚ 250 αρ. 17. [138]

Ειδικά το προβλεπτό των μεταγενέστερων δυσμενών συνεπειών, σε περίπτωση σωματικής βλάβης, λείπει όταν απροσδόκητα από μια ελαφρά σωματική βλάβη επέρχονται βαριές συνέπειες και από μια φαινομενικά προσωρινή ασθένεια επέρχεται χρόνια πάθηση[139].

Με βάση τα παραπάνω, στην περίπτωση που από τη ζημιογόνα πράξη προκύπτει και δυσμενής συνέπεια, που ήταν απρόβλεπτη, τότε για την αξίωση που απορρέει απ’ αυτή, αρχίζει νέα παραγραφή, ο δε σχετικά προβαλλόμενος ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η δυσμενής συνέπεια ήταν από την αρχή απρόβλεπτη, δεν αποτελεί αντένσταση, αλλά άρνηση της ενστάσεως παραγραφής και, συνεπώς, ο ενάγων δεν φέρει το βάρος να αποδείξει ότι η ζημία του ήταν απρόβλεπτη, αλλά ο εναγόμενος, ως ενιστάμενος, που προτείνει την ένσταση παραγραφής, φέρει και το βάρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει (338 ΚΠολΔ), ότι η ζημία ήταν από την αρχή προβλεπτή, διότι αυτό είναι το περιεχόμενο της ένστασής του[140].

Σημειώνεται ότι η κρίση, ως προς το προβλεπτό της ζημίας που προκύπτει από τις αποδείξεις ή τα εκτιθέμενα στην αγωγή αποζημίωσης, δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, διότι αφορά εκτίμηση πραγματικών γεγονότων.

6. Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ

Όπως γίνεται δεκτό[141], δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση της αξιώσεως για αποζημίωση, η περίπτωση κατά την οποία η αγωγή ασκείται ελάχιστο χρόνο πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής.

Ειδικά, συνιστά κατάχρηση δικαιώματος η περίπτωση, κατά την οποία ο υπόχρεος απέτρεψε μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής (ΑΚ 255 εδ. β), με δόλο, το δικαιούχο να ασκήσει την αξίωσή του.

Εξάλλου, η έναρξη διαπραγματεύσεων προς συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς από μόνη της δεν μπορεί, άνευ ετέρου, να θεμελιώσει καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος, ούτε άλλωστε και λόγο αναστολής της παραγραφής.

ΙΙΙ. ΑΣΚΗΣΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ

Κατά την ΑΚ 247, σε παραγραφή υπόκειται η αξίωση, δηλαδή το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον μία πράξη ή παράλειψη που, κατ’ άρθρο 914 ΑΚ, αφορά συγκεκριμένα την αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία.

Η αναγνωριστική, επομένως, αγωγή, με την οποία δεν ασκείται αξίωση, δεν υπόκειται αυτή καθ’ εαυτή σε παραγραφή.

Όταν, όμως, έχει παραγραφεί η αξίωση, την οποία προπαρασκευάζει, εκλείπει πλέον το έννομο συμφέρον για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής και για το λόγο αυτό απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

Αντίθετα, στην περίπτωση που ασκείται αναγνωριστική αγωγή, για την οποία δεν υπάρχει αντίστοιχη αξίωση υποκείμενη σε παραγραφή, τότε δεν εκλείπει το έννομο συμφέρον για την άσκησή της[142].

Ειδικά, από τη διάταξη του άρθρου 70 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή.

Κατά δε την έννοια της διατάξεως αυτής, έννομο συμφέρον για την άσκηση της αναγνωριστικής αγωγής συντρέχει όταν η αιτούμενη διάγνωση είναι το κατάλληλο μέσο, με το οποίο θα αρθεί η αβεβαιότητα που υπάρχει στις σχέσεις των διαδίκων και θα αποτραπεί η βλάβη που απειλείται κατά του  ενάγοντος.[143]

Επειδή κατ’ άρθρο 10 ν. 489/76 η παραγραφή της σχετικής αξίωσης κατά του ασφαλιστή αρχίζει από την ημέρα (επόμενη) του ατυχήματος για κάθε προβλεπτή μελλοντική ζημία του παθόντος τρίτου.

Ενόψει δε τούτου και προς αποφυγή συμπλήρωσης της παραγραφής ως προς τις προβλέψιμες, εξαρχής, μελλοντικές αξιώσεις και, μάλιστα, γι’ αυτές που η αποζημίωση συνίσταται σε περιοδικά επαναλαμβανόμενες παροχές, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, επιβάλλεται να ασκείται αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση της υποχρεώσεως προς αποζημίωση, δηλαδή για τις προβλεπτές μεταγενέστερες δυσμενείς συνέπειες προς κτήση εισοδήματος, δεδομένου ότι δεν αποτελεί αξίωση περιοδικών παροχών.[144]

Όπως δε γίνεται δεκτό[145] στην κατ’ άρθρο 70 ΚΠολΔ αναγνωριστική αγωγή, δεν αποτελεί στοιχείο ως προς το ορισμένο της αγωγής η αναφορά σε συγκεκριμένο ποσό αποζημίωσης[146].

Επιπρόσθετα, γίνεται παγίως δεκτό[147] ότι ο χρόνος της παραγραφής τρέχει και καταλαμβάνει όλες τις μερικότερες ζημίες του παθόντος, δηλαδή εκείνες που έχουν επέλθει ή μέλλει να επέλθουν εκτός από εκείνες που δεν είναι προβλεπτή η επέλευσή τους κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων.

Συνεπώς, το γεγονός ότι ο παθών δεν μπορεί ακόμη να προσδιορίσει ακριβώς το μέγεθος της ζημίας του δεν εμποδίζει την έναρξη της παραγραφής.

Για το λόγο αυτό, και προκειμένου να αποτραπεί η παραγραφή της αξίωσης και, μάλιστα, στις περιπτώσεις εξαρχής βαριάς αναπηρίας και ανικανότητας προς εργασία, καθώς και στις περιπτώσεις θανάτου του υπόχρεου διατροφής, θα πρέπει να ασκείται, εντός του χρόνου της κατά περίπτωση παραγραφής, αναγνωριστική σχετικά αγωγή.

Δηλαδή παρέχεται η δυνατότητα επιδίωξης, εξαρχής, μέλλουσας ζημίας ακόμη και αν δεν έχει επέλθει και, συνεπώς, δεν έχει πληρωθεί ο όρος του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου.

Σαφέστερα, κατά την έννοια της ΑΚ 937, εφόσον η αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία είναι και δικαστικώς επιδιώξιμη, αρχίζει η διαδρομή του χρόνου παραγραφής που ορίζεται σε πέντε έτη, από τότε που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας που για την έναρξη της παραγραφής νοείται η έναρξη των επιζήμιων συνεπειών της πράξεως, όχι όμως και η γνώση της εκτάσεως της ζημίας ή του ποσού της αποζημίωσης.

Βέβαια, μία τέτοια αδυναμία προσδιορισμού ενδεχομένως να δυσχεραίνει την άσκηση καταψηφιστικής αγωγής.

Στην περίπτωση αυτή, επιβάλλεται η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής.

Συνεπώς, θεωρείται ότι υπάρχει γνώση, εφόσον ο ζημιωθείς δύναται να ασκήσει τουλάχιστον αναγνωριστική αγωγή, γεγονός που δεν εμποδίζει την έναρξη της παραγραφής.

Τούτο, όμως, ισχύει για εκείνες τις επιζήμιες συνέπειες που μπορούν κατά την αντίληψη των συναλλαγών να προβλεφθούν, ενώ όταν από τη ζημιογόνα πράξη προκύπτει δυσμενής συνέπεια που ήταν εξαρχής απρόβλεπτη για τη σχετική αξίωση, αρχίζει νέα χωριστή παραγραφή.

Όπως έχει προαναφερθεί (παρ. «προβλεπτή και απρόβλεπτη ζημία»), ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η δυσμενής συνέπεια ήταν από την αρχή απρόβλεπτη, δεν αποτελεί αντένσταση, αλλά άρνηση της ενστάσεως παραγραφής.

Έτσι, ο ενάγων δεν έχει το βάρος να επικαλεσθεί το χαρακτηρισμό της ζημίας ως απρόβλεπτης, αλλά ο εναγόμενος, ως ενιστάμενος, έχει το βάρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι η ζημία ήταν από την αρχή προβλεπτή, διότι αυτό είναι το περιεχόμενο της ενστάσεώς του[148].

Η δυνατότητα άσκησης αναγνωριστικής αγωγής, ως διέξοδος κατά της ενστάσεως παραγραφής στις περιπτώσεις της προβλέψιμης εξαρχής ζημίας, θα μπορούσε να περιοριστεί σημαντικά, ενόψει και της καταφανούς δυσχέρειας προσδιορισμού μελλοντικής ζημίας, αν η νομολογία για την επιμήκυνση σε εικοσαετή, κατ’ άρθρον 268 εδ. α  ΑΚ, του χρόνου της παραγραφής, ακολουθούσε την ορθή, κατά τη γνώμη μου, άποψη, ότι η με τελεσίδικη δικαστική απόφαση αναγνώριση της αξίωσης (ως «ενότητας») αφορά το σύνολο της αξίωσης και της έννομης σχέσης της αδικοπραξίας[149], με συνέπεια την επιμήκυνση της παραγραφής, λόγω της τελεσίδικης βεβαίωσης του γενικού δικαιώματος («αξίωση») για αποζημίωση, και όχι την (αντιφατικά) ακολουθούμενη σχετικά με τη νομολογία άποψη, ότι δηλαδή η επιμήκυνση του χρόνου της παραγραφής κατά τους όρους της διατάξεως του άρθρου 268 εδ. α  ΑΚ «προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη αξιώσεως (…) που δεν έχει υποκύψει στη μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή (διετή, πενταετή), δεδομένου ότι η τελεσίδικη επιδίκαση της επίδικης τότε αξιώσεως, δεν επιφέρει αναβίωση της αξιώσεως κατά το μέρος που δεν έχει ασκηθεί και έχει πλέον αποσβεστεί λόγω παραγραφής, η οποία διέδραμε χωρίς διακοπή κατά την ΑΚ 261».[150]

Άλλωστε και η διάκριση μεταξύ προβλεπτών και απρόβλεπτων επιζήμιων συνεπειών, αφορά μία και την αυτή αδικοπραξία, όπως και η αξίωση είναι μία, με το δεδομένο ότι η αβεβαιότητα ως προς το ακριβές μέγεθος ή την πλήρη έκταση της ζημίας (ως ενότητας), δεν αποκλείει την έναρξη της παραγραφής της καθόλου αξιώσεως.

Είναι, συνεπώς, προφανές ότι η λύση που δίνεται σχετικά με την εφαρμογή της Α.Κ. 268 εδ. α από την νομολογία, παραβλέπει το ότι κάθε ζημία που προκύπτει από την αδικοπραξία, ανεξάρτητα από το χρόνο εμφάνισής της, αποτελεί μία ενότητα, ένα ενιαίο σύνολο και άθροισμα αυτοτελών ζημιών και, συνεπώς, η αξίωση (που υπόκειται σε παραγραφή) είναι μία, ως ενιαίο δικαίωμα αποζημίωσης, γεγονός που, άλλωστε, παρέχει και τη δυνατότητα άσκησης αναγνωριστικής αγωγής, στην περίπτωση που υφίσταται αδυναμία προσδιορισμού της έκτασης της ζημίας (αξίωσης).

ΙV. Η ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ 938 ΑΚ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ

Η εν λόγω διάταξη απασχολεί την εισήγηση, διότι στην πράξη εμφανίζονται περιπτώσεις, με τις οποίες επιχειρείται να ασκηθεί η αξίωση αποζημιώσεως με τη βοήθεια της  κατ’ άρθρο 938 ΑΚ αγωγής, προκειμένου να αποτραπούν οι δυσμενείς συνέπειες της παραγραφής, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις.

Και τούτο, διότι με την εν λόγω διάταξη, η παραγραφή της αξίωσης είναι εικοσαετής ως στηριζόμενη στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό που αρχίζει αφότου ο αδικοπραγήσας απέκτησε την ωφέλεια και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της[151].

Η διάταξη όμως αυτή δεν επιμηκύνει την κατ’ άρθρο 937 ΑΚ πενταετή παραγραφή. Και τούτο διότι αφορά αποκλειστικά και μόνο εκείνες τις περιπτώσεις που η αδικοπραξία επιφέρει όχι μόνο βλάβη στον παθόντα, αλλά και ωφέλεια στον αδικοπραγήσαντα (π.χ. κλοπή), στην επιστροφή της οποίας και στοχεύει.

Συνεπώς, αποβλέπει μόνο στην απόδοση στον αδικηθέντα από τον αδικήσαντα της ωφέλειας που αποκόμισε από την αδικοπραξία[152].

Παρεμπιπτόντως, επισημαίνεται ότι δεν περιλαμβάνει την ωφέλεια που αποκομίζεται από την παραγραφή της αδικοπραξίας, διότι η παραγραφή αποτελεί νόμιμη αιτία πλουτισμού[153].

V. Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Η απόρριψη της αγωγής ως παραγεγραμμένης έχει διαφορετικό αποτέλεσμα από την ουσιαστική απόρριψη της αγωγής. Τούτο, διότι στην πρώτη περίπτωση παραμένει μετά την παραγραφή ατελής η φυσική ενοχή, η οποία ενεργεί στις περιπτώσεις των άρθρων 272, 276, 443 ΑΚ, που όμως δεν συμβαίνει στη δεύτερη περίπτωση της ουσιαστικής απόρριψης της αγωγής[154].

VI. Η ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΤΟΚΩΝ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ

Κατά το άρθρο 250 αριθ. 15 ΑΚ, σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις των τόκων, κατά δε το άρθρο 251 ΑΚ, η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 253 ΑΚ, η παραγραφή των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 250 ΑΚ αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής που ορίζεται στα προηγούμενα άρθρα.

Από τις παραπάνω διατάξεις, προκύπτει ότι σε πέντε (5) χρόνια παραγράφονται και οι τόκοι της υπερημερίας (οφειλόμενοι από της οχλήσεως 340, 345 ΑΚ), η εν λόγω δε βραχυπρόθεσμη (πενταετής) παραγραφή αρχίζει να τρέχει από την αρχή κάθε επόμενου έτους, εκείνου εντός του οποίου έχουν παραχθεί αυτοί (τόκοι) και κατά το οποίο ο δικαιούχος μπορούσε να εγείρει αγωγή και να τους ζητήσει.

Εξάλλου, κατά το άρθρο 268 ΑΚ, κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι (20) χρόνια και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπάγεται σε συντομότερη παραγραφή.

Αξιώσεις, όμως, παροχών που επαναλαμβάνονται περιοδικά και που βεβαιώθηκαν με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό, ληξιπρόθεσμες στο μέλλον, υπάγονται στη συντομότερη παραγραφή.

Από την παραπάνω διάταξη, προκύπτει ότι κατ’ εξαίρεση του καθιερουμένου στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 268 ΑΚ κανόνα της εικοσαετούς παραγραφής των δια τελεσίδικης αποφάσεως βεβαιωθεισών αξιώσεων, οσάκις πρόκειται περί περιοδικής παροχής, όπως είναι και η περί τόκων παρόμοια, εφόσον κατά την τελεσιδικία της απόφασης που την βεβαιώνει δεν είναι απαιτητή ως καθιστάμενη μεταγενεστέρως ληξιπρόθεσμη, η περί αυτής αξίωση υπόκειται στην από το άρθρο 250 αριθ. 15 ΑΚ προβλεπόμενη βραχυπρόθεσμη παραγραφή, η οποία αρχίζει (άρθ. 253 ΑΚ) μόλις λήξει το έτος εντός του οποίου έγινε απαιτητή[155].

VII. ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ

α. Με τη θέσπιση του Ν.3557/2007, επεκτείνεται χρονικά η προστασία των παθόντων από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα.

Μετά τη γενόμενη τροποποίηση του άρθρου 10 παρ. 2 ν.489/76, η προβλεπόμενη διετής παραγραφή της αξίωσης αποζημίωσης του παθόντος τρίτου κατά του ασφαλιστή, καθώς και κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου (άρθρο 19 παρ. 1 εδ. δ΄ και παρ. 2 ν.489/76), υπόκειται πλέον σε πενταετή παραγραφή. Δηλαδή είναι ισόχρονη με την κατ’ άρθρο 937 παρ. 1 ΑΚ παραγραφή.

Όμως, εξακολουθούν να ισχύουν οι διαφοροποιήσεις ως προς το χρόνο έναρξης τής, κατά περίπτωση, παραγραφής.

Η εν λόγω ρύθμιση (άρθρο 7 ν. 3557/2007) εφαρμόζεται και στις αξιώσεις που γεννήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου (14-5-2007) με την προϋπόθεση ότι δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι τότε η προβλεπόμενη, από την παρ. 2 του προϊσχύσαντος άρθρου 10 του ν.489/1976, διετής παραγραφή.

β. Μετά την επελθούσα με τη γενόμενη με τον Ν.3557/2007 ρύθμιση, με την οποία επιμηκύνθηκε η διετής παραγραφή σε πενταετή, η επιδίωξη προστασίας, κατ’ επέκταση, χρονικά της αξίωσης με τους μηχανισμούς της σωρευτικής αναδοχής χρέους και της πλαγιαστικής αγωγής κατά του ασφαλιστή, περιορίζεται πλέον σημαντικά.

Όμως, με τη λειτουργία της πλαγιαστικής αγωγής μπορεί να επιμηκυνθεί περαιτέρω ο χρόνος τής, κατ’ άρθρο 10 παρ. 2 ν.489/76 (όπως τροποποιήθηκε),  πενταετούς παραγραφής (άρθρο 10 Ν. 2496/1997) κατά τέσσερα (4) έτη από τον χρόνο επίδοσης της βασικής αγωγής.

γ. Η άσκηση αγωγής για μέρος μόνο της αξίωσης για αποζημίωση διακόπτει την παραγραφή με την επίδοσή της, μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται, αντιστοίχως, εκκρεμοδικία, όχι και για άλλες αξιώσεις προς αποζημίωση από την ίδια αιτία που ανάγονται σε μεταγενέστερο χρόνο, έστω και αν, ως προς τις τελευταίες, διατυπώνεται επιφύλαξη για τη δικαστική τους επιδίωξη, καθόσον η εν λόγω επιφύλαξη δεν ασκεί καμία απολύτως έννομη επιρροή στη διαδρομή του χρόνου της παραγραφής[156], διότι, αφότου εκδηλώνεται το ζημιογόνο γεγονός, τρέχει ο χρόνος της παραγραφής για όλες τις ζημίες, επελθούσες και μέλλουσες, εκτός από εκείνες που δεν είναι δυνατή η πρόβλεψή τους κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων[157].

δ. Προς αποφυγή συμπλήρωσης της παραγραφής, αλλά και διακοπής του χρόνου αυτής και όταν ακόμη υπάρχει αδυναμία προσδιορισμού της έκτασης της ζημίας και της αξίωσης αποζημίωσης και, μάλιστα, ως προς τη μέλλουσα ζημία, παρέχεται η δυνατότητα άσκησης αναγνωριστικής, σχετικά, αγωγής.[158]

ε. Για την κατά του Δημοσίου των ν.π.δ.δ. αξίωση δεν εφαρμόζεται η ΑΚ 937, αλλά η ειδική ρύθμιση του άρθρου 90 παρ. 1 ν. 2362/1995 «περί Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού», η οποία ορίζει την παραγραφή σε πέντε (5) έτη, τα οποία αρχίζουν να υπολογίζονται από το τέλος του οικονομικού έτους που γεννήθηκε η αξίωση από το τροχαίο ατύχημα και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της.

στ. Η επιφύλαξη που διατυπώνεται σχετικά με τις μελλοντικές αξιώσεις, δεν εμποδίζει τη διαδρομή του χρόνου της παραγραφής ως στερούμενη νομικής αξίας, καθόσον, κατά την ΑΚ 261, μόνον η άσκηση αγωγής (καταψηφιστικής και αναγνωριστικής) διακόπτει την παραγραφή.

                                                                                    ΙΩΑΝΝΗΣ Η. ΚΛΑΠΠΑΣ

                                                                                               ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

VIII. ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

  1. Φλούδας, Η αστική ευθύνη εξ αυτοκινητικών ατυχημάτων, Εισαγωγή
  2. Κρητικός, εκδ. 2008 παρ. 29, περ. 148 επ.
  3. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές, αρ. 341, Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ, στα άρθρα 272 και 277
  4. Βαθρακοκοίλης στο άρθρο 247 περ. 3, με αναφορά στους Μαριδάκη, Κώνστα
  5. Γεωργιάδης σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, άρθρο 937 περ. 18 επ., με πλήρη αναφορά στη νομολογία,
  6. Κρητικός εκδ. γ΄ περ. 1182 με την εκεί παραπομπή σε θεωρία και νομολογία
  7. ΕφΑθ. 9523/2000 ΕλλΔνη 42, 750
  8. ΑΠ 1560/2007 ΝοΒ 56 (2008) 405
  9. ΑΠ 101/2002 ΕλλΔνη 43.1042
  10. ΑΠ 510/2005 αδημ.
  11. ΕφΑθ 9577/1986, ΕλλΔνη 18.376, ΕφΑθ 7048/1990 ΕλλΔνη 31.1518
  12. Κρητικός, εκδ. 2008, παρ. 29 περ. 163
  13. ΕφΘεσ 796/1992 ΕλλΔνη 1992.1289, Κονδύλης, Το δεδικασμένο, σελ. 459, 461, υποσ. 106
  14. ΑΠ 807/1997 ΕλλΔνη 1998.88, Κρητικός παρ. 23 περ. 32
  15. ΟλΑΠ 33/1988 ΝοΒ 1989.1199, Κρητικός, εκδ. 2008, σ.79 περ. 25
  16. ΑΠ 1153/1998 ΕλλΔνη  39, 1609
  17. Διοικ. Πρωτ. Αθ. 1176/2007, ΝοΒ 56, 50 με αναφορά στις ΣτΕ 2796/2005, ΑΠ 62/1991, ΑΠ 900/1991 και ΕφΑθ. 36/2004
  18. Έτσι ΟλΑΠ 49/1990 ΝοΒ 1991.371
  19. ΑΠ 64/1998 ΝοΒ 47.401
  20. βλ. Ολ.ΑΠ 33/1988 ΕλλΔνη 30.538
  21. ΑΠ. 1153/1998 ΕλλΔνη 39, 1609
  22. ΑΠ 639/70 ΝοΒ 19.45, ΑΠ 72/69 ΝοΒ 18.655, Κρητικός σελ. 181, περ. 44.
  23. ΕφΘεσ 3598/1997 ΕλλΔνη 42, 169 με σημείωση Αθ. Κρητικού, ως προς το πότε επί πλημμελήματος είναι μακρότερη η παραγραφή κατά τον ποινικό νόμο σε σχέση με το αστικό αδίκημα (έννοια άρθρου 937 παρ. 2 ΑΚ)
  24. ΟλΑΠ 21/2003 ΕλλΔνη 44.946
  25. ΕφΙωαν. 137/2006 ΝοΒ 55 (2007) 2329
  26. ΑΠ 277/1999 ΕλλΔνη 1999.1311, Κρητικός εκδ. 2008, παρ. 27 περ. 70 με πλήρη αναφορά στη νομολογία
  27. ΑΠ 233/2007 ΝοΒ 49 (2008) 124
  28. ΑΠ 233/2007 ΝοΒ 49 (2008) 124
  29. ΑΠ 321/1975, ΕφΑθ 2504/1977 ΝοΒ 27.409, Κρητικός ο.π. παρ. 29 περ. 153.
  30. Κρητικός ο.π. παρ. 29 περ. 155, ΑΠ 123/1999 ΕλλΔνη 40 (1999)774
  31. ΕφΑθ 7433/1996 ΕλλΔνη 38.875
  32. ΑΠ 822/2007 ΕλλΔνη 49 (2008),417
  33. ΑΠ 1255/1994 ΕλλΔνη 37(1996),622
  34. Κρητικός παρ. 33 περ. 35, με εκτενή νομολογία.
  35. ΑΠ 258/2002 ΕλλΔνη 44.187
  36. Κρητικός ο.π. παρ. 29 περ. 190, 191, 192, 193, 194.
  37. ΑΠ 1650/2002 ΕλλΔνη 2003, 1213, ΕφΠειρ. 491/2005 Πειρ.Νομ. 27, 294, Κρητικός παρ. 29, περ.173
  38. ΑΠ 603/2006 ΕλλΔνη 49 (2008) 737,
  39. ΕφΑθ 10548/1987 ΕπΣυγκΔ 1989,25, ΕφΑθ. 1796/1986 ΕλλΔνη 27, 669, Κρητικός, Η ασφάλιση της αστικής ευθύνης, περ. 496
  40. ΑΠ 1611/1987 ΕλλΔνη 1988, 1373 ΕφΑθ. 7433/1996 ΕλλΔνη 38,875
  41. Κρητικός παρ. 31, περ. 63
  42. ΑΠ 1650/2002 ΝοΒ 2003, 1213
  43. ΕφΑθ. 7881/2005 ΕλλΔνη 49 (2008) 533
  44. ΑΠ 277/1999 ΕλλΔνη  1999, 1311, ΑΠ 1596/1995 ΕλλΔνη 1997, 169 κ.α.
  45. ΕφΑθ 7172/2001 ΕπΣυγκΔικ 2003.14
  46. ΑΠ 243/2004 ΕλλΔνη 2005.92
  47. Για περισσότερα και ως προς τον τρόπο διατύπωσης του αιτήματος της πλαγιαστικής αγωγής βλ. Κρητικός εκδ. δ΄ παρ. 27 περ. 54,55,56,57,59,60 και 61.
  48. Γιαννακάκις, Η διακοπή της παραγραφής, περ. 45,46,47.
  49. ΟλΑΠ 1143/83 ΝοΒ 32, 673, ΕφΑθ. 6862/2007 ΕλλΔνη 47,920
  50. ΑΠ 53/2002 ΝοΒ 2002, 1703, ΑΠ 128/2002, δημοσ. Νόμος, ΕφΑθ 940/99 ΕλλΔνη 40,183
  51. Έτσι και ΕφΑθ. 9297/98 ΕλλΔνη
  52. ΑΠ 1683/1984 ΕλλΔνη 26,650, ΕφΑθ 1062/1986 ΕλλΔνη 28, 847 Γεωργιάδης-Σταθόπουλος κάτω από το άρθρο 261 αρ. 8 και τις εκεί περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία
  53. ΑΠ 852/2001 ΝοΒ 50.966
  54. Βαθρακοκοίλης, άρθρο 261, παρ. 12
  55. ΟλΑΠ 1143/83 ΝοΒ 32, 673, ΑΠ 1130/96 ΕΕΝ 1998, 263, ΕφΑθ 6862/2007 ΕλλΔνη 49 (2008) 919.
  56. ΕφΑθ 5906/1999 ΕλλΔνη 28,847
  57. βλ. σχετ. ΕφΑθ 1933/2008 ΕλλΔνη 42, 840
  58. ΕφΑθ 9826/1998 (Πρόεδρος Α. Κρητικός) ΕπΣυγκΔικ. 2000,68
  59. ΑΠ 828/2005 ΕλλΔνη 47.105
  60. ΑΠ 277/1999 ΕλλΔνη 1999, 1311, ΑΠ 728/1985 ΝοΒ 34.563, ΕφΠειρ. 374/1986 ΕλλΔνη 1987, 339, Κρητικός παρ. 27, περ. 35 επ. 
  61. Έτσι, ΑΠ 146/2007 ΝοΒ 2008.637
  62. ΑΠ 57/2004 ΕπΣυγκΔ 2004.560
  63. ΑΠ 310/2006 ΕπΣυγκΔ 2006.618
  64. ΑΠ 18/1998 ΝοΒ 47.39
  65. ΕφΑθ 5660/1998 ΝοΒ 47.790
  66. Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 255
  67. ΕφΑθ 2752/1991 ΕλλΔνη 34,98
  68. ΑΠ 53/2002 ΝοΒ 2000, 1703, ΑΠ 128/2002 δημοσ. ΝΟΜΟΣ, 940/1999 ΕλλΔνη 40, 1183
  69. Έτσι και ΕφΑθ 9297/1996 ΕλλΔνη 40, 1982
  70. Γεωργιάδης ΕλλΔνη 32, 489, Γιαννακάκις, η Διακοπή της παραγραφής σελ. 69
  71. ΑΠ 1166/1975 ΝοΒ 24, 429, ΕφΑθ 9297/1998 ο.π.
  72. ΑΠ 300/1993 ΕΕΝ 1994, 214 ΑΠ 723/90 ΔΕΝ 47,846, ΕφΠειρ. 947/83, ΕΕΔ 54, 798, ΕφΑθ 8956/90 ΕλλΔνη 32,829
  73. ΑΠ 559/1966 ΝοΒ 15, 447, ΕφΑθ 2233/1973 ΝοΒ 21, 1214
  74. ΕφΠειρ 82/1988, ΕλλΔνη 30, 1034
  75. ΑΠ 723/1990 ΔΕΝ 47, 580
  76. ΑΠ 1634/1984 ΕλλΔνη 26, 650, ΕφΠειρ 82/1988, ΕλλΔνη 30, 1034
  77. ΕφΑθ 2013/1970 Αρμ. 25, 19
  78. Ολ ΑΠ 1143/1983 ΝοΒ 32, 673, ΑΠ 166/84, ΕλλΔνη  26, 650, ΕφΠειρ. 1062/1986 ΕλλΔνη 28, 487
  79. ΑΠ 1160/1975 ΝοΒ 24, 426
  80. ΑΠ 1160/1975 ο.π. ΕφΑθ 2626/72  ΝοΒ 21, 63
  81. ΑΠ 86/1997 ΕλλΔνη 39, 313, ΑΠ 304/73 ΝοΒ 1973 1150
  82. ΑΠ 683/73, ΝοΒ 22,174, ΕφΑ 2772/91, ΕλλΔνη 34,98
  83. ΑΠ 390/1993 Δίκη 23, 783
  84. ΑΠ 205/72 ΝοΒ 20, 897
  85. ΑΠ 53/96, ΕλλΔνη 39, 542
  86. Έτσι Κρητικός παρ. 25 περ. 41
  87. ΕφΑθ 817/64 ΝοΒ 12, 1090
  88. ΑΠ 299/71 ΔΕΝ 38, 498
  89. ΑΠ 1305/88 ΝοΒ 37, 430, για περισσότερα Βαθρακοκοίλης , άρθρο 261 ΑΚ, παρ. 24.
  90. ΕφΑθ 4835/95 ΕλλΔνη 37.1650
  91. ΕφΑθ 2752/1991, ΕλλΔνη 34,98 με αναφορά στους συγγραφείς και τη νομολογία (ΟλΑΠ 1143/83 ΝοΒ 35, 672, ΑΠ 1111/94 ΕλλΔνη 38, 1131
  92. ΕφΑθ. 5906/1999 ΕλλΔνη 42, 811
  93. ΟλΑΠ 1143/83 ΝοΒ 1984.673
  94. ΟλΑΠ 1143/83 ο.π. ΑΠ 152/84 ΝοΒ 33, 1014, ΕφΑθ 1062/86, ΕλλΔνη 28,847
  95. ΕφΑθ 6862/2007 ΕλλΔνη 49(2008)919
  96. ΟλΑΠ 23/1994 ΕλλΔνη 1995 577, ΟλΑΠ 40/1996, ΕλλΔνη 1996, 1534 ΟλΑΠ 38/1996, ΕλλΔνη 1997, 41, ΑΠ 997/1999 ΕπΣυγκΔ 2001, 573
  97. βλ. παραπάνω υποσημείωση 5, Γεωργιάδης σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, 937 ΑΚ περ. 18, Κρητικός εκδ. γ΄, 1998, παρ. 1182 επ.
  98. βλ. και σχόλια Ο.Ονουφριάδη, ΕπΣυγκΔ 2007.421
  99. ΟλΑΠ 38/1996 ΕλλΔνη 38.41
  100. ΑΠ 123/1999 ΕλλΔνη 640 (1999) 774
  101. Κρητικός, παρ. 23, περ. 45 , ΑΠ 1137/2000 ΕλλΔνη 42,1341
  102. ΑΠ 1267/1995 ΕλλΔνη 38, 838 ΑΠ 997/1999 ΕλλΔνη 40, 1745
  103. ΑΠ 1137/2000 ΕλλΔνη 42, 1341
  104. ΟλΑΠ 1327/1986 ΕΕΝ 1986, 47
  105. Βαθρακοκοίλης,  στο άρθρο 261 παρ. 13
  106. ΑΠ 1641/1998 ΕλλΔνη 40.138.
  107. ΕφΑθ. 5170/97 αδημ.
  108. ΕφΑθ. 2060/1989 ΕλλΔνη 32, 592
  109. ΕφΑθ. 11350/1991 ΑρχΝ 44,221
  110. ΑΠ 1498/1982 ΝοΒ 1983, 1353, ΑΠ 489/1994, ΕλλΔνη 36, 193, Βαθρακοκοίλης στο άρθρ. 260, παρ.4
  111. βλ. ΑΠ 68/2001 ΝοΒ 50(2002),118
  112. ΑΠ 531/2007 ΝοΒ 55,2052.
  113. ΑΠ 608/1988 ΝοΒ 37 142
  114. ΑΠ 463/1994 ΝοΒ 43, 545
  115. ΕφΑθ 2060/1989 ΕλλΔνη 32, 592
  116. ΕφΠειρ 544/1982 ΕλλΔνη 24, 840
  117. ΕφΑθ 8950/1996 ΕπΣυγκΔικ 1999.25, Αθ. Κρητικός παρ. 23 περ. 52
  118. Κρητικός παρ. 23 περ. 54, με αναφορά στην ΕφΑθ. 1149/1991 (αδημ.) ΑΠ 819/84, ΝοΒ 33, 612
  119. ΕφΑθ 9523/2000 ΕλλΔνη 42, 750 με αναφορά στις ΑΠ 88/1992 Ποιν Χρ. ΜΒ, 393, ΕφΠατρών 689/1996 ΝοΒ 44,1046
  120. ΑΠ 1523/2001 ΕλλΔνη 44. 1613 ΕφΙωαν. 137/2006 ΝοΒ 2007, 2329
  121. Ως προς τα σχετικά ζητήματα παραγραφής βλ σχόλιο Μ. Γιαννακάκι, κάτω από την ΕφΙωαν. 137/2006 απόφαση ο.π.
  122. ΑΠ 807/1997 ΕλλΔνη 39(1998).88. Για πιο αναλυτικά παρακάτω.
  123. ΟλΑΠ 38/1996 ΕλλΔνη 38.41, ΟλΑΠ 23/1994 ΕλλΔνη 36.577
  124. ΟλΑΠ 38/1996 ΕλλΔνη 38.41
  125. ΟλΑΠ 23/1994 ΕλλΔνη 36.577
  126. ΟλΑΠ 40/1996 ΕλλΔνη 87.1534
  127. ΟλΑΠ 23/94, ΑΠ 395/95 ΝοΒ 44.829, ΑΠ 80/91 ΕλλΔνη 33.547
  128. Γεωργιάδης, Δίκη 6.70 επ.
  129. ΑΠ 128/2002 ΕλλΔνη 2002.1058
  130. ΑΠ 1339/2001 ΕλλΔνη 44.720
  131. ΑΠ 918/1978 ΝοΒ 27, 761, ΑΠ 1302/76 ΝοΒ 25.916, ΑΠ 322/75 ΝοΒ 23.1140, Κρητικός εδ. γ΄ περ. 1182, 1183
  132. Οι διατάξεις αυτές ενισχύουν την παραπάνω άποψή μου ότι το δεδικασμένο εκφράζει την έννομη σχέση της αδικοπραξίας και όχι το μέρος της αξίωσης που επιδικάστηκε
  133. ΑΠ 53/2002 ΝοΒ 2002.1703
  134. ΑΠ 918/1978 ΝοΒ 27.761, ΕφΑιγ 179/1994 ΕπΣυγκΔ 1996.13
  135. Εκτενέστερη νομολογία σε Κρητικό, εκδ. γ΄ περ. 1183
  136. βλ. ΑΠ 660/2001 ΝοΒ 50.699
  137. ΕφΑθ 8076/2002 αδημ. Κρητικός εκδ. δ΄ παρ. 29, περ. 153.
  138. ΑΠ 233/2007 ΕλλΔνη 49 (2008) 124
  139. Έτσι Γεωργιάδης στον ΑΚ, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, αρθρ. 937 αρ. 20. ΕφΑθ 8076/2002 αδημ., Κρητικός εκδ. γ΄ 1182,1183, 1884, με τις εκεί παραπομπές στη θεωρία και νομολογία, βλ. και ΟλΑΠ 23/1994 ΕλλΔνη 36.577 και 40/1996 ΝοΒ 45.756, σχετικά με το προβλεπτό ή απρόβλεπτο της ζημίας
  140. Κρητικός εκδ. δ. παρ. 23, περ. 68, με αναφορά στη θεωρία και νομολογία, ΕφΑθ. 886/2006, ΕπΣυγκΔ 2007,410.
  141. ΑΠ 1567/2004, Κρητικός παρ. 23 περ. 63.
  142. ΑΠ 1241/2004 ΕλλΔνη 48(2007).822
  143. ΑΠ 78/2006 ΝοΒ 2006.847
  144. ΕφΑιγ 179/1994 ΕπΣυγκΔικ 1996,13
  145. ΑΠ 269/1983 ΝοΒ 31.1564, ΑΠ 426/1978 ΝοΒ 27.192, Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, άρθρο 70 αρ. 15
  146. Κρητικός εκδ. δ΄ παρ. 17 περ. 54, με αναφορά στη βιβλιογραφία και νομολογία, ΕφΑθ. 2970/2003 ΕπΣυγκΔ 2007, 428
  147. Έτσι και ΑΠ 233/2007 ΕλλΔνη 49 (2008) 124
  148. ΑΠ 940/2001 ΕλλΔνη 42(2001),940
  149. βλ. σχόλια Ο. Ονουφριάδη, στην ΕφΑθ 868/2006 ΕπΣυγκΔικ 2007.421, που εναρμονίζεται με τις παραδοχές της νομολογίας και θεωρίας, σύμφωνα με την οποία «η βλάβη η οποία γεννάται από μία αδικοπραξία, αντιμετωπίζεται ως ενότητα και όχι ως άθροισμα αυτοτελών χωριστών βλαβών» και, επομένως, την αξίωση ως ενότητα βλαβών αποσβήνει η παραγραφή και όχι κάθε βλάβη (ζημία) ξεχωριστά. Γράφει σχετικά ο Ο. Ονουφριάδης, ο οποίος έχει σημαντική συμβολή στη θεωρία και στην πράξη του δικαίου του τροχαίου ατυχήματος με την εκδιδόμενη ανελλιπώς από το 1973 Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου ως σχόλια του επί της ΑΠ 1717/2005 σε ΕπΣυγκΔ 2006.606 «και στο παρελθόν έχουμε ταχθεί υπέρ της άποψης ότι επί ασκήσεως συγκεκριμένης αξιώσεως από την έννομη σχέση της αδικοπραξίας, η αυθεντική αναγνώριση (με δικαστική απόφαση) αφορά το σύνολο της έννομης σχέσης κι άρα για όσες επί μέρους αξιώσεις δεν είχε προταθεί η παραγραφή ισχύει εφεξής εικοσαετής κατ’ άρθρο 268 ΑΚ, παραγραφή. Εφόσον σε περίπτωση αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώνεται το ζημιογόνο γεγονός, γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημίωσης (για οποιασδήποτε μορφής ζημία θετική ή αποθετική) για όλη τη ζημιά παρούσα ή μέλλουσα εάν είναι αυτή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, προβλεπτή, δεν αντιλαμβανόμεθα πως επικράτησε η άποψη αναφορικά με την εφαρμογή της ΑΚ 268 (που επιμηκύνει την παραγραφή σε εικοσαετή) που αξιώνει ως προϋπόθεση αξίωση μη παραγραφείσα». Έτσι και η γνώμη της μειοψηφίας στην ΟλΑΠ 38/1996, ΕλλΔνη 1997, 41.
  150. ΟλΑΠ 38/1996 ΕλλΔνη 1997.41, ΟλΑΠ 23/1994 ΕλλΔνη 1995.577, Κρητικός εκδ. γ΄ περ. 1192 επ.
  151. ΑΠ 184/74 ΝοΒ 22.920
  152. Βαθρακοκοίλης, άρθρο 938 ΑΚ
  153. ΑΠ 1613/84 ΕΕΝ 52.676, ΑΠ 1186/75 ΝοΒ 24.509, ΑΠ 118/74 ΝοΒ 22.920, ΑΠ 1087/2002  ΕΕΝ 2003,601
  154. ΕφΑθ 1108/1988 ΕλλΔνη 1990.124, Κρητικός παρ. 23, περ. 70.
  155. ΑΠ 1355/1998 ΕλλΔνη 40.287
  156. ΑΠ 123/1999 ΕλλΔνη 40(1999).774
  157. ΟλΑΠ 38/1996 ΕλλΔνη 38(1997).41
  158. βλ. σχόλια Ο. Ονουφριάδη (Δικονομικά αντιβιοτικά) σχετικά με τη διακοπή της παραγραφής με την έγερση αναγνωριστικής αγωγής σε ΕπΣυγκΔικ. 2007.418 επ.

[1] Φλούδας, Η αστική ευθύνη εξ αυτοκινητικών ατυχημάτων, Εισαγωγή

[2] Κρητικός, εκδ. 2008 παρ. 29, περ. 148 επ.

[3] Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές, αρ. 341, Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ, στα άρθρα 272 και 277

[4] Βαθρακοκοίλης στο άρθρο 247 περ. 3, με αναφορά στους Μαριδάκη, Κώνστα

[5] Γεωργιάδης σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, άρθρο 937 περ. 18 επ., με πλήρη αναφορά στη νομολογία

[6] Κρητικός εκδ. γ΄ περ. 1182 με την εκεί παραπομπή σε θεωρία και νομολογία

[7] ΕφΑθ. 9523/2000 ΕλλΔνη 42, 750

[8] ΑΠ 1560/2007 ΝοΒ 56 (2008) 405

[9] ΑΠ 101/2002 ΕλλΔνη 43.1042

[10] ΑΠ 510/2005 αδημ.

[11] ΕφΑθ 9577/1986, ΕλλΔνη 18.376, ΕφΑθ 7048/1990 ΕλλΔνη 31.1518

[12] Κρητικός, εκδ. 2008, παρ. 29 περ. 163

[13] ΕφΘεσ 796/1992 ΕλλΔνη 1992.1289, Κονδύλης, Το δεδικασμένο, σελ. 459, 461, υποσ. 106

[14] ΑΠ 807/1997 ΕλλΔνη 1998.88, Κρητικός παρ. 23 περ. 32

[15] ΟλΑΠ 33/1988 ΝοΒ 1989.1199, Κρητικός, εκδ. 2008, σ.79 περ. 25

[16] ΑΠ 1153/1998 ΕλλΔνη  39, 1609

[17] Διοικ. Πρωτ. Αθ. 1176/2007, ΝοΒ 56, 50 με αναφορά στις ΣτΕ 2796/2005, ΑΠ 62/1991, ΑΠ 900/1991 και ΕφΑθ. 36/2004

[18] Έτσι ΟλΑΠ 49/1990 ΝοΒ 1991.371

[19] ΑΠ 64/1998 ΝοΒ 47.401

[20] βλ. Ολ.ΑΠ 33/1988 ΕλλΔνη 30.538

[21] ΑΠ. 1153/1998 ΕλλΔνη 39, 1609

[22] ΑΠ 639/70 ΝοΒ 19.45, ΑΠ 72/69 ΝοΒ 18.655, Κρητικός σελ. 181, περ. 44.

[23] ΕφΘεσ 3598/1997 ΕλλΔνη 42, 169 με σημείωση Αθ. Κρητικού, ως προς το πότε επί πλημμελήματος είναι μακρότερη η παραγραφή κατά τον ποινικό νόμο σε σχέση με το αστικό αδίκημα (έννοια άρθρου 937 παρ. 2 ΑΚ)

[24] ΟλΑΠ 21/2003 ΕλλΔνη 44.946

[25] ΕφΙωαν. 137/2006 ΝοΒ 55 (2007) 2329

[26] ΑΠ 277/1999 ΕλλΔνη 1999.1311, Κρητικός εκδ. 2008, παρ. 27 περ. 70 με πλήρη αναφορά στη νομολογία

[27] ΑΠ 233/2007 ΝοΒ 49 (2008) 124

[28] ΑΠ 233/2007 ΝοΒ 49 (2008) 124

[29] ΑΠ 321/1975, ΕφΑθ 2504/1977 ΝοΒ 27.409, Κρητικός ο.π. παρ. 29 περ. 153

[30] Κρητικός ο.π. παρ. 29 περ. 155, ΑΠ 123/1999 ΕλλΔνη 40 (1999)774

[31] ΕφΑθ 7433/1996 ΕλλΔνη 38.875

[32] ΑΠ 822/2007 ΕλλΔνη 49 (2008) 417

[33] ΑΠ 1255/1994 ΕλλΔνη 37(1996),622

[34] Κρητικός παρ. 33 περ. 35, με εκτενή νομολογία

[35] ΑΠ 258/2002 ΕλλΔνη 44.187

[36] Κρητικός ο.π. παρ. 29 περ. 190, 191, 192, 193, 194

[37] ΑΠ 1650/2002 ΕλλΔνη 2003, 1213, ΕφΠειρ. 491/2005 Πειρ.Νομ. 27, 294, Κρητικός παρ. 29, περ.173

[38] ΑΠ 603/2006 ΕλλΔνη 49 (2008) 737

[39] ΕφΑθ 10548/1987 ΕπΣυγκΔ 1989,25, ΕφΑθ. 1796/1986 ΕλλΔνη 27, 669, Κρητικός, Η ασφάλιση της αστικής ευθύνης, περ. 496

[40] ΑΠ 1611/1987 ΕλλΔνη 1988, 1373 ΕφΑθ. 7433/1996 ΕλλΔνη 38,875

[41] Κρητικός παρ. 31, περ. 63

[42] ΑΠ 1650/2002 ΝοΒ 2003, 1213

[43] ΕφΑθ. 7881/2005 ΕλλΔνη 49 (2008) 533

[44] ΑΠ 277/1999 ΕλλΔνη  1999, 1311, ΑΠ 1596/1995 ΕλλΔνη 1997, 169 κ.α.

[45] ΕφΑθ 7172/2001 ΕπΣυγκΔικ 2003.14

[46] ΑΠ 243/2004 ΕλλΔνη 2005.92

[47] Για περισσότερα και ως προς τον τρόπο διατύπωσης του αιτήματος της πλαγιαστικής αγωγής βλ. Κρητικός εκδ. δ΄ παρ. 27 περ. 54,55,56,57,59,60 και 61.

[48] Γιαννακάκις, Η διακοπή της παραγραφής, περ. 45,46,47

[49] ΟλΑΠ 1143/83 ΝοΒ 32, 673, ΕφΑθ. 6862/2007 ΕλλΔνη 47,920

[50] ΑΠ 53/2002 ΝοΒ 2002, 1703, ΑΠ 128/2002, δημοσ. Νόμος, ΕφΑθ 940/99 ΕλλΔνη 40,183

[51] Έτσι ΕφΑθ 9297/1996 ΕλλΔνη 40, 1982

[52] ΑΠ 1683/1984 ΕλλΔνη 26,650, ΕφΑθ 1062/1986 ΕλλΔνη 28, 847 Γεωργιάδης-Σταθόπουλος κάτω από το άρθρο 261 αρ. 8 και τις εκεί περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία

[53] ΑΠ 852/2001 ΝοΒ 50.966

[54] Βαθρακοκοίλης, άρθρο 261, παρ. 12

[55] ΟλΑΠ 1143/83 ΝοΒ 32, 673, ΑΠ 1130/96 ΕΕΝ 1998, 263, ΕφΑθ 6862/2007 ΕλλΔνη 49 (2008) 919.

[56] ΕφΑθ 5906/1999 ΕλλΔνη 28,847

[57] βλ. σχετ. ΕφΑθ 1933/2008 ΕλλΔνη 42, 840

[58] ΕφΑθ 9826/1998 (Πρόεδρος Α. Κρητικός) ΕπΣυγκΔικ. 2000,68

[59] ΑΠ 828/2005 ΕλλΔνη 47.105

[60] ΑΠ 277/1999 ΕλλΔνη 1999, 1311, ΑΠ 728/1985 ΝοΒ 34.563, ΕφΠειρ. 374/1986 ΕλλΔνη 1987, 339, Κρητικός παρ. 27, περ. 35 επ. 

[61] Έτσι, ΑΠ 146/2007 ΝοΒ 2008.637

[62] ΑΠ 57/2004 ΕπΣυγκΔ 2004.560

[63] ΑΠ 310/2006 ΕπΣυγκΔ 2006.618

[64] ΑΠ 18/1998 ΝοΒ 47.39

[65] ΕφΑθ 5660/1998 ΝοΒ 47.790

[66] Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 255

[67] ΕφΑθ 2752/1991 ΕλλΔνη 34,98

[68]  ΑΠ 53/2002 ΝοΒ 2000, 1703, ΑΠ 128/2002 δημοσ. ΝΟΜΟΣ, 940/1999 ΕλλΔνη 40, 1183

[69] Έτσι και ΕφΑθ 9297/1996 ΕλλΔνη 40, 1982

[70] Γεωργιάδης ΕλλΔνη 32, 489, Γιαννακάκις, η Διακοπή της παραγραφής σελ. 69

[71] ΑΠ 1166/1975 ΝοΒ 24, 429, ΕφΑθ 9297/1998 ο.π.

[72] ΑΠ 300/1993 ΕΕΝ 1994, 214 ΑΠ 723/90 ΔΕΝ 47,846, ΕφΠειρ. 947/83, ΕΕΔ 54, 798, ΕφΑθ 8956/90 ΕλλΔνη 32,829

[73] ΑΠ 559/1966 ΝοΒ 15, 447, ΕφΑθ 2233/1973 ΝοΒ 21, 1214

[74] ΕφΠειρ 82/1988, ΕλλΔνη 30, 1034

[75] ΑΠ 723/1990 ΔΕΝ 47, 580

[76] ΑΠ 1634/1984 ΕλλΔνη 26, 650, ΕφΠειρ 82/1988, ΕλλΔνη 30, 1034

[77] ΕφΑθ 2013/1970 Αρμ. 25, 19

[78] Ολ ΑΠ 1143/1983 ΝοΒ 32, 673, ΑΠ 166/84, ΕλλΔνη  26, 650, ΕφΠειρ. 1062/1986 ΕλλΔνη 28, 487

[79] ΑΠ 1160/1975 ΝοΒ 24, 426

[80]  ΑΠ 1160/1975 ο.π. ΕφΑθ 2626/72  ΝοΒ 21, 63

[81] ΑΠ 86/1997 ΕλλΔνη 39, 313, ΑΠ 304/73 ΝοΒ 1973 1150

[82]  ΑΠ 683/73, ΝοΒ 22,174, ΕφΑ 2772/91, ΕλλΔνη 34.98

[83] ΑΠ 390/1993 Δίκη 23, 783

[84] ΑΠ 205/72 ΝοΒ 20, 897

[85] ΑΠ 53/96, ΕλλΔνη 39, 542

[86] Έτσι Κρητικός παρ. 25 περ. 41

[87] ΕφΑθ 817/64 ΝοΒ 12, 1090

[88]  ΑΠ 299/71 ΔΕΝ 38, 498

[89] ΑΠ 1305/88 ΝοΒ 37, 430, για περισσότερα Βαθρακοκοίλης , άρθρο 261 ΑΚ, παρ. 24.

[90] ΕφΑθ 4835/95 ΕλλΔνη 37.1650

[91] ΕφΑθ 2752/1991, ΕλλΔνη 34,98 με αναφορά στους συγγραφείς και τη νομολογία (ΟλΑΠ 1143/83 ΝοΒ 35, 672, ΑΠ 1111/94 ΕλλΔνη 38.1131

[92] ΕφΑθ. 5906/1999 ΕλλΔνη 42, 811

[93] ΟλΑΠ 1143/83 ΝοΒ 1984.673

[94] ΟλΑΠ 1143/83 ο.π. ΑΠ 152/84 ΝοΒ 33, 1014, ΕφΑθ 1062/86, ΕλλΔνη 28,847

[95] ΕφΑθ 6862/2007 ΕλλΔνη 49(2008)919

[96] ΟλΑΠ 23/1994 ΕλλΔνη 1995 577, ΟλΑΠ 40/1996, ΕλλΔνη 1996, 1534 ΟλΑΠ 38/1996, ΕλλΔνη 1997, 41, ΑΠ 997/1999 ΕπΣυγκΔ 2001, 573

[97] βλ. παραπάνω υποσημείωση 5, Γεωργιάδης σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, 937 ΑΚ περ. 18, Κρητικός εκδ. γ΄, 1998, παρ. 1182 επ.

[98] βλ. και σχόλια Ο.Ονουφριάδη, ΕπΣυγκΔ 2007.421

[99] ΟλΑΠ 38/1996 ΕλλΔνη 38.41

[100] ΑΠ 123/1999 ΕλλΔνη 640 (1999) 774

[101] Κρητικός, παρ. 23, περ. 45 , ΑΠ 1137/2000 ΕλλΔνη 42,1341

[102] ΑΠ 1267/1995 ΕλλΔνη 38, 838 ΑΠ 997/1999 ΕλλΔνη 40.1745

[103]  ΑΠ 1137/2000 ΕλλΔνη 42.1341

[104]  ΟλΑΠ 1327/1986 ΕΕΝ 1986.47

[105] Βαθρακοκοίλης ,  στο άρθρο 261 παρ. 13

[106] ΑΠ 1641/1998 ΕλλΔνη 40.138

[107] ΕφΑθ. 5170/97 αδημ.

[108] ΕφΑθ. 2060/1989 ΕλλΔνη 32.592

[109] ΕφΑθ. 11350/1991 ΑρχΝ 44,221

[110] ΑΠ 1498/1982 ΝοΒ 1983, 1353, ΑΠ 489/1994, ΕλλΔνη 36, 193, Βαθρακοκοίλης στο άρθρ. 260, παρ.4

[111] βλ. ΑΠ 68/2001 ΝοΒ 50(2002),118

[112] ΑΠ 531/2007 ΝοΒ 55,2052

[113] ΑΠ 608/1988 ΝοΒ 37 142

[114] ΑΠ 463/1994 ΝοΒ 43, 545

[115] ΕφΑθ 2060/1989 ΕλλΔνη 32, 592

[116] ΕφΠειρ 544/1982 ΕλλΔνη 24, 840

[117] ΕφΑθ 8950/1996 ΕπΣυγκΔικ 1999.25, Αθ. Κρητικός παρ. 23 περ. 52

[118]  Κρητικός παρ. 23 περ. 54, με αναφορά στην ΕφΑθ. 1149/1991 (αδημ.) ΑΠ 819/84, ΝοΒ 33, 612

[119] ΕφΑθ 9523/2000 ΕλλΔνη 42, 750 με αναφορά στις ΑΠ 88/1992 Ποιν Χρ. ΜΒ, 393, ΕφΠατρών 689/1996 ΝοΒ 44,1046

[120] ΑΠ 1523/2001 ΕλλΔνη 44. 1613 ΕφΙωαν. 137/2006 ΝοΒ 2007, 2329

[121] Ως προς τα σχετικά ζητήματα παραγραφής βλ σχόλιο Μ. Γιαννακάκι, κάτω από την ΕφΙωαν. 137/2006 απόφαση ο.π.

[122] ΑΠ 807/1997 ΕλλΔνη 39(1998).88. Για πιο αναλυτικά παρακάτω

[123] ΟλΑΠ 38/1996 ΕλλΔνη 38.41, ΟλΑΠ 23/1994 ΕλλΔνη 36.577

[124] ΟλΑΠ 38/1996 ΕλλΔνη 38.41

[125] ΟλΑΠ 23/1994 ΕλλΔνη 36.577

[126] ΟλΑΠ 40/1996 ΕλλΔνη 87.1534

[127] ΟλΑΠ 23/94, ΑΠ 395/95 ΝοΒ 44.829, ΑΠ 80/91 ΕλλΔνη 33.547

[128] Γεωργιάδης, Δίκη 6.70 επ.

[129] ΑΠ 128/2002 ΕλλΔνη 2002.1058

[130] ΑΠ 1339/2001 ΕλλΔνη 44.720

[131] ΑΠ 918/1978 ΝοΒ 27, 761, ΑΠ 1302/76 ΝοΒ 25.916, ΑΠ 322/75 ΝοΒ 23.1140, Κρητικός εδ. γ΄ περ. 1182, 1183

[132] Οι διατάξεις αυτές ενισχύουν την παραπάνω άποψή μου ότι το δεδικασμένο εκφράζει την έννομη σχέση της αδικοπραξίας και όχι το μέρος της αξίωσης που επιδικάστηκε

[133] ΑΠ 53/2002 ΝοΒ 2002.1703

[134] ΑΠ 918/1978 ΝοΒ 27.761, ΕφΑιγ 179/1994 ΕπΣυγκΔ 1996.13

[135] Εκτενέστερη νομολογία σε Κρητικό, εκδ. γ΄ περ. 1183

[136] βλ. ΑΠ 660/2001 ΝοΒ 50.699

[137] ΕφΑθ 8076/2002 αδημ. Κρητικός εκδ. δ΄ παρ. 29, περ. 153

[138]  ΑΠ 233/2007 ΕλλΔνη 49 (2008) 124

[139] Έτσι Γεωργιάδης στον ΑΚ, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, αρθρ. 937 αρ. 20. ΕφΑθ 8076/2002 αδημ., Κρητικός εκδ. γ΄ 1182,1183, 1884, με τις εκεί παραπομπές στη θεωρία και νομολογία, βλ. και ΟλΑΠ 23/1994 ΕλλΔνη 36.577 και 40/1996 ΝοΒ 45.756, σχετικά με το προβλεπτό ή απρόβλεπτο της ζημίας

[140] Κρητικός εκδ. δ. παρ. 23, περ. 68, με αναφορά στη θεωρία και νομολογία, ΕφΑθ. 886/2006, ΕπΣυγκΔ 2007,410

[141] ΑΠ 1567/2004, Κρητικός παρ. 23 περ. 63

[142] ΑΠ 1241/2004 ΕλλΔνη 48(2007).822

[143] ΑΠ 78/2006 ΝοΒ 2006.847

[144] ΕφΑιγ 179/1994 ΕπΣυγκΔικ 1996,13

[145] ΑΠ 269/1983 ΝοΒ 31.1564, ΑΠ 426/1978 ΝοΒ 27.192, Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, άρθρο 70 αρ. 15

[146] Κρητικός εκδ. δ΄ παρ. 17 περ. 54, με αναφορά στη βιβλιογραφία και νομολογία, ΕφΑθ. 2970/2003 ΕπΣυγκΔ 2007, 428

[147] Έτσι και ΑΠ 233/2007 ΕλλΔνη 49 (2008) 124

[148] ΑΠ 940/2001 ΕλλΔνη 42(2001),940

[149] βλ. σχόλια Ο. Ονουφριάδη, στην ΕφΑθ 868/2006 ΕπΣυγκΔικ 2007.421, που εναρμονίζεται με τις παραδοχές της νομολογίας και θεωρίας, σύμφωνα με την οποία «η βλάβη η οποία γεννάται από μία αδικοπραξία, αντιμετωπίζεται ως ενότητα και όχι ως άθροισμα αυτοτελών χωριστών βλαβών» και, επομένως, την αξίωση ως ενότητα βλαβών αποσβήνει η παραγραφή και όχι κάθε βλάβη (ζημία) ξεχωριστά. Γράφει σχετικά ο Ο. Ονουφριάδης, ο οποίος έχει σημαντική συμβολή στη θεωρία και στην πράξη του δικαίου του τροχαίου ατυχήματος με την εκδιδόμενη ανελλιπώς από το 1973 Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου ως σχόλια του επί της ΑΠ 1717/2005 σε ΕπΣυγκΔ 2006.606 «και στο παρελθόν έχουμε ταχθεί υπέρ της άποψης ότι επί ασκήσεως συγκεκριμένης αξιώσεως από την έννομη σχέση της αδικοπραξίας, η αυθεντική αναγνώριση (με δικαστική απόφαση) αφορά το σύνολο της έννομης σχέσης κι άρα για όσες επί μέρους αξιώσεις δεν είχε προταθεί η παραγραφή ισχύει εφεξής εικοσαετής κατ’ άρθρο 268 ΑΚ, παραγραφή. Εφόσον σε περίπτωση αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώνεται το ζημιογόνο γεγονός, γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημίωσης (για οποιασδήποτε μορφής ζημία θετική ή αποθετική) για όλη τη ζημιά παρούσα ή μέλλουσα εάν είναι αυτή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, προβλεπτή, δεν αντιλαμβανόμεθα πως επικράτησε η άποψη αναφορικά με την εφαρμογή της ΑΚ 268 (που επιμηκύνει την παραγραφή σε εικοσαετή) που αξιώνει ως προϋπόθεση αξίωση μη παραγραφείσα».

Έτσι και η γνώμη της μειοψηφίας στην ΟλΑΠ 38/1996, ΕλλΔνη 1997, 41

[150] ΟλΑΠ 38/1996 ΕλλΔνη 1997.41, ΟλΑΠ 23/1994 ΕλλΔνη 1995.577, Κρητικός εκδ. γ΄ περ. 1192 επ.

[151] ΑΠ 184/74 ΝοΒ 22.920

[152] Βαθρακοκοίλης, άρθρο 938 ΑΚ

[153] ΑΠ 1613/84 ΕΕΝ 52.676, ΑΠ 1186/75 ΝοΒ 24.509, ΑΠ 118/74 ΝοΒ 22.920, ΑΠ 1087/2002  ΕΕΝ 2003,601

[154] ΕφΑθ 1108/1988 ΕλλΔνη 1990.124, Κρητικός παρ. 23, περ. 70

[155] ΑΠ 1355/1998 ΕλλΔνη 40.287

[156] ΑΠ 123/1999 ΕλλΔνη 40(1999).774

[157] ΟλΑΠ 38/1996 ΕλλΔνη 38(1997).41

[158] βλ. σχόλια Ο. Ονουφριάδη (Δικονομικά αντιβιοτικά) σχετικά με τη διακοπή της παραγραφής με την έγερση αναγνωριστικής αγωγής σε ΕπΣυγκΔικ. 2007.418 επ.