ΕΝΩΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΡΟΧΑΙΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ (Ε.Ν.Δ.Ι.Α.Α.Ε.Τ.Α.)

 

 

1η Επιστημονική Διημερίδα σε θέματα δικαίου ιδιωτικής ασφάλισης και αστικής ευθύνης τροχαίων ατυχημάτων

Πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις αναφορικά με  τον χαρακτήρα και τις προϋποθέσεις επιδίκασης της χρηματικής παροχής του άρθρου 931 ΑΚ

ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΗΛΙΑΣ Ι. ΚΛΑΠΠΑΣ, Δικηγόρος, Μέλος του Δ.Σ. του Δ.Σ.Π.

ΣΑΒΒΑΤΟ 9-5-2009

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ι. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Α. Αρχικό κείμενο

Β. Η διάταξη μετά την τροποποίησή της με τον ν.1329/1983

Γ. Η νομολογία μετά την ΑΠ 670/2006

ιι. Τι ισχύει σύμφωνα με την κρατούσα πλέον νομολογία του Αρείου Πάγου

Α. Αυτοτελής αξίωση παρεχόμενη ανεξαρτήτως φύλου του παθόντα

Β. Περιουσιακός ή μη χαρακτήρας της αξίωσης της ΑΚ 931

Γ.Προϋποθέσεις επιδίκασης της χρηματικής παροχής της ΑΚ 931

ΙΙΙ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η διάταξη του άρθρου 931 του Αστικού Κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Η αναπηρία ή παραμόρφωση που υπέστη ο παθών λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του».[1]

Η νομική της διαδρομή και η αντιμετώπισή της από τη θεωρία και τη νομολογία υπήρξε περιπετειώδης και παρότι η διάταξη δείχνει απλή από γραμματικής απόψεως, αποδείχθηκε η πλέον δυσερμήνευτη στο χώρο των αδικοπραξιών για τους θεωρητικούς και τους εφαρμοστές του δικαίου.

Ίσως να φταίνε οι έξι τελευταίες λέξεις που υπήρχαν στο αρχικό κείμενο («ιδία δε εις την αποκατάστασιν γυναικός») και οι οποίες παρότι αφαιρέθηκαν με το νόμο περί ισότητας (άρθρο 8 ν.1329/1983)[2] φαίνεται ότι εξακολούθησαν να επηρεάζουν την τελολογική ερμηνεία, προσέγγιση και εφαρμογή τής εν λόγω διάταξης.

Ίσως για την πολυκύμαντη διαδρομή της να ευθύνεται η συστηματική ένταξή της στο περί αποζημιώσεως κεφάλαιο του Αστικού Κώδικα στο οποίο καταλαμβάνει θέση μετά την ΑΚ 929 και πριν την ΑΚ 932[3], δημιουργώντας καταρχήν την εντύπωση ένταξής της στο πλαίσιο της ΑΚ 929.

Ίσως, τέλος, οι ερμηνευτικές δυσκολίες να οφείλονται στην ατελή γραμματική διατύπωση της διάταξης και, κυρίως, στην περιεχόμενη έκφραση «λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη» (κατά τον προσδιορισμό της αποζημίωσης), η οποία δίνει την εντύπωση επικουρικότητας της διάταξης σε σχέση κατά κύριο λόγο με την ΑΚ 929 και, συνεπακόλουθα, γεννά αμφιβολίες για την αυτοτέλεια της αξίωσης για αποζημίωση κατά ΑΚ 931.

Ι. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Α. Αρχικό κείμενο

Από την έναρξη ισχύος του Αστικού Κώδικα (23-2-1946) μέχρι σήμερα, η διάταξη έχει υποστεί μία και μοναδική τροποποίηση, αυτή που της επέφερε ο νόμος  περί ισότητας (άρθρο 8 ν.1329/1983), ο οποίος, θεωρώντας ότι η παλαιά διατύπωση έθιγε την αξιοπρέπεια της γυναίκας, της αφαίρεσε τις έξι τελευταίες λέξεις.

Το αρχικό κείμενο της διάταξης ήταν το εξής:

«Αναπηρία ή παραμόρφωσις, ήν υπέστη ο παθών, λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη κατά την επιδίκασιν αποζημιώσεως, εάν επιδρά είς το μέλλον αυτού, ιδία δε εις την αποκατάστασιν γυναικός».

Υπό την αρχική αυτή διατύπωση, η διάταξη εφαρμόστηκε από τα δικαστήρια, σχεδόν αποκλειστικά στις περιπτώσεις τραυματισμού γυναίκας, κυρίως άγαμης, αλλά και χήρας ή διαζευγμένης (εφόσον αυτές μπορούσαν να τελέσουν στο μέλλον γάμο), με σοβαρές και διαρκείς στο μέλλον της συνέπειες, οι οποίες επηρέαζαν δυσμενώς την αποκατάστασή της με γάμο[4].

Ουσιαστικά η διάταξη αυτή εντάχθηκε στη λογική του θεσμού της προίκας και, παρότι η ίδια η γραμματική της διατύπωση σε καμία περίπτωση δεν απέκλειε την εφαρμογή της σε περιπτώσεις αναπηρίας ή παραμόρφωσης ανδρών, οι σχετικές αγωγές απορρίπτονταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία ως αόριστες[5] ή αβάσιμες.

Β. Η διάταξη μετά την τροποποίησή της με τον ν.1329/1983

1          Με το νόμο περί ισότητας και την κατάργηση της προίκας τροποποιήθηκε η ΑΚ 931 και πλέον καμία διάκριση φύλου δεν υπήρχε στη διάταξη.

Παρόλα αυτά, ακόμη και όταν έλειψαν οι έξι τελευταίες λέξεις της αρχικής διάταξης, αυτές συνέχισαν να επηρεάζουν την ερμηνευτική της αντιμετώπιση. Για το λόγο αυτό υπήρξαν συγγραφείς που θεώρησαν ότι μετά τον ν. 1329/1983, οπότε έπαυσε να τίθεται ως αυτοτελές νομικώς σημαντικό ζήτημα «η αποκατάστασις της γυναικός», η διάταξη έχασε την αυτοτέλειά της, παραβλέποντας ότι αν πράγματι αυτός ήταν ο μόνος λόγος ύπαρξης τής συγκεκριμένης διάταξης θα είχε στο σύνολό της καταργηθεί μετά την μεταρρύθμιση του 1983.

Χρειάστηκαν δεκαετίες με νομολογιακές παλινδρομήσεις και αντιφατικές αποφάσεις και θεωρητική διαπάλη όχι μόνο μέσα στους κόλπους της δικαιοσύνης, αλλά και με την ενεργό συμμετοχή της πανεπιστημιακής κοινότητας, ώστε να φθάσουμε στη σύγχρονη θεώρηση της ΑΚ 931, ως ρύθμισης που προστατεύει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της υγείας.

2          Συνήθως οι εφαρμοστές του δικαίου είναι πιο διστακτικοί στο να εκφράσουν με τις αποφάσεις τους νέες, σύγχρονες θεωρήσεις και ερμηνευτικές προσεγγίσεις νομικών διατάξεων.

Στην προκειμένη, ωστόσο, περίπτωση της ΑΚ 931, εξετάζοντας την ιστορική διαδρομή της, δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι η νομολογία αποδείχθηκε πιο θαρραλέα από τη θεωρία στην προστασία των δικαιωμάτων του θύματος και αφομοίωσε πιο άμεσα και με τρόπο επιστημονικά τεκμηριωμένο τη σύγχρονη θεώρηση του δικαιώματος της υγείας και της προστασίας της αναπηρίας.

Η θεωρία επικαλούμενη τη γραμματική διατύπωση της διάταξης, τη συστηματική της ένταξη στο κεφάλαιο περί αποζημίωσης και το σκοπό της, αρνιόταν την αυτοτέλεια της σχετικής αξίωσης, παρά το γεγονός ότι όλοι οι συγγραφείς υπογράμμιζαν την ανάγκη ελάφρυνσης της δεινής θέσης στην οποία περιήλθε ο παθών με τη χρήση της διάταξης της ΑΚ 931[6].

Η άρνηση από τη θεωρία της αυτοτέλειας της διάταξης ερχόταν σε αντίφαση με την άποψη των ίδιων συγγραφέων που δέχονταν αυτοτέλεια της διάταξης πριν την τροποποίηση του ν.1329/1983 και της σχετικής αξίωσης αποζημίωσης όταν επρόκειτο για αξίωση άγαμης γυναίκας που έπαθε σωματική βλάβη και δυσχεραινόταν η αποκατάστασή της με γάμο[7].

3          Τα βασικά επιστημονικά ζητήματα που ήταν στο κέντρο της  επιστημονικής διαπάλης γύρω από την ΑΚ 931 μετά την τροποποίησή της με το νόμο περί ισότητας ήταν

(α) η νομική φύση της αξίωσης και, περαιτέρω, η αυτοτέλεια της διάταξης έναντι της ΑΚ 929 και της ΑΚ 932 και

(β) οι προϋποθέσεις του ορισμένου και της βασιμότητας της σχετικής αξίωσης.

4          Το κύριο ερμηνευτικό ζήτημα που αφορούσε στη νομική φύση της αξίωσης συνδεόταν με το αν η διάταξη αναφέρεται σε αξίωση για περιουσιακή ζημία ή σε αξίωση για ικανοποίηση ηθικής βλάβης ή αν πρόκειται για αυτοτελή αξίωση.

Η κρατούσα άποψη στη θεωρία (Δωρής Φ.[8], Μπέης Δ.[9], Σπυριδάκης Ι. [10], Βοσινάκης[11], Κορνηλάκης Π.[12]) αρνιόταν τον αυτοτελή χαρακτήρα της σχετικής αξίωσης και ενέτασσε την ΑΚ 931 στο σύστημα της ΑΚ 929 και θεωρούσε ότι η ΑΚ 931 αποτελεί κατευθυντήριο κανόνα προς τον εφαρμοστή του δικαίου για επαύξηση της αποζημίωσης του θύματος για μελλοντική ζημία κατ’ άρθρον 929 ΑΚ σε περίπτωση αναπηρίας ή παραμόρφωσης, καθώς, όπως αναφερόταν, τα δικαστήρια είναι συνήθως διστακτικά ως προς την έκταση αποκατάστασης μελλοντικών ζημιών από αναπηρία ή παραμόρφωση.

Σύμφωνα με τη θεωρία, η ρύθμιση της ΑΚ 931 έχει επικουρικό χαρακτήρα και η αξίωση αποζημίωσης πρέπει να είναι θεμελιωμένη σε άλλη νομική διάταξη (929 ΑΚ) ώστε ο παθών να δικαιούται επαύξηση κατά τους όρους της ΑΚ 931.

5          Μία άλλη άποψη, η οποία βρήκε ελάχιστη ανταπόκριση στο χώρο της νομολογίας υποστήριζε ότι η ΑΚ 931 έχει χαρακτήρα ικανοποίησης της ηθικής βλάβης και δεν είναι αυτοτελής αξίωση και για το λόγο αυτό έπρεπε η εύλογη αποζημίωση λόγω της ηθικής βλάβης και για ΑΚ 931 και για ΑΚ 932 να επιδικαστεί ως ενιαίο ποσό[13].

Η άποψη αυτή επηρεάστηκε από την απόφαση 15/1990 της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, η οποία με ισχνή πλειοψηφία (13-12 δικαστών) έκρινε ότι μετά την κατάργηση του θεσμού της προίκας, η άγαμη γυναίκα που έπαθε αναπηρία ή παραμόρφωση από αδικοπραξία δεν έχει αυτοτελή αξίωση κατά την ΑΚ 931 παρά μόνο αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης για τη μείωση της δυνατότητας αποκατάστασής της[14].

Στην τρέχουσα δεκαετία υπήρξαν και άλλες μεμονωμένες αποφάσεις του Αρείου Πάγου που αφορούσαν κυρίως υποθέσεις εργατικού δικαίου, οι οποίες με διαφορετική θεωρητική αφετηρία προέκριναν το χαρακτήρα της ΑΚ 931 ως πρόσθετης ικανοποίησης για ηθική βλάβη, πλην όμως, δεν αμφισβητούσαν την αυτοτέλεια της ΑΚ 931 και κατέληγαν στην επιδίκαση δύο αυτοτελών κονδυλίων για την ΑΚ 931 και την ΑΚ 932[15].

Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την πρόσφατη 18/2008 απόφασή της απεφάνθη ότι η ΑΚ 931 έχει περιουσιακό χαρακτήρα και δεν πρόκειται για αξίωση χρηματικής ικανοποίησης παρόμοιας της ΑΚ 932.

6          Η άποψη αυτή που αμφισβητούσε την αυτοτέλεια της ΑΚ 931 είτε εντάσσοντας αυτήν στο σύστημα της ΑΚ 929 είτε αντιμετωπίζοντάς την ως χρηματική ικανοποίηση, δεν βρήκε ανταπόκριση στο χώρο της δικαιοσύνης, καθώς ακόμη και μετά την τροποποίηση του 1983, ο Άρειος Πάγος συνέχισε να θεωρεί κατά πάγια νομολογία του ως αυτοτελή την αξίωση εκ του άρθρου 931 ΑΚ[16].

7             Πλην όμως, ακόμη και όταν το θέμα της αυτοτέλειας της αξίωσης είχε παγιωθεί νομολογιακά, η νομολογία κατέφευγε σε μία δυσνόητη  και δυσαπόδεικτη κατασκευή συνδρομής «ιδιαζόντων περιστατικών εκτός και πέραν εκείνων που απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση αξιώσεων με βάση το άρθρο 929 και 932 ΑΚ και από τα οποία ειδικά περιστατικά θα πρέπει να προκύπτουν οι ιδιαίτεροι λόγοι και τρόποι, εξ αιτίας των οποίων γεννώνται δυσμενείς συνέπειες στην οικονομική πλευρά της μελλοντικής ζωής του».[17]  

               Με τον τρόπο αυτό, δια της πλαγίας οδού, υπεισέρχονταν στην εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης αποζημιωτικού χαρακτήρα προϋποθέσεις που ταίριαζαν στην 929 ΑΚ. Ειδικότερα, έπρεπε να υφίσταται και να αποδεικνύεται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο μέλλον και συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία του παθόντα.

Με τις αξιώσεις αυτές που προέβαλε η νομολογία, ο ενάγων, παθών από ατύχημα αναπηρία ή παραμόρφωση, αντιμετώπιζε ιδιαίτερα σημαντικές δυσκολίες τόσο στη διατύπωση της σχετικής αξίωσής του, όσο και στην απόδειξη των ισχυρισμών του. Συνεπεία αυτού, η διάταξη της ΑΚ 931 ήταν στην πράξη δυσεφάρμοστη και η πλειονότητα των σχετικών αγωγικών αξιώσεων απορριπτόταν ως αόριστες ή αναπόδεικτες.

8          Απόφαση-τομή για τη νομολογία του Αρείου Πάγου αποτέλεσε η απόφαση 670/2006 (Πρόεδρος Αθανάσιος Κρητικός, Εισηγήτρια Ελένη Μαραμαθά) που σήμανε μία διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση της ΑΚ 931, η οποία, αφενός, ανταποκρινόταν περισσότερο στην ανάγκη προστασίας του παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση και, αφετέρου, καθιστούσε τη διάταξη εφαρμόσιμη.

9          Ασφαλώς, σπέρματα της νέας αυτής αντίληψης υπήρχαν και σε άλλες αποφάσεις μέχρι τότε[18], όπως στην 1073/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου[19] (Πρόεδρος Κωνσταντίνος Μαμαλάκης, Εισηγητής Παύλος Μεϊντάνης), σύμφωνα με την οποία στην περίπτωση της ΑΚ 931 κάμπτεται ο απαιτούμενος βαθμός δικονομικής βεβαιότητας για την επέλευση της μελλοντικής ζημίας και δεν υφίσταται ανάγκη πλήρους απόδειξης κατά το ισχύον στην πολιτική δικονομία σύστημα της αυστηρής απόδειξης.

Ειδικότερα, η απόφαση αυτή, όπως και άλλες που στο μεταξύ ακολούθησαν[20], δέχθηκε ότι δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο μέλλον, αλλά αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων[21], πλην όμως και στην απόφαση αυτή αναφερόταν ότι στοιχείο του ορισμένου της αγωγής είναι η ζημία κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, την οποία έπαθε ο ενάγων πέραν από αυτή που ζήτησε ή πρόκειται να υποστεί στο μέλλον.

Γ. Η νομολογία μετά την ΑΠ 670/2006[22]

Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος με την 670/2006 απόφαση και με αυτές που ακολούθησαν και οι οποίες πλέον συνιστούν την κρατούσα σήμερα στο Ακυρωτικό Δικαστήριο νομολογία περί της ΑΚ 931[23], αποσυνέδεσε την αναπηρία ή παραμόρφωση από την πρόκληση συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, η οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν δύναται να προσδιοριστεί[24], και ανέδειξε πλέον ως προέχον έννομο αγαθό που προστατεύεται από την ΑΚ 931 καθ’ εαυτήν την αναπηρία ή παραμόρφωση ως βλάβη του σώματος ή της υγείας.

Αν το θύμα στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να αποδείξει συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, συνεπεία της αναπηρίας ή παραμόρφωσης, τότε η ζημία αυτή δύναται να αξιωθεί μέσω της ΑΚ 929[25].

Δυνάμει της ΑΚ 931 ο παθών αναπηρία ή παραμόρφωση δικαιούται εύλογου χρηματικού ποσού ως περιουσιακή αποζημίωση για τη δυσμενή επίδραση της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο οικονομικό-επαγγελματικό μέλλον, αντιστοιχούσα στη μέλλουσα αποθετική ζημία του, η οποία είναι πιθανή στο μέλλον και δεν μπορεί να προσδιοριστεί εκ των προτέρων, αλλά μερικές φορές ούτε εκ των υστέρων, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να αποδειχθεί[26].

Η εύλογη αυτή χρηματική αποζημίωση καταβάλλεται εφάπαξ και προσδιορίζεται λαμβάνοντας υπόψη το είδος και τη βαρύτητα της αναπηρίας ή παραμόρφωσης και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, επάγγελμα, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος)[27].

Το κρίσιμο, συνεπώς, για την επιδίκαση της παροχής αυτής είναι η απόδειξη πρόκλησης αναπηρίας ή παραμόρφωσης, καθώς, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε μια τέτοια περίπτωση, «η δυσμενής επίδραση είναι δεδομένη και, επομένως, δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού ειδικού τρόπου της επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό-οικονομικό μέλλον του παθόντα»[28].

ιι. Τι ισχύει σύμφωνα με την κρατούσα πλέον νομολογία του Αρείου Πάγου

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι πλέον μετά την νομολογιακή κατεύθυνση που χάραξε η 670/2006 απόφαση, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου εμφανίζεται αρκετά ομογενοποιημένη σχετικά με την ΑΚ 931 και δεν χαρακτηρίζεται από τις αμφιταλαντεύσεις του παρελθόντος, οι οποίες, εκφράζοντας την έντονη επιστημονική διαπάλη που υπήρχε σχετικά με τη διάταξη, δημιουργούσαν ανασφάλεια δικαίου.

Υπό το φως της κρατούσας σήμερα νομολογίας, για την αξίωση της ΑΚ 931 ισχύουν τα εξής:

Α. Αυτοτελής αξίωση, παρεχόμενη ανεξαρτήτως φύλου του παθόντα[29]

Η αδικοπραξία θέτει σε κίνηση τρεις αυτοτελείς μηχανισμούς αποκατάστασης των ζημιών του θύματος, πρώτον του άρθρου 929 ΑΚ (σε συνδυασμό με το άρθρο 298), δεύτερον του 932 ΑΚ και τρίτον του 931 ΑΚ[30].

            Η αξίωση της ΑΚ 931 είναι αυτοτελής σε σχέση με τις αξιώσεις ΑΚ 929 και ΑΚ 932 και, συνεπώς, οι αξιώσεις αυτές είναι δυνατόν να ασκηθούν μεμονωμένως, σωρευτικώς ή διαδοχικώς και η θεμελίωση κάθε μίας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μίας των λοιπών, το δεδικασμένο δε προγενέστερης δίκης επί ΑΚ 929 και ΑΚ 932 δεν καλύπτει την αξίωση εκ της ΑΚ 931[31].

Ειδικότερα, συνεπεία της αυτοτέλειας της σχετικής αξίωσης, είναι δυνατή η άσκηση της αξίωσης 931 ΑΚ χωρίς να προϋποτίθεται αναγκαίως δικαίωμα αποζημίωσης κατά την ΑΚ 929. Δεν είναι απαραίτητο να θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης κατά την ΑΚ 929 με αντικείμενο διαφυγόντα εισοδήματα, ώστε να νομιμοποιείται ο παθών να αξιώσει κατά ΑΚ 931[32]. Διαφορετικά θα στένευε ιδιαιτέρως το πεδίο εφαρμογής για την ΑΚ 931 και θα εξαιρούνταν κατηγορίες προσώπων που δεν εργάζονταν κατά το χρόνο του ατυχήματος (ανήλικοι ή άλλα πρόσωπα που δεν έχουν εισέλθει στην παραγωγική διαδικασία ή βρίσκονται προσωρινά εκτός αυτής κατά το χρόνο του ατυχήματος), οι οποίες μάλιστα αξίζουν ίσης αν όχι μείζονος προστασίας σε σχέση με τα πρόσωπα που είναι επαγγελματικώς τακτοποιημένα[33].

(i) Το αιτούμενο κονδύλιο κατ’ άρθρον 931 ΑΚ είναι πέραν της αποζημίωσης του άρθρου 929 ΑΚ,καθώς η αποζημίωση του άρθρου 929 ΑΚ δεν καλύπτει τις δυσμενείς συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο οικονομικό-επαγγελματικό μέλλον του παθόντος, δεδομένου ότι με τη διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ επιδικάζεται αποζημίωση για τα εισοδήματα που απώλεσε και θα απωλέσει με βάση την εργασία που έκανε πριν το ατύχημα και με βάση τα εισοδήματα που είχε κατά το χρόνο του ατυχήματος. Με άλλα λόγια, ο χρόνος «παγώνει» και δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την αποζημίωση του άρθρου 929 ΑΚ ότι ο παθών εξαιτίας της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στερείται ευκαιριών και ότι αν δεν είχε υποστεί αναπηρία ή παραμόρφωση, θα μπορούσεστο μέλλον να εξελιχθεί επαγγελματικά, να (μετ)εκπαιδευτεί, να ασκήσει κάποια άλλη πιο προσοδοφόρα επαγγελματική ή επιχειρηματική δραστηριότητα ή να βρει κάποια καλύτερα αμειβόμενη εργασία.

Η ΑΚ 931 δεν αποζημιώνει για την απώλεια εισοδημάτων, αλλά αποζημιώνει για την απώλεια ή μείωση των δυνατοτήτων του παθόντα για επαγγελματική του εξέλιξη ή τους αυξημένους κινδύνους που συνεπάγεται για το επαγγελματικό του μέλλον η αναπηρία ή παραμόρφωσή του. Για το λόγο αυτό έχει αξίωση κατά την ΑΚ 931 και το πρόσωπο που επανέρχεται στην ίδια εργασία που ασκούσε πριν το ατύχημα, πλην όμως, επειδή άλλαξε δυσμενώς  και καθοριστικά η εξωτερική του εμφάνιση ή επειδή υπέστη σοβαρή αναπηρία, περιορίζονται οι δυνατότητές του και οι ευκαιρίες του για μελλοντική επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική πρόοδο και εξέλιξη.

(ii) Το αιτούμενο κονδύλιο είναι πέραν της χρηματικής ικανοποίησης του άρθρου 932 ΑΚ, καθώς το 932 ΑΚ αφορά στη μη-περιουσιακή βλάβη που επέρχεται στην ηθική, πνευματική και σωματική συγκρότηση του παθόντα και δεν αφορά στη δυσμενή επίδραση που υφίσταται το οικονομικό μέλλον του, το οποίο αποζημιώνεται από το 931 ΑΚ[34].

Β. Περιουσιακός ή μη χαρακτήρας της αξίωσης της ΑΚ 931

Με την υπ’ αριθμ. 18/2008 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου[35], στην οποία η υπόθεση παραπέμφθηκε με την ΑΠ 1489/2007[36] κρίθηκε ότι η αυτοτελής αξίωση κατ’ άρθρον 931 ΑΚ έχει περιουσιακό χαρακτήρα, καθώς αφορά στον καθορισμό αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και, μάλιστα, μελλοντική και όχι για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

Συνεπώς, η αξίωση της ΑΚ 931 δεν είναι μία ακόμη (πλέον της ΑΚ 932) χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αλλά πρόκειται για μία αυτοτελή περιουσιακού χαρακτήρα αξίωση.

Η σημασία της απόφασης αυτής είναι μεγάλη για το εργατικό δίκαιο, καθώς ο εργαζόμενος που υπέστη εργατικό ατύχημα και υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, εφόσον αυτό δεν οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, νομιμοποιείται ενεργητικά έναντι του εργοδότη μόνο για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης  κατ’αρθρον 932 ΑΚ και δεν έχει καμία περιουσιακού χαρακτήρα αξίωση κατ’αυτού, άρα δεν έχει ούτε την αξίωση της ΑΚ 931 που κρίθηκε ότι έχει περιουσιακό χαρακτήρα

Γ. Προϋποθέσεις επιδίκασης της χρηματικής παροχής της ΑΚ 931

Τα στοιχεία που πρέπει να εκτίθενται στην αγωγή για το ορισμένο της αξίωσης της ΑΚ 931 και να αποδεικνύονται για το βάσιμό της είναι:

1. Η αναπηρία – παραμόρφωση του παθόντα

α. Η διάταξη της ΑΚ 931 δεν προϋποθέτει σωρευτική ύπαρξη αναπηρίας και παραμόρφωσης για το νόμιμο της σχετικής αξίωσης, αλλά αρκείται στη διαζευκτική ύπαρξη μίας εκ των δύο.

β. Οι έννοιες της αναπηρίας και παραμόρφωσης είναι αόριστες νομικές έννοιες, οι οποίες εξειδικεύονται από το δικαστήριο της ουσίας με την κατάλληλη υπαγωγή σε αυτές αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών[37].

Ως «αναπηρία» θεωρείται κάποια έλλειψη νοητικής, σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου και

ως «παραμόρφωση» νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφανίσεως του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της Ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής.[38]

γ. Η αναπηρία ή παραμόρφωση πρέπει να είναι, καταρχήν, μόνιμη και διαρκής, χωρίς να αποκλείεται η περίπτωση να είναι προσωρινή, εφόσον όμως αυτό σημαίνει απώλεια σημαντικών  ευνοϊκών ευκαιριών[39].

Υπάρχουν επαγγέλματα που έχουν είτε από τη φύση όριο ηλικίας για την άσκησή τους (επαγγελματικός αθλητισμός) είτε από το νόμο, όπως στις περιπτώσεις που η εισαγωγή σε κάποια σχολή περιορίζεται με βάση την ηλικία (π.χ. σχολή δικαστών, στρατιωτικών κλπ.). Αν η αναπηρία ή η παραμόρφωση, έστω και προσωρινή, στερήσει τη δυνατότητα αυτή, ο παθών έχει αξίωση αποζημίωσης κατά ΑΚ 931.

2. Δυσμενής επίδραση της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο μέλλον του παθόντα

Ως «μέλλον» νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου[40], είναι δε και αυτό αόριστη νομική έννοια και ελέγχεται αναιρετικά.

Όπως αναφέρεται αναλυτικότερα κατωτέρω, δεν απαιτείται συγκεκριμένη ζημία ούτε ιδιάζοντα περιστατικά για την επίδραση της αναπηρίας στο μέλλον. Πρέπει, όμως, στην αγωγή να καθορίζεται ο πιθανολογούμενος τρόπος που αυτή επιδρά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων στο μέλλον του παθόντα, άλλως θα είναι τελείως αόριστη η διατύπωση της αγωγής και δεν θα συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις.

Ειδικότερα, θα πρέπει να διατυπώνονται στην αγωγή (ανεξαρτήτως αν ο παθών συνεχίζει ή όχι να ασκεί την ίδια εργασία που τυχόν ασκούσε προ του ατυχήματος), οι ενδεχόμενες, πιθανολογούμενες συνέπειες που θα έχει στο επαγγελματικό, κοινωνικό και οικονομικό μέλλον του παθόντα η αναπηρία ή παραμόρφωση, με βάση την ηλικία, τις επιθυμίες, κλίσεις, ικανότητες, δυνατότητες, σπουδές, συνθήκες ζωής και λοιπές (προπαρασκευαστικές) ενέργειες του παθόντος προ του ατυχήματος, με επίκληση, επιπλέον, της αδυναμίας ασφαλούς πρόβλεψης της εξέλιξης και προόδου του παθόντα στην περίπτωση που δεν είχε συμβεί το ατύχημα.

3. Δεν απαιτείται συγκεκριμένη ζημία – ούτε ιδιάζοντα περιστατικά- ούτε βεβαιότητα επέλευσης ζημίας – αρκεί δυνατότητα επέλευσης ζημίας

α          Απαιτείται, πράγματι, η επίκληση του πιθανολογούμενου τρόπου που η αναπηρία ή παραμόρφωση επιδρά δυσμενώς στο μέλλον του παθόντα, ωστόσο, είναι σημαντικό να προσδιορισθεί η ποιότητα και η ποσότητα των απαιτούμενων προϋποθέσεων για το ορισμένο του κονδυλίου, ώστε η σχετική αξίωση της ΑΚ 931 να μην παραμένει στην πράξη ανεφάρμοστη.

Σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου, για το ορισμένο του κονδυλίου δεν απαιτείται να προκύπτει  «η επίδραση της αναπηρίας του παθόντα στο μέλλον και να προκύπτουν ιδιαίτεροι λόγοι και τρόποι, εξαιτίας των οποίων γεννώνται δυσμενείς συνέπειες στην οικονομική πλευρά της κοινωνικής του ζωής», καθώς, σε περίπτωση αναπηρίας ή παραμόρφωσης, «η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και, επομένως, δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό – οικονομικό μέλλον του παθόντα». Επομένως, κρίσιμο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής «είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου»[41].

Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά στην απόδειξη της δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμορφώσεως στο μέλλον, έχει κριθεί ότι «δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής (…) αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων» [42], καθώς δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη ότι θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. «Είναι όμως βέβαιο, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση (…) οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική-οικονομική εξέλιξη του παθόντα, κατά τρόπο, όμως, που δεν δύναται επακριβώς να προσδιοριστεί»[43].

Επιχείρημα υπέρ της ερμηνευτικής κατεύθυνσης που ακολουθεί η κρατούσα σήμερα νομολογία, σύμφωνα με την οποία δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής αλλά αρκεί απλή δυνατότητα, παρέχει η ίδια η διατύπωση της διάταξης η οποία αναφέρει «…λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη…»

Συνεπώς, η ΑΚ 931 αντιμετωπίζεται ως αξίωση για μέλλουσα, εύλογη περιουσιακή αποζημίωση χωρίς, όμως, σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε δεν δύναται εκ των προτέρων να προσδιορισθεί[44].

Για το λόγο αυτό, άλλωστε, η σχετική αποζημίωση επιδικάζεται κατ’αποκοπή.

β          Σε περίπτωση που το επιλαμβανόμενο Δικαστήριο κηρύξει απαράδεκτη την αγωγή ζητώντας για το ορισμένο αυτής να αναφέρονται ιδιάζοντα περιστατικά για την εξειδίκευση των δυσμενών συνεπειών στο μέλλον του παθόντα, τότε,

αφενός, υποπίπτει στην πλημμέλεια του άρθρου 559 περ. 8 ή 14 ΚΠολΔ εφόσον δεν λήφθηκαν υπόψη «πράγματα» που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και εφόσον εσφαλμένως κηρύσσεται παρά το νόμο η αγωγή ως απαράδεκτη, ενώ περιέχει τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία (έλεγχος ως προς την ποιοτική ή ποσοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής) και,

αφετέρου, υποπίπτει στην πλημμέλεια του άρθρου 559 περ. 1 ΚΠολΔ καθώς αξιώνει περισσότερα στοιχεία για τη θεμελίωση του δικαιώματος από όσα απαιτεί ο νόμος (έλεγχος ως προς τη νομική αοριστία της αγωγής) [45],

και τούτο διότι για το ορισμένο του κονδυλίου έχει κριθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι δεν απαιτείται να προκύπτει «η επίδραση της αναπηρίας του παθόντα στο μέλλον και να προκύπτουν ιδιαίτεροι λόγοι και τρόποι, εξαιτίας των οποίων γεννώνται δυσμενείς συνέπειες στην οικονομική πλευρά της κοινωνικής του ζωής»[46], επειδή ακριβώς, σε περίπτωση αναπηρίας ή παραμόρφωσης, «η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και, επομένως, δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό – οικονομικό μέλλον του παθόντα» [47].

4. Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αναπηρίας και παραμόρφωσης και της ζημίας που θα υποστεί στο μέλλον

Στην αγωγή, για τη θεμελίωση της αξίωσης της ΑΚ 931, θα πρέπει να αναφέρεται ότι η δυσμενής επίδραση στο μέλλον είναι άμεση συνέπεια της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης και όχι αποτέλεσμα της ανικανότητας προς εργασία, καθώς η αποκατάσταση της ζημίας εκ της ανικανότητας προς εργασία επιδιώκεται μέσω της αξίωσης αποζημίωσης της ΑΚ 929.[48]

5. Είδος και έκταση αποζημίωσης: παράμετροι προσδιορισμού ύψους χρηματικής παροχής

α          Επιδικάζεται χωριστή αποζημίωση και δεν προσαυξάνεται απλώς το επιδικαζόμενο από άλλη αξίωση αποζημίωσης κεφάλαιο.

Καταβάλλεται στον παθόντα μια εφάπαξ χρηματική παροχή (πρόσθετο ποσό αποζημίωσης κατ’αποκοπή) χωρίς να γίνεται μερικότερη διάκριση κατά ποσό για τη μείωση των δυνατοτήτων της επαγγελματικής και κοινωνικής του εξέλιξης[49].

β          Σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία, η τυχόν συνυπαιτιότητα του παθόντα συνεκτιμάται ως προσδιοριστικός παράγοντας για τον υπολογισμό της χρηματικής παροχής σύμφωνα με τα ισχύοντα κατά τον υπολογισμό της ΑΚ 932 και δεν μειώνεται ποσοστιαίως κατά το ποσοστό συνυπαιτιότητας, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της αποζημίωσης κατά ΑΚ 929[50].

γ          Το εύλογο επιδικαζόμενο κατά την ΑΚ 931 χρηματικό ποσό εξευρίσκεται κατ’ αρχήν με βάση, αφενός, το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης, αν πρόκειται δηλαδή για βαριά ή ελαφρά αναπηρία ή παραμόρφωση και, αφετέρου, με βάση και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, επάγγελμα, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος)[51].

Το επιδικαζόμενο ποσό δεν μπορεί να έχει συμβολικό χαρακτήρα, αλλά, κατ’εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας για τον προσδιορισμό της εύλογης αποζημίωσης της ΑΚ 931, θα πρέπει η αποζημίωση αυτή να είναι ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ώστε να μπορεί να επιτελέσει την αποκαταστατική λειτουργία που της επιφυλάσσει ο νόμος και της αναγνωρίζει η νομολογία.

Άλλωστε, η τάση διεθνώς σε πανευρωπαϊκό επίπεδο είναι η επαύξηση της προστασίας του παθόντα και η αύξηση της επιδικαζόμενης στα θύματα αποζημίωσης, όπως η τάση αυτή εκφράζεται με την αύξηση των ασφαλιστικών ορίων στα τροχαία ατυχήματα με βάση τη σχετική υπ’ αριθμ. 2005/14/ΕΚ Κοινοτική Οδηγία, η οποία ενσωματώθηκε στο Ελληνικό δίκαιο με το άρθρο 33 παρ. 2 ν.3746/2009 (ΦΕΚ 27Α/6-2-2009)[52].

Σκοπός της αποζημίωσης δεν είναι η τιμωρία του ζημιώσαντος, είναι όμως η πλήρης αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη και θα υποστεί ο παθών και όχι η παροχή ενός συμβολικού αντισταθμίσματος[53].

6. Τέλος, είναι δυνατή πρόσθετη, περαιτέρω αποζημίωση εκ της  ΑΚ 931 λόγω απρόβλεπτης επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του παθόντα, όπως σε περίπτωση αύξησης του ποσοστού της αναπηρίας ή εμφάνισης πρόσθετης αναπηρίας ή περαιτέρω ουσιώδους χειροτέρευσης της εξωτερικής του εμφάνισης.[54]

ΙΙΙ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η ΚΡΑΤΟΥΣΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙ ΑΚ 931 ΣΥΝΑΔΕΙ ΜΕ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ

1          Με την αναγνώριση από τη νομολογία της  αξίωσης κατά ΑΚ 931 ως αυτοτελούς και με την επιδίκαση χωριστού κονδυλίου, η νομολογία επιτυγχάνει πολύ καλύτερα το σκοπό του νόμου από ό,τι θα συνέβαινε αν ακολουθείτο η κρατούσα στη θεωρία άποψη περί καθοδηγητικού κανόνα δικαίου για επαύξηση της αποζημίωσης θεμελιωμένης σε άλλη νομική διάταξη.

Η αξίωση της ΑΚ 931 ως αυτοτελής, ΑΦΕΝΟΣ, ικανοποιεί το θεμελιώδη σκοπό της αποζημίωσης για πλήρη αποκατάσταση κάθε ζημίας του παθόντα εξαιτίας αδικοπραξίας είτε είναι θετική ή αποθετική είτε ενεστώσα ή μέλλουσα και, ΑΦΕΤΕΡΟΥ, εξασφαλίζει την αποζημίωση των προσώπων εκείνων που δεν θεμελιώνουν δικαίωμα αποζημίωσης δυνάμει άλλης διάταξης, καθώς δεν βρίσκονταν στην παραγωγική διαδικασία κατά το χρόνο του ατυχήματος και οι οποίοι δεν θα είχαν δικαίωμα αποζημίωσης με την ΑΚ 931 αν η σχετική αξίωσή τους αφορούσε μόνο στην επαύξηση αποζημίωσης, όπως υποστήριζε η θεωρία, και όχι τη θεμελίωση αυτοτελούς αξίωσης αποζημίωσης.

2          Σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία, η αναπηρία ή παραμόρφωση έχει ως συνέπεια την ποιοτική υποβάθμιση του μέλλοντος του παθόντα, πλήττει το επαγγελματικό και οικονομικό του μέλλον και τον θέτει σε μειονεκτική θέση στην κοινωνία και στην αγορά εργασίας έναντι των λοιπών προσώπων και, επομένως, δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου επίδρασης της αναπηρίας και παραμόρφωσης και των συνεπειών τους στο οικονομικό-κοινωνικό μέλλον του παθόντα, καθώς μάλιστα η θέση τους γίνεται περισσότερο μειονεκτική σε περιόδους οικονομικής κρίσης και στενότητας στην αγορά εργασίας, όπως η σημερινή [55]

3          Με την κρατούσα σήμερα νομολογία του Αρείου Πάγου, αναδεικνύεται πλέον ως προέχον έννομο αγαθό που προστατεύεται από το άρθρο 931 ΑΚ όχι η περιουσία, αλλά η υγεία του προσώπου, η οποία απολαμβάνει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, διατάξεις οι οποίες τριτενεργούν και αφορούν όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων[56].

4          Η σύγχρονη αντιμετώπιση από τη νομολογία του Αρείου Πάγου της  αξίωσης κατ’ άρθρον 931 ΑΚ συνάδει, επίσης, με την αυξημένη προστασία όχι μονάχα του δικαιώματος της υγείας, αλλά και των ανθρώπων με αναπηρία υπό το φως της συνταγματικής μεταρρύθμισης του 2001 με την οποία, πέραν και πλέον της διάταξης του 21 παρ. 3 του Συντάγματος που αφορά στη λήψη μέτρων για την προστασία της αναπηρίας, προστέθηκε ακόμη μία διάταξη στην παρ.6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, η οποία προβλέπει το δικαίωμα των ατόμων με αναπηρία να απολαμβάνουν μέτρων που εξασφαλίζουν την αυτονομία, την επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή[57].

Σήμερα, πλέον, βασικός δικαιοπολιτικός σκοπός της αξίωσης του άρθρου 931 ΑΚ αναδεικνύεται η προστασία της υγείας και η προστασία των παθόντων αναπηρία ή παραμόρφωση.

Η διάταξη της ΑΚ 931 θεμελιώνει αξίωση για εύλογη περιουσιακή αποζημίωση, ανεξάρτητα από την πρόκληση περιουσιακής ζημίας, η οποία τις περισσότερες φορές δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί, προς αντιμετώπιση των δυσμενών συνεπειών της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο επαγγελματικό-οικονομικό μέλλον των παθόντων. Μέσω της αξίωσης της ΑΚ 931 και της αντίστοιχης εφάπαξ χρηματικής παροχής επιδιώκεται η ουσιαστική[58] και όχι μόνο τυπική ισότητα για τα πρόσωπα που υπέστησαν αναπηρία ή παραμόρφωση από αδικοπραξία σε μία κοινωνία ιδιαιτέρως ανταγωνιστική που συνθλίβει τους αδύνατους και μειονεκτούντες.


[1] Σύμφωνα με το Σχέδιο Συντακτικής Επιτροπής του Αστικού Κώδικα (άρθρο 548) ως πηγές της ΑΚ 931 χρησιμοποιήθηκαν τα άρθρα 1326 του αυστριακού ΑΚ (ABGB), 842 του γερμανικού ΑΚ (BGB) και 1538 του βραζιλιάνικου ΑΚ. Βλ για τις πηγές της ΑΚ 931 σε Κρητικός Αθ, σημείωση κάτω από την
ΑΠ 1320/1988 ΕλλΔνη 1990.777 και Ονουφριάδης Ον., Το τροχαίο ατύχημα, 1999, σελ.457

[2] Με το άρθρο 8 ν.1329/1983 προστέθηκε μία λέξη στη διάταξη και, συγκεκριμένα, το οριστικό άρθρο «της» στη φράση «την επιδίκαση της αποζημίωσης», προσθήκη όμως που δεν επηρεάζει την ερμηνεία της διάταξης.

[3] Κρητικός Αθ., Αποζημίωση 2008, σελ. 294, παρ. 122

[4] Με την ισχύουσα τότε νομολογία η άγαμη γυναίκα που έπαθε αναπηρία ή παραμόρφωση από αδικοπραξία είχε αυτοτελή αξίωση αποζημίωσης κατά το ποσό που θα χρειαζόταν για να παντρευτεί άνδρα ανάλογης κοινωνικής θέσης με εκείνον που θα παντρευόταν αν δεν είχε υποστεί αναπηρία ή παραμόρφωση. ΟλΑΠ 385/1979. Επίσης, ΑΠ 587/1960 ΕΕΝ 28.296, σύμφωνα με την οποία η ΑΚ 931 δημιουργεί αυτοτελή αξίωση της άγαμης κόρης προς αυτοπροίκησή της και είναι απαιτητή κατά το χρόνο της τέλεσης αδικοπραξίας και χωρίς ακόμη τις προϋποθέσεις του γάμου, χωρίς δηλαδή να έχει συμπληρώσει τη νόμιμη ηλικία για γάμο. Ομοίως, ΑΠ 355/1966 ΝοΒ 15.120, ΑΠ 440/1975 ΝοΒ 15.120.
Βλ. συνοπτική αναφορά στη νομολογία και θεωρία σε Βοσινάκη στον ΑΚ Γεωργιάδη –Σταθόπουλου, άρθρο 931, αρ.5-7 και Κρητικός Αθ., Αποζημίωση, 1998 σελ. 122 παρ. 319.

[5] ΑΠ 1166/1975 ΝοΒ 24.430

[6] Ενδεικτικά, Δωρής Φ, σημείωση σε απόφαση ΑΠ 840/1998 ΝοΒ 2000.34.Επίσης, Βοσινάκης στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Αθήνα 1982, άρθρο 931 αρ. Ι, σελ. 811 όπου υποστηρίζεται η άποψη ότι η ΑΚ 931 κρίνεται θεωρητικά περιττή, αλλά πρακτικά δεν είναι άσκοπη λόγω της φειδούς των δικαστηρίων για επιδίκαση πλήρους αποζημίωσης σε περίπτωση αναπηρίας και παραμόρφωσης.

[7] Βοσινάκης στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Αθήνα 1982, άρθρο 931 αρ. I, σελ. 812

[8] Ο Φ. Δωρής υποστηρίζει ότι η 931 ΑΚ δεν θεμελιώνει ιδιαίτερη αξίωση αποζημίωσης και διαφωνεί με τη νομολογία  του Αρείου Πάγου Βλ. σημείωση σε απόφαση ΑΠ 840/1998 ΝοΒ 48.34.

[9] Ο Δ. Μπέης υποστηρίζει ότι η 931 ΑΚ δεν θεμελιώνει ιδιαίτερη αξίωση αποζημίωσης, αλλά πρέπει ο δικαστής κατά τον καθορισμό του ύψους αποζημίωσης της 929 ΑΚ να λαμβάνει υπόψη του ιδιαίτερα την αναπηρία ή παραμόρφωση Βλ. παρατηρήσεις σε απόφαση ΕφΛαρ. 694/1996 Δίκη 1998.281.

[10] Σπυριδάκης Ι.Σ., Περιοδικό «ΕΠΙΔΙΚΙΑ», Επιθεώρηση Δικαίου Ιδιωτικής Ασφάλισης, 2004, τ.1, σελ.1 επ. Ο Ι. Σπυριδάκης, υποστηρίζει ότι η 931 ΑΚ δεν είναι αυτοτελής αξίωση, αλλά μέρος της ΑΚ 929 και επιδικάζεται μόνο όταν συντρέχουν ιδιάζοντα περιστατικά.

[11] Βοσινάκης στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Αθήνα 1982, άρθρο 931 αρ. I, σελ. 812

[12] Κορνηλάκης Π., Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, 2002, τ.1, σ.635

[13] ΑΠ 739/1996 ΕλλΔνη 1997.67, η οποία σε περίπτωση αναπηρίας άγαμης γυναίκας θεώρησε ότι η αξίωση κατά ΑΚ 931 είναι προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης και, συνεπώς, την ενέταξε στο σύστημα της ΑΚ 932 κρίνοντας ότι η εύλογη αποζημίωση δυνάμει και της ΑΚ 931 και της ΑΚ 932 «δύναται να επιδικαστεί δι’ ενιαίου χρηματικού ποσού». Επίσης, ΑΠ 70/1994 ΕλλΔνη 1996.78

[14] Βλ. Ονουφριάδης Ον, Το τροχαίο ατύχημα, 1999, σελ.455 επ, όπου ασκείται κριτική στην ΟλΑΠ 15/1990. Βλ. επίσης,  Κρητικός Αθ., Σημείωση κάτω από την ΑΠ 1320/1988 ΕλλΔνη 1990.777, όπου η μείωση της δυνατότητας τελέσεως γάμου ως συνέπεια της αναπηρίας ή παραμόρφωσης αντιμετωπίζεται ως πηγή περιουσιακής ζημίας, καθώς ο γάμος αποτελεί μέσο οικονομικής προόδου του προσώπου, και, συνεπώς, νομίμως αξιώνεται η αποκατάσταση της περιουσιακής αυτής ζημίας με την επιδίκαση ενός πρόσθετου ποσού αποζημίωσης κατά ΑΚ 931.

[15] ΑΠ 289/2004 (Τμήμα Β2) Δνη 2005.787, αντιμετώπισε την ΑΚ 931 ως βάση ειδικώς για χρηματική ικανοποίηση για την κοινωνική απαξίωση του παθόντα. Βλ. Κρητικός Αθ., Το άρθρο 931 ΑΚ. Μία περιττή διάταξη; Σκέψεις και προβληματισμοί  σε τιμητικό τόμο (γενέθλιον) Απ. Γεωργιάδη,  Αθήνα 2006, σελ. 507 επ., όπου αμφισβητείται η  ορθότητα της ΑΠ 289/2004, καθώς θεωρεί ότι η κοινωνική απαξίωση του παθόντα για την οποία η απόφαση επιδίκασε αποζημίωση της ΑΚ 931, εντάσσεται στην ηθική βλάβη κατά ΑΚ 932. Επίσης, βλ. ΑΠ 1489/2007 ΝΟΜΟΣ, με την οποία παραπέμφθηκε η υπόθεση στην Ολομέλεια που εξέδωσε την ΟλΑΠ 18/2008 ΝΟΜΟΣ.

[16] ΑΠ 1466/2003 Δνη 2005.1060, ΑΠ 1582/2001 Δνη 2002.705, ΑΠ 840/1998 ΝοΒ 2000.34, ΑΠ 275/1995 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 570/1996 ΕλλΔνη 28.66, ΑΠ 275/1995 ΝοΒ 44.809 και ΑΠ 839/1993 ΕλλΔνη 36.134.. Βλ., επίσης, Βαφειάδου Π, Αυτοκίνητα, Αστική και ποινική ευθύνη, 1996, σε. 213, όπου η συγγραφέας συντάσσεται με την άποψη περί της αυτοτέλειας της αξίωσης της ΑΚ 931.

[17]ΑΠ 197/2004 ΕλλΔνη 2004.1349. Παρόμοιες, ΑΠ 1466/2003 ΧρΙΔ 2004.324, ΑΠ 1582/2001 ΝοΒ 2002.1662 Βλ. επίσης  Καράκωστας Ι., Αγωγές και Αιτήσεις Αστικού Δικαίου, 2007, σελ. 110, όπου υποστηρίζεται ότι για τη θεμελίωση της αξίωσης απαιτούνται ιδιάζοντα πραγματικά περιστατικά και συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία.

[18] Βλ. Βαλμαντώνης Κων., Η πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου επί των αυτοκινητικών ατυχημάτων, ΕλλΔνη 2003.1505

[19] ΝοΒ 2002.1835

[20] Βλ. επίσης ΑΠ 1599/2002 ΕλλΔνη 44,416, ΑΠ 122/2006 ΝΟΜΟΣ.

[21] Βλ. Κρητικός Αθ, σημείωση κάτω από την ΑΠ 1320/1988 ΕλλΔνη 1990.777, όπου ήδη από το έτος 1990, υποστηρίζεται,  με αναφορά στην 1326 του αυστριακού ΑΚ (ABGB)και τη σχετική νομολογία του Αυστριακού Ακυρωτικού (OGH), ότι «δεν απαιτείται θετική απόδειξη της παρεμποδίσεως του μέλλοντος. Αρκεί και απλή δυνατότητα. Η βλάβη της αναπηρίας ή παραμορφώσεως μπορεί να υπολογισθεί κατά τρόπο αφηρημένο ή συγκεκριμένο Κατά κανόνα η αποζημίωση λόγω της ιδιαιτερότητάς της επιδικάζεται σε κεφάλαιο εφάπαξ»

[22] ΧρΙΔ 2006.698

[23] ΑΠ 177/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 268/2008 ΕΠολΔ 2008.376, ΑΠ 1058/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1216/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1848/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 154/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 514/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 634/2007 ΝοΒ 2007.1808, ΑΠ 765/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 774/2007 ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2007.153, ΑΠ 1603/2007 ΝΟΜΟΣ,
ΑΠ 1909/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 122/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1645/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1874/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2967/2006 ΝΟΜΟΣ

[24] ΑΠ 177/2008 ΝΟΜΟΣ

[25] Βλ. πρόσφατες αποφάσεις της νομολογίας που επιδικάζουν αποζημίωση κατά 929 ΑΚ σε ανήλικο,
μη-εργαζόμενο κατά το χρόνο του ατυχήματος για μελλοντική περιουσιακή ζημία, με βάση τον χρόνο που θα εισερχόταν στην παραγωγική διαδικασία κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και με βάση τον μισθό του ανειδίκευτου ιδιωτικού υπαλλήλου (ΑΠ 1058/2008 ΝΟΜΟΣ)

[26] Κρητικός Αθ., Το άρθρο 931 ΑΚ. Μία περιττή διάταξη; Σκέψεις και προβληματισμοί  σε τιμητικό τόμο (γενέθλιον) Απ. Γεωργιάδη,  Αθήνα 2006, σελ. 507 επ.

[27] ΑΠ 1645/2006 ΝΟΜΟΣ

[28] ΑΠ 634/2007 ΝοΒ 2007.1708.

[29] Αντίστοιχη είναι και η αντιμετώπιση της ΑΚ 931 από το  Συμβούλιο της Επικρατείας. Ενδεικτικά,
 ΣτΕ 1915/2007 ΝΟΜΟΣ

[30] Σύμφωνα με την ΑΠ 670/2006 «η κατά την ΑΚ 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την κατά την ΑΚ 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος που κατ’ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από την κατά την ΑΚ 932 χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης».

[31] ΑΠ 1225/2002 ΕλλΔνη 44,122 ΑΠ 477/2001 ΕλλΔνη 43.383

[32] ΕφΘεσ 670/1995 Αρμ 1995.469.

[33] Με την ΑΠ 634/2007 ΝοΒ 2007.1708 κρίθηκε ορισμένη και βάσιμη η αξίωση ανηλίκου εκ της ΑΚ 931, ο οποίος κατά το χρόνο του τραυματισμού του δεν εργαζόταν. Όμοια, ΕφΠειρ 509/2007 ΠειρΝομ 2008.395 ΕφΑθ 5426/2000 ΕπΣυγκΔ 2002.265. Βλ. επίσης, Κρητικός Αθ., Αποζημίωση 1998, σελ. 125 παρ. 323 και Φλούδας Ανδρ., Αστική Ευθύνη εξ αυτοκινητικών ατυχημάτων, 1985, σελ. 150, όπου διατυπώνεται η άποψη ότι για την αξίωση εκ της ΑΚ 931 «δεν είναι αναγκαίο όπως η δραστηριότης ησκείτο κατά τον χρόνον του ατυχήματος, αλλά και εάν επρόκειτο να ασκηθή μεταγενεστέρως βάσει των ληφθέντων μέτρων κατά τη συνήθη των πραγμάτων πορείαν, δύναται να ζητηθή αποζημίωσις». Με την ίδια άποψη συντάσσεται και ο Π. Φίλιος στο βιβλίο του Εγχειρίδιο Ενοχικού Δικαίου, Ειδικό Μέρος, 1986, τ.2, σελ.240

[34] Σύμφωνα με την ΟλΑΠ 18/2008 ΝΟΜΟΣ, η αξίωση της ΑΚ 931 λειτουργεί παράλληλα με τη χρηματική ικανοποίηση του άρθρου 932 ΑΚ και την αποζημίωση της ΑΚ 929 και δεν καλύπτεται από αυτές.

[35] Όμοια ΑΠ 1085/2008 ΝΟΜΟΣ. Αντίθετη η ΑΠ 289/2004. Βλ. ανωτέρω υποσημείωση αρ.15.

[36] ΝΟΜΟΣ

[37] Η ορθή ή μη υπαγωγή των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στις αόριστες νομικές έννοιες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ελέγχεται αναιρετικά μέσω του αναιρετικού λόγου 559 αρ.19 ΚΠολΔ

[38] Βλ. περιπτώσεις που συνιστούν αναπηρία ή παραμόρφωση με παραπομπή στη νομολογία, σε Κρητικό Αθ., Αποζημίωση, 2008, σελ. 291 παρ. 116.

[39] ΑΠ 1379/2004 ΧρΙΔ 2005.327

[40] ΑΠ 670/2006 ΝΟΜΟΣ

[41] ΑΠ 670/2006

[42] ΑΠ 1073/2001 ΕπΣυγκΔ 2003.74

[43] ΑΠ 634/2007 ΝοΒ 2007.1708

[44] Για το λόγο αυτό, υπήρξαν αποφάσεις σύμφωνα με τις οποίες για τη χρηματική παροχή κατά ΑΚ 931 δεν χρησιμοποιήθηκε ο όρος «αποζημίωση», καθώς, «(η αποζημίωση) εννοιολογικώς συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής» ΑΠ 634/2007 ΝοΒ 2007.1708. Ομοίως, ΑΠ 1848/2008 ΝΟΜΟΣ.

[45] ΑΠ 1411/2007 ΕλλΔνη 2009.96, ΑΠ 155/2002 ΕλΔνη 43.1357, ΑΠ 414/1992 ΕλΔνη 34.1068, ΑΠ 586/1991 ΝοΒ 40.79, ΑΠ 321/1988 ΕλΔνη 29.1667.

[46] ΑΠ 670/2006

[47] ΑΠ 670/2006

[48]ΕφΑθ 4652/1998 ΕλλΔνη 1998.1348. Επίσης, Βαφειάδου Π, Αυτοκίνητα, Αστική και ποινική ευθύνη, 2003, σελ. 472

[49] ΑΠ 1073/2001 ΕλλΔνη 44.415

[50]ΑΠ 1058/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 765/2007 ΝοΒ 2007.2159.

[51] ΑΠ 1645/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 670/2006.

[52] Με το άρθρο 33 παρ. 2 του νόμου3746/2009, ο οποίος ενσωμάτωσε την Οδηγία 2005/14/ΕΚ για την υποχρεωτική ασφάλιση οχημάτων, αντικαταστάθηκε το άρθρο 6 παρ. 5 του ΠΔ 237/86 (κωδ. ν.489/1976) και πλέον από 1-6-2009 αυξάνονται τα ελάχιστα ποσά ασφαλιστικής κάλυψης, τα οποία ορίζονται πλέον  «α) σε περίπτωση σωματικής βλάβης 500.000 ευρώ, ανά θύμα, β) σε περίπτωση υλικής ζημίας 500.000 ευρώ, ανά ατύχημα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των θυμάτων», προβλέπεται δε περαιτέρω αύξηση από
1-1-2011.

[53] Γεωργιάδης Απ., Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1999, σελ. 132

[54] Κρητικός Αθ., Αποζημίωση, 2008, σελ.299, παρ.132

[55] ΑΠ 1848/2008 ΝΟΜΟΣ,  ΑΠ 765/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 154/2007 ΝΟΜΟΣ

[56] ΑΠ 1848/2008 ΝΟΜΟΣ,  ΑΠ 765/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 154/2007 ΝΟΜΟΣ

[57] άρθρο 21 παρ. 3 Συντάγματος «Το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων» και άρθρο 21 παρ. 6 «Τα άτομα με αναπηρίες έχουν δικαίωμα να απολαμβάνουν μέτρων που εξασφαλίζουν την αυτονομία, την επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας».

[58] Με την ΑΚ 931 επιδιώκεται η αντιμετώπιση των προβλημάτων εκ της μειονεκτικής θέσης, στην οποία αναμφίβολα περιέρχονται οι παθόντες αναπηρία ή παραμόρφωση, και η υποβοήθησή τους ώστε να μπορούν, σύμφωνα με το δικαίωμα που τους δίνει το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, να αναπτύσσουν την προσωπικότητά τους και να συμμετέχουν ελεύθερα στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας και με τρόπο ισότιμο με πρόσωπα που δεν υπέστησαν το δικό τους πλήγμα.

ΕΝΩΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΡΟΧΑΙΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ (Ε.Ν.Δ.Ι.Α.Α.Ε.Τ.Α.)

 

 

1η Επιστημονική Διημερίδα σε θέματα δικαίου ιδιωτικής ασφάλισης και αστικής ευθύνης τροχαίων ατυχημάτων

Πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις αναφορικά με  τον χαρακτήρα και τις προϋποθέσεις επιδίκασης της χρηματικής παροχής του άρθρου 931 ΑΚ

ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΗΛΙΑΣ Ι. ΚΛΑΠΠΑΣ, Δικηγόρος, Μέλος του Δ.Σ. του Δ.Σ.Π.

ΣΑΒΒΑΤΟ 9-5-2009

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ι. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Α. Αρχικό κείμενο

Β. Η διάταξη μετά την τροποποίησή της με τον ν.1329/1983

Γ. Η νομολογία μετά την ΑΠ 670/2006

ιι. Τι ισχύει σύμφωνα με την κρατούσα πλέον νομολογία του Αρείου Πάγου

Α. Αυτοτελής αξίωση παρεχόμενη ανεξαρτήτως φύλου του παθόντα

Β. Περιουσιακός ή μη χαρακτήρας της αξίωσης της ΑΚ 931

Γ.Προϋποθέσεις επιδίκασης της χρηματικής παροχής της ΑΚ 931

ΙΙΙ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η διάταξη του άρθρου 931 του Αστικού Κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Η αναπηρία ή παραμόρφωση που υπέστη ο παθών λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του».[1]

Η νομική της διαδρομή και η αντιμετώπισή της από τη θεωρία και τη νομολογία υπήρξε περιπετειώδης και παρότι η διάταξη δείχνει απλή από γραμματικής απόψεως, αποδείχθηκε η πλέον δυσερμήνευτη στο χώρο των αδικοπραξιών για τους θεωρητικούς και τους εφαρμοστές του δικαίου.

Ίσως να φταίνε οι έξι τελευταίες λέξεις που υπήρχαν στο αρχικό κείμενο («ιδία δε εις την αποκατάστασιν γυναικός») και οι οποίες παρότι αφαιρέθηκαν με το νόμο περί ισότητας (άρθρο 8 ν.1329/1983)[2] φαίνεται ότι εξακολούθησαν να επηρεάζουν την τελολογική ερμηνεία, προσέγγιση και εφαρμογή τής εν λόγω διάταξης.

Ίσως για την πολυκύμαντη διαδρομή της να ευθύνεται η συστηματική ένταξή της στο περί αποζημιώσεως κεφάλαιο του Αστικού Κώδικα στο οποίο καταλαμβάνει θέση μετά την ΑΚ 929 και πριν την ΑΚ 932[3], δημιουργώντας καταρχήν την εντύπωση ένταξής της στο πλαίσιο της ΑΚ 929.

Ίσως, τέλος, οι ερμηνευτικές δυσκολίες να οφείλονται στην ατελή γραμματική διατύπωση της διάταξης και, κυρίως, στην περιεχόμενη έκφραση «λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη» (κατά τον προσδιορισμό της αποζημίωσης), η οποία δίνει την εντύπωση επικουρικότητας της διάταξης σε σχέση κατά κύριο λόγο με την ΑΚ 929 και, συνεπακόλουθα, γεννά αμφιβολίες για την αυτοτέλεια της αξίωσης για αποζημίωση κατά ΑΚ 931.

Ι. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Α. Αρχικό κείμενο

Από την έναρξη ισχύος του Αστικού Κώδικα (23-2-1946) μέχρι σήμερα, η διάταξη έχει υποστεί μία και μοναδική τροποποίηση, αυτή που της επέφερε ο νόμος  περί ισότητας (άρθρο 8 ν.1329/1983), ο οποίος, θεωρώντας ότι η παλαιά διατύπωση έθιγε την αξιοπρέπεια της γυναίκας, της αφαίρεσε τις έξι τελευταίες λέξεις.

Το αρχικό κείμενο της διάταξης ήταν το εξής:

«Αναπηρία ή παραμόρφωσις, ήν υπέστη ο παθών, λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη κατά την επιδίκασιν αποζημιώσεως, εάν επιδρά είς το μέλλον αυτού, ιδία δε εις την αποκατάστασιν γυναικός».

Υπό την αρχική αυτή διατύπωση, η διάταξη εφαρμόστηκε από τα δικαστήρια, σχεδόν αποκλειστικά στις περιπτώσεις τραυματισμού γυναίκας, κυρίως άγαμης, αλλά και χήρας ή διαζευγμένης (εφόσον αυτές μπορούσαν να τελέσουν στο μέλλον γάμο), με σοβαρές και διαρκείς στο μέλλον της συνέπειες, οι οποίες επηρέαζαν δυσμενώς την αποκατάστασή της με γάμο[4].

Ουσιαστικά η διάταξη αυτή εντάχθηκε στη λογική του θεσμού της προίκας και, παρότι η ίδια η γραμματική της διατύπωση σε καμία περίπτωση δεν απέκλειε την εφαρμογή της σε περιπτώσεις αναπηρίας ή παραμόρφωσης ανδρών, οι σχετικές αγωγές απορρίπτονταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία ως αόριστες[5] ή αβάσιμες.

Β. Η διάταξη μετά την τροποποίησή της με τον ν.1329/1983

1          Με το νόμο περί ισότητας και την κατάργηση της προίκας τροποποιήθηκε η ΑΚ 931 και πλέον καμία διάκριση φύλου δεν υπήρχε στη διάταξη.

Παρόλα αυτά, ακόμη και όταν έλειψαν οι έξι τελευταίες λέξεις της αρχικής διάταξης, αυτές συνέχισαν να επηρεάζουν την ερμηνευτική της αντιμετώπιση. Για το λόγο αυτό υπήρξαν συγγραφείς που θεώρησαν ότι μετά τον ν. 1329/1983, οπότε έπαυσε να τίθεται ως αυτοτελές νομικώς σημαντικό ζήτημα «η αποκατάστασις της γυναικός», η διάταξη έχασε την αυτοτέλειά της, παραβλέποντας ότι αν πράγματι αυτός ήταν ο μόνος λόγος ύπαρξης τής συγκεκριμένης διάταξης θα είχε στο σύνολό της καταργηθεί μετά την μεταρρύθμιση του 1983.

Χρειάστηκαν δεκαετίες με νομολογιακές παλινδρομήσεις και αντιφατικές αποφάσεις και θεωρητική διαπάλη όχι μόνο μέσα στους κόλπους της δικαιοσύνης, αλλά και με την ενεργό συμμετοχή της πανεπιστημιακής κοινότητας, ώστε να φθάσουμε στη σύγχρονη θεώρηση της ΑΚ 931, ως ρύθμισης που προστατεύει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της υγείας.

2          Συνήθως οι εφαρμοστές του δικαίου είναι πιο διστακτικοί στο να εκφράσουν με τις αποφάσεις τους νέες, σύγχρονες θεωρήσεις και ερμηνευτικές προσεγγίσεις νομικών διατάξεων.

Στην προκειμένη, ωστόσο, περίπτωση της ΑΚ 931, εξετάζοντας την ιστορική διαδρομή της, δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι η νομολογία αποδείχθηκε πιο θαρραλέα από τη θεωρία στην προστασία των δικαιωμάτων του θύματος και αφομοίωσε πιο άμεσα και με τρόπο επιστημονικά τεκμηριωμένο τη σύγχρονη θεώρηση του δικαιώματος της υγείας και της προστασίας της αναπηρίας.

Η θεωρία επικαλούμενη τη γραμματική διατύπωση της διάταξης, τη συστηματική της ένταξη στο κεφάλαιο περί αποζημίωσης και το σκοπό της, αρνιόταν την αυτοτέλεια της σχετικής αξίωσης, παρά το γεγονός ότι όλοι οι συγγραφείς υπογράμμιζαν την ανάγκη ελάφρυνσης της δεινής θέσης στην οποία περιήλθε ο παθών με τη χρήση της διάταξης της ΑΚ 931[6].

Η άρνηση από τη θεωρία της αυτοτέλειας της διάταξης ερχόταν σε αντίφαση με την άποψη των ίδιων συγγραφέων που δέχονταν αυτοτέλεια της διάταξης πριν την τροποποίηση του ν.1329/1983 και της σχετικής αξίωσης αποζημίωσης όταν επρόκειτο για αξίωση άγαμης γυναίκας που έπαθε σωματική βλάβη και δυσχεραινόταν η αποκατάστασή της με γάμο[7].

3          Τα βασικά επιστημονικά ζητήματα που ήταν στο κέντρο της  επιστημονικής διαπάλης γύρω από την ΑΚ 931 μετά την τροποποίησή της με το νόμο περί ισότητας ήταν

(α) η νομική φύση της αξίωσης και, περαιτέρω, η αυτοτέλεια της διάταξης έναντι της ΑΚ 929 και της ΑΚ 932 και

(β) οι προϋποθέσεις του ορισμένου και της βασιμότητας της σχετικής αξίωσης.

4          Το κύριο ερμηνευτικό ζήτημα που αφορούσε στη νομική φύση της αξίωσης συνδεόταν με το αν η διάταξη αναφέρεται σε αξίωση για περιουσιακή ζημία ή σε αξίωση για ικανοποίηση ηθικής βλάβης ή αν πρόκειται για αυτοτελή αξίωση.

Η κρατούσα άποψη στη θεωρία (Δωρής Φ.[8], Μπέης Δ.[9], Σπυριδάκης Ι. [10], Βοσινάκης[11], Κορνηλάκης Π.[12]) αρνιόταν τον αυτοτελή χαρακτήρα της σχετικής αξίωσης και ενέτασσε την ΑΚ 931 στο σύστημα της ΑΚ 929 και θεωρούσε ότι η ΑΚ 931 αποτελεί κατευθυντήριο κανόνα προς τον εφαρμοστή του δικαίου για επαύξηση της αποζημίωσης του θύματος για μελλοντική ζημία κατ’ άρθρον 929 ΑΚ σε περίπτωση αναπηρίας ή παραμόρφωσης, καθώς, όπως αναφερόταν, τα δικαστήρια είναι συνήθως διστακτικά ως προς την έκταση αποκατάστασης μελλοντικών ζημιών από αναπηρία ή παραμόρφωση.

Σύμφωνα με τη θεωρία, η ρύθμιση της ΑΚ 931 έχει επικουρικό χαρακτήρα και η αξίωση αποζημίωσης πρέπει να είναι θεμελιωμένη σε άλλη νομική διάταξη (929 ΑΚ) ώστε ο παθών να δικαιούται επαύξηση κατά τους όρους της ΑΚ 931.

5          Μία άλλη άποψη, η οποία βρήκε ελάχιστη ανταπόκριση στο χώρο της νομολογίας υποστήριζε ότι η ΑΚ 931 έχει χαρακτήρα ικανοποίησης της ηθικής βλάβης και δεν είναι αυτοτελής αξίωση και για το λόγο αυτό έπρεπε η εύλογη αποζημίωση λόγω της ηθικής βλάβης και για ΑΚ 931 και για ΑΚ 932 να επιδικαστεί ως ενιαίο ποσό[13].

Η άποψη αυτή επηρεάστηκε από την απόφαση 15/1990 της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, η οποία με ισχνή πλειοψηφία (13-12 δικαστών) έκρινε ότι μετά την κατάργηση του θεσμού της προίκας, η άγαμη γυναίκα που έπαθε αναπηρία ή παραμόρφωση από αδικοπραξία δεν έχει αυτοτελή αξίωση κατά την ΑΚ 931 παρά μόνο αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης για τη μείωση της δυνατότητας αποκατάστασής της[14].

Στην τρέχουσα δεκαετία υπήρξαν και άλλες μεμονωμένες αποφάσεις του Αρείου Πάγου που αφορούσαν κυρίως υποθέσεις εργατικού δικαίου, οι οποίες με διαφορετική θεωρητική αφετηρία προέκριναν το χαρακτήρα της ΑΚ 931 ως πρόσθετης ικανοποίησης για ηθική βλάβη, πλην όμως, δεν αμφισβητούσαν την αυτοτέλεια της ΑΚ 931 και κατέληγαν στην επιδίκαση δύο αυτοτελών κονδυλίων για την ΑΚ 931 και την ΑΚ 932[15].

Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την πρόσφατη 18/2008 απόφασή της απεφάνθη ότι η ΑΚ 931 έχει περιουσιακό χαρακτήρα και δεν πρόκειται για αξίωση χρηματικής ικανοποίησης παρόμοιας της ΑΚ 932.

6          Η άποψη αυτή που αμφισβητούσε την αυτοτέλεια της ΑΚ 931 είτε εντάσσοντας αυτήν στο σύστημα της ΑΚ 929 είτε αντιμετωπίζοντάς την ως χρηματική ικανοποίηση, δεν βρήκε ανταπόκριση στο χώρο της δικαιοσύνης, καθώς ακόμη και μετά την τροποποίηση του 1983, ο Άρειος Πάγος συνέχισε να θεωρεί κατά πάγια νομολογία του ως αυτοτελή την αξίωση εκ του άρθρου 931 ΑΚ[16].

7             Πλην όμως, ακόμη και όταν το θέμα της αυτοτέλειας της αξίωσης είχε παγιωθεί νομολογιακά, η νομολογία κατέφευγε σε μία δυσνόητη  και δυσαπόδεικτη κατασκευή συνδρομής «ιδιαζόντων περιστατικών εκτός και πέραν εκείνων που απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση αξιώσεων με βάση το άρθρο 929 και 932 ΑΚ και από τα οποία ειδικά περιστατικά θα πρέπει να προκύπτουν οι ιδιαίτεροι λόγοι και τρόποι, εξ αιτίας των οποίων γεννώνται δυσμενείς συνέπειες στην οικονομική πλευρά της μελλοντικής ζωής του».[17]  

               Με τον τρόπο αυτό, δια της πλαγίας οδού, υπεισέρχονταν στην εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης αποζημιωτικού χαρακτήρα προϋποθέσεις που ταίριαζαν στην 929 ΑΚ. Ειδικότερα, έπρεπε να υφίσταται και να αποδεικνύεται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο μέλλον και συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία του παθόντα.

Με τις αξιώσεις αυτές που προέβαλε η νομολογία, ο ενάγων, παθών από ατύχημα αναπηρία ή παραμόρφωση, αντιμετώπιζε ιδιαίτερα σημαντικές δυσκολίες τόσο στη διατύπωση της σχετικής αξίωσής του, όσο και στην απόδειξη των ισχυρισμών του. Συνεπεία αυτού, η διάταξη της ΑΚ 931 ήταν στην πράξη δυσεφάρμοστη και η πλειονότητα των σχετικών αγωγικών αξιώσεων απορριπτόταν ως αόριστες ή αναπόδεικτες.

8          Απόφαση-τομή για τη νομολογία του Αρείου Πάγου αποτέλεσε η απόφαση 670/2006 (Πρόεδρος Αθανάσιος Κρητικός, Εισηγήτρια Ελένη Μαραμαθά) που σήμανε μία διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση της ΑΚ 931, η οποία, αφενός, ανταποκρινόταν περισσότερο στην ανάγκη προστασίας του παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση και, αφετέρου, καθιστούσε τη διάταξη εφαρμόσιμη.

9          Ασφαλώς, σπέρματα της νέας αυτής αντίληψης υπήρχαν και σε άλλες αποφάσεις μέχρι τότε[18], όπως στην 1073/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου[19] (Πρόεδρος Κωνσταντίνος Μαμαλάκης, Εισηγητής Παύλος Μεϊντάνης), σύμφωνα με την οποία στην περίπτωση της ΑΚ 931 κάμπτεται ο απαιτούμενος βαθμός δικονομικής βεβαιότητας για την επέλευση της μελλοντικής ζημίας και δεν υφίσταται ανάγκη πλήρους απόδειξης κατά το ισχύον στην πολιτική δικονομία σύστημα της αυστηρής απόδειξης.

Ειδικότερα, η απόφαση αυτή, όπως και άλλες που στο μεταξύ ακολούθησαν[20], δέχθηκε ότι δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο μέλλον, αλλά αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων[21], πλην όμως και στην απόφαση αυτή αναφερόταν ότι στοιχείο του ορισμένου της αγωγής είναι η ζημία κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, την οποία έπαθε ο ενάγων πέραν από αυτή που ζήτησε ή πρόκειται να υποστεί στο μέλλον.

Γ. Η νομολογία μετά την ΑΠ 670/2006[22]

Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος με την 670/2006 απόφαση και με αυτές που ακολούθησαν και οι οποίες πλέον συνιστούν την κρατούσα σήμερα στο Ακυρωτικό Δικαστήριο νομολογία περί της ΑΚ 931[23], αποσυνέδεσε την αναπηρία ή παραμόρφωση από την πρόκληση συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, η οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν δύναται να προσδιοριστεί[24], και ανέδειξε πλέον ως προέχον έννομο αγαθό που προστατεύεται από την ΑΚ 931 καθ’ εαυτήν την αναπηρία ή παραμόρφωση ως βλάβη του σώματος ή της υγείας.

Αν το θύμα στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να αποδείξει συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, συνεπεία της αναπηρίας ή παραμόρφωσης, τότε η ζημία αυτή δύναται να αξιωθεί μέσω της ΑΚ 929[25].

Δυνάμει της ΑΚ 931 ο παθών αναπηρία ή παραμόρφωση δικαιούται εύλογου χρηματικού ποσού ως περιουσιακή αποζημίωση για τη δυσμενή επίδραση της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο οικονομικό-επαγγελματικό μέλλον, αντιστοιχούσα στη μέλλουσα αποθετική ζημία του, η οποία είναι πιθανή στο μέλλον και δεν μπορεί να προσδιοριστεί εκ των προτέρων, αλλά μερικές φορές ούτε εκ των υστέρων, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να αποδειχθεί[26].

Η εύλογη αυτή χρηματική αποζημίωση καταβάλλεται εφάπαξ και προσδιορίζεται λαμβάνοντας υπόψη το είδος και τη βαρύτητα της αναπηρίας ή παραμόρφωσης και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, επάγγελμα, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος)[27].

Το κρίσιμο, συνεπώς, για την επιδίκαση της παροχής αυτής είναι η απόδειξη πρόκλησης αναπηρίας ή παραμόρφωσης, καθώς, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε μια τέτοια περίπτωση, «η δυσμενής επίδραση είναι δεδομένη και, επομένως, δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού ειδικού τρόπου της επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό-οικονομικό μέλλον του παθόντα»[28].

ιι. Τι ισχύει σύμφωνα με την κρατούσα πλέον νομολογία του Αρείου Πάγου

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι πλέον μετά την νομολογιακή κατεύθυνση που χάραξε η 670/2006 απόφαση, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου εμφανίζεται αρκετά ομογενοποιημένη σχετικά με την ΑΚ 931 και δεν χαρακτηρίζεται από τις αμφιταλαντεύσεις του παρελθόντος, οι οποίες, εκφράζοντας την έντονη επιστημονική διαπάλη που υπήρχε σχετικά με τη διάταξη, δημιουργούσαν ανασφάλεια δικαίου.

Υπό το φως της κρατούσας σήμερα νομολογίας, για την αξίωση της ΑΚ 931 ισχύουν τα εξής:

Α. Αυτοτελής αξίωση, παρεχόμενη ανεξαρτήτως φύλου του παθόντα[29]

Η αδικοπραξία θέτει σε κίνηση τρεις αυτοτελείς μηχανισμούς αποκατάστασης των ζημιών του θύματος, πρώτον του άρθρου 929 ΑΚ (σε συνδυασμό με το άρθρο 298), δεύτερον του 932 ΑΚ και τρίτον του 931 ΑΚ[30].

            Η αξίωση της ΑΚ 931 είναι αυτοτελής σε σχέση με τις αξιώσεις ΑΚ 929 και ΑΚ 932 και, συνεπώς, οι αξιώσεις αυτές είναι δυνατόν να ασκηθούν μεμονωμένως, σωρευτικώς ή διαδοχικώς και η θεμελίωση κάθε μίας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μίας των λοιπών, το δεδικασμένο δε προγενέστερης δίκης επί ΑΚ 929 και ΑΚ 932 δεν καλύπτει την αξίωση εκ της ΑΚ 931[31].

Ειδικότερα, συνεπεία της αυτοτέλειας της σχετικής αξίωσης, είναι δυνατή η άσκηση της αξίωσης 931 ΑΚ χωρίς να προϋποτίθεται αναγκαίως δικαίωμα αποζημίωσης κατά την ΑΚ 929. Δεν είναι απαραίτητο να θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης κατά την ΑΚ 929 με αντικείμενο διαφυγόντα εισοδήματα, ώστε να νομιμοποιείται ο παθών να αξιώσει κατά ΑΚ 931[32]. Διαφορετικά θα στένευε ιδιαιτέρως το πεδίο εφαρμογής για την ΑΚ 931 και θα εξαιρούνταν κατηγορίες προσώπων που δεν εργάζονταν κατά το χρόνο του ατυχήματος (ανήλικοι ή άλλα πρόσωπα που δεν έχουν εισέλθει στην παραγωγική διαδικασία ή βρίσκονται προσωρινά εκτός αυτής κατά το χρόνο του ατυχήματος), οι οποίες μάλιστα αξίζουν ίσης αν όχι μείζονος προστασίας σε σχέση με τα πρόσωπα που είναι επαγγελματικώς τακτοποιημένα[33].

(i) Το αιτούμενο κονδύλιο κατ’ άρθρον 931 ΑΚ είναι πέραν της αποζημίωσης του άρθρου 929 ΑΚ,καθώς η αποζημίωση του άρθρου 929 ΑΚ δεν καλύπτει τις δυσμενείς συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο οικονομικό-επαγγελματικό μέλλον του παθόντος, δεδομένου ότι με τη διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ επιδικάζεται αποζημίωση για τα εισοδήματα που απώλεσε και θα απωλέσει με βάση την εργασία που έκανε πριν το ατύχημα και με βάση τα εισοδήματα που είχε κατά το χρόνο του ατυχήματος. Με άλλα λόγια, ο χρόνος «παγώνει» και δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την αποζημίωση του άρθρου 929 ΑΚ ότι ο παθών εξαιτίας της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στερείται ευκαιριών και ότι αν δεν είχε υποστεί αναπηρία ή παραμόρφωση, θα μπορούσεστο μέλλον να εξελιχθεί επαγγελματικά, να (μετ)εκπαιδευτεί, να ασκήσει κάποια άλλη πιο προσοδοφόρα επαγγελματική ή επιχειρηματική δραστηριότητα ή να βρει κάποια καλύτερα αμειβόμενη εργασία.

Η ΑΚ 931 δεν αποζημιώνει για την απώλεια εισοδημάτων, αλλά αποζημιώνει για την απώλεια ή μείωση των δυνατοτήτων του παθόντα για επαγγελματική του εξέλιξη ή τους αυξημένους κινδύνους που συνεπάγεται για το επαγγελματικό του μέλλον η αναπηρία ή παραμόρφωσή του. Για το λόγο αυτό έχει αξίωση κατά την ΑΚ 931 και το πρόσωπο που επανέρχεται στην ίδια εργασία που ασκούσε πριν το ατύχημα, πλην όμως, επειδή άλλαξε δυσμενώς  και καθοριστικά η εξωτερική του εμφάνιση ή επειδή υπέστη σοβαρή αναπηρία, περιορίζονται οι δυνατότητές του και οι ευκαιρίες του για μελλοντική επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική πρόοδο και εξέλιξη.

(ii) Το αιτούμενο κονδύλιο είναι πέραν της χρηματικής ικανοποίησης του άρθρου 932 ΑΚ, καθώς το 932 ΑΚ αφορά στη μη-περιουσιακή βλάβη που επέρχεται στην ηθική, πνευματική και σωματική συγκρότηση του παθόντα και δεν αφορά στη δυσμενή επίδραση που υφίσταται το οικονομικό μέλλον του, το οποίο αποζημιώνεται από το 931 ΑΚ[34].

Β. Περιουσιακός ή μη χαρακτήρας της αξίωσης της ΑΚ 931

Με την υπ’ αριθμ. 18/2008 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου[35], στην οποία η υπόθεση παραπέμφθηκε με την ΑΠ 1489/2007[36] κρίθηκε ότι η αυτοτελής αξίωση κατ’ άρθρον 931 ΑΚ έχει περιουσιακό χαρακτήρα, καθώς αφορά στον καθορισμό αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και, μάλιστα, μελλοντική και όχι για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

Συνεπώς, η αξίωση της ΑΚ 931 δεν είναι μία ακόμη (πλέον της ΑΚ 932) χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αλλά πρόκειται για μία αυτοτελή περιουσιακού χαρακτήρα αξίωση.

Η σημασία της απόφασης αυτής είναι μεγάλη για το εργατικό δίκαιο, καθώς ο εργαζόμενος που υπέστη εργατικό ατύχημα και υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, εφόσον αυτό δεν οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, νομιμοποιείται ενεργητικά έναντι του εργοδότη μόνο για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης  κατ’αρθρον 932 ΑΚ και δεν έχει καμία περιουσιακού χαρακτήρα αξίωση κατ’αυτού, άρα δεν έχει ούτε την αξίωση της ΑΚ 931 που κρίθηκε ότι έχει περιουσιακό χαρακτήρα

Γ. Προϋποθέσεις επιδίκασης της χρηματικής παροχής της ΑΚ 931

Τα στοιχεία που πρέπει να εκτίθενται στην αγωγή για το ορισμένο της αξίωσης της ΑΚ 931 και να αποδεικνύονται για το βάσιμό της είναι:

1. Η αναπηρία – παραμόρφωση του παθόντα

α. Η διάταξη της ΑΚ 931 δεν προϋποθέτει σωρευτική ύπαρξη αναπηρίας και παραμόρφωσης για το νόμιμο της σχετικής αξίωσης, αλλά αρκείται στη διαζευκτική ύπαρξη μίας εκ των δύο.

β. Οι έννοιες της αναπηρίας και παραμόρφωσης είναι αόριστες νομικές έννοιες, οι οποίες εξειδικεύονται από το δικαστήριο της ουσίας με την κατάλληλη υπαγωγή σε αυτές αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών[37].

Ως «αναπηρία» θεωρείται κάποια έλλειψη νοητικής, σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου και

ως «παραμόρφωση» νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφανίσεως του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της Ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής.[38]

γ. Η αναπηρία ή παραμόρφωση πρέπει να είναι, καταρχήν, μόνιμη και διαρκής, χωρίς να αποκλείεται η περίπτωση να είναι προσωρινή, εφόσον όμως αυτό σημαίνει απώλεια σημαντικών  ευνοϊκών ευκαιριών[39].

Υπάρχουν επαγγέλματα που έχουν είτε από τη φύση όριο ηλικίας για την άσκησή τους (επαγγελματικός αθλητισμός) είτε από το νόμο, όπως στις περιπτώσεις που η εισαγωγή σε κάποια σχολή περιορίζεται με βάση την ηλικία (π.χ. σχολή δικαστών, στρατιωτικών κλπ.). Αν η αναπηρία ή η παραμόρφωση, έστω και προσωρινή, στερήσει τη δυνατότητα αυτή, ο παθών έχει αξίωση αποζημίωσης κατά ΑΚ 931.

2. Δυσμενής επίδραση της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο μέλλον του παθόντα

Ως «μέλλον» νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου[40], είναι δε και αυτό αόριστη νομική έννοια και ελέγχεται αναιρετικά.

Όπως αναφέρεται αναλυτικότερα κατωτέρω, δεν απαιτείται συγκεκριμένη ζημία ούτε ιδιάζοντα περιστατικά για την επίδραση της αναπηρίας στο μέλλον. Πρέπει, όμως, στην αγωγή να καθορίζεται ο πιθανολογούμενος τρόπος που αυτή επιδρά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων στο μέλλον του παθόντα, άλλως θα είναι τελείως αόριστη η διατύπωση της αγωγής και δεν θα συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις.

Ειδικότερα, θα πρέπει να διατυπώνονται στην αγωγή (ανεξαρτήτως αν ο παθών συνεχίζει ή όχι να ασκεί την ίδια εργασία που τυχόν ασκούσε προ του ατυχήματος), οι ενδεχόμενες, πιθανολογούμενες συνέπειες που θα έχει στο επαγγελματικό, κοινωνικό και οικονομικό μέλλον του παθόντα η αναπηρία ή παραμόρφωση, με βάση την ηλικία, τις επιθυμίες, κλίσεις, ικανότητες, δυνατότητες, σπουδές, συνθήκες ζωής και λοιπές (προπαρασκευαστικές) ενέργειες του παθόντος προ του ατυχήματος, με επίκληση, επιπλέον, της αδυναμίας ασφαλούς πρόβλεψης της εξέλιξης και προόδου του παθόντα στην περίπτωση που δεν είχε συμβεί το ατύχημα.

3. Δεν απαιτείται συγκεκριμένη ζημία – ούτε ιδιάζοντα περιστατικά- ούτε βεβαιότητα επέλευσης ζημίας – αρκεί δυνατότητα επέλευσης ζημίας

α          Απαιτείται, πράγματι, η επίκληση του πιθανολογούμενου τρόπου που η αναπηρία ή παραμόρφωση επιδρά δυσμενώς στο μέλλον του παθόντα, ωστόσο, είναι σημαντικό να προσδιορισθεί η ποιότητα και η ποσότητα των απαιτούμενων προϋποθέσεων για το ορισμένο του κονδυλίου, ώστε η σχετική αξίωση της ΑΚ 931 να μην παραμένει στην πράξη ανεφάρμοστη.

Σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου, για το ορισμένο του κονδυλίου δεν απαιτείται να προκύπτει  «η επίδραση της αναπηρίας του παθόντα στο μέλλον και να προκύπτουν ιδιαίτεροι λόγοι και τρόποι, εξαιτίας των οποίων γεννώνται δυσμενείς συνέπειες στην οικονομική πλευρά της κοινωνικής του ζωής», καθώς, σε περίπτωση αναπηρίας ή παραμόρφωσης, «η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και, επομένως, δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό – οικονομικό μέλλον του παθόντα». Επομένως, κρίσιμο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής «είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου»[41].

Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά στην απόδειξη της δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμορφώσεως στο μέλλον, έχει κριθεί ότι «δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής (…) αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων» [42], καθώς δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη ότι θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. «Είναι όμως βέβαιο, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση (…) οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική-οικονομική εξέλιξη του παθόντα, κατά τρόπο, όμως, που δεν δύναται επακριβώς να προσδιοριστεί»[43].

Επιχείρημα υπέρ της ερμηνευτικής κατεύθυνσης που ακολουθεί η κρατούσα σήμερα νομολογία, σύμφωνα με την οποία δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής αλλά αρκεί απλή δυνατότητα, παρέχει η ίδια η διατύπωση της διάταξης η οποία αναφέρει «…λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη…»

Συνεπώς, η ΑΚ 931 αντιμετωπίζεται ως αξίωση για μέλλουσα, εύλογη περιουσιακή αποζημίωση χωρίς, όμως, σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε δεν δύναται εκ των προτέρων να προσδιορισθεί[44].

Για το λόγο αυτό, άλλωστε, η σχετική αποζημίωση επιδικάζεται κατ’αποκοπή.

β          Σε περίπτωση που το επιλαμβανόμενο Δικαστήριο κηρύξει απαράδεκτη την αγωγή ζητώντας για το ορισμένο αυτής να αναφέρονται ιδιάζοντα περιστατικά για την εξειδίκευση των δυσμενών συνεπειών στο μέλλον του παθόντα, τότε,

αφενός, υποπίπτει στην πλημμέλεια του άρθρου 559 περ. 8 ή 14 ΚΠολΔ εφόσον δεν λήφθηκαν υπόψη «πράγματα» που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και εφόσον εσφαλμένως κηρύσσεται παρά το νόμο η αγωγή ως απαράδεκτη, ενώ περιέχει τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία (έλεγχος ως προς την ποιοτική ή ποσοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής) και,

αφετέρου, υποπίπτει στην πλημμέλεια του άρθρου 559 περ. 1 ΚΠολΔ καθώς αξιώνει περισσότερα στοιχεία για τη θεμελίωση του δικαιώματος από όσα απαιτεί ο νόμος (έλεγχος ως προς τη νομική αοριστία της αγωγής) [45],

και τούτο διότι για το ορισμένο του κονδυλίου έχει κριθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι δεν απαιτείται να προκύπτει «η επίδραση της αναπηρίας του παθόντα στο μέλλον και να προκύπτουν ιδιαίτεροι λόγοι και τρόποι, εξαιτίας των οποίων γεννώνται δυσμενείς συνέπειες στην οικονομική πλευρά της κοινωνικής του ζωής»[46], επειδή ακριβώς, σε περίπτωση αναπηρίας ή παραμόρφωσης, «η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και, επομένως, δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό – οικονομικό μέλλον του παθόντα» [47].

4. Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αναπηρίας και παραμόρφωσης και της ζημίας που θα υποστεί στο μέλλον

Στην αγωγή, για τη θεμελίωση της αξίωσης της ΑΚ 931, θα πρέπει να αναφέρεται ότι η δυσμενής επίδραση στο μέλλον είναι άμεση συνέπεια της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης και όχι αποτέλεσμα της ανικανότητας προς εργασία, καθώς η αποκατάσταση της ζημίας εκ της ανικανότητας προς εργασία επιδιώκεται μέσω της αξίωσης αποζημίωσης της ΑΚ 929.[48]

5. Είδος και έκταση αποζημίωσης: παράμετροι προσδιορισμού ύψους χρηματικής παροχής

α          Επιδικάζεται χωριστή αποζημίωση και δεν προσαυξάνεται απλώς το επιδικαζόμενο από άλλη αξίωση αποζημίωσης κεφάλαιο.

Καταβάλλεται στον παθόντα μια εφάπαξ χρηματική παροχή (πρόσθετο ποσό αποζημίωσης κατ’αποκοπή) χωρίς να γίνεται μερικότερη διάκριση κατά ποσό για τη μείωση των δυνατοτήτων της επαγγελματικής και κοινωνικής του εξέλιξης[49].

β          Σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία, η τυχόν συνυπαιτιότητα του παθόντα συνεκτιμάται ως προσδιοριστικός παράγοντας για τον υπολογισμό της χρηματικής παροχής σύμφωνα με τα ισχύοντα κατά τον υπολογισμό της ΑΚ 932 και δεν μειώνεται ποσοστιαίως κατά το ποσοστό συνυπαιτιότητας, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της αποζημίωσης κατά ΑΚ 929[50].

γ          Το εύλογο επιδικαζόμενο κατά την ΑΚ 931 χρηματικό ποσό εξευρίσκεται κατ’ αρχήν με βάση, αφενός, το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης, αν πρόκειται δηλαδή για βαριά ή ελαφρά αναπηρία ή παραμόρφωση και, αφετέρου, με βάση και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, επάγγελμα, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος)[51].

Το επιδικαζόμενο ποσό δεν μπορεί να έχει συμβολικό χαρακτήρα, αλλά, κατ’εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας για τον προσδιορισμό της εύλογης αποζημίωσης της ΑΚ 931, θα πρέπει η αποζημίωση αυτή να είναι ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ώστε να μπορεί να επιτελέσει την αποκαταστατική λειτουργία που της επιφυλάσσει ο νόμος και της αναγνωρίζει η νομολογία.

Άλλωστε, η τάση διεθνώς σε πανευρωπαϊκό επίπεδο είναι η επαύξηση της προστασίας του παθόντα και η αύξηση της επιδικαζόμενης στα θύματα αποζημίωσης, όπως η τάση αυτή εκφράζεται με την αύξηση των ασφαλιστικών ορίων στα τροχαία ατυχήματα με βάση τη σχετική υπ’ αριθμ. 2005/14/ΕΚ Κοινοτική Οδηγία, η οποία ενσωματώθηκε στο Ελληνικό δίκαιο με το άρθρο 33 παρ. 2 ν.3746/2009 (ΦΕΚ 27Α/6-2-2009)[52].

Σκοπός της αποζημίωσης δεν είναι η τιμωρία του ζημιώσαντος, είναι όμως η πλήρης αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη και θα υποστεί ο παθών και όχι η παροχή ενός συμβολικού αντισταθμίσματος[53].

6. Τέλος, είναι δυνατή πρόσθετη, περαιτέρω αποζημίωση εκ της  ΑΚ 931 λόγω απρόβλεπτης επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του παθόντα, όπως σε περίπτωση αύξησης του ποσοστού της αναπηρίας ή εμφάνισης πρόσθετης αναπηρίας ή περαιτέρω ουσιώδους χειροτέρευσης της εξωτερικής του εμφάνισης.[54]

ΙΙΙ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η ΚΡΑΤΟΥΣΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙ ΑΚ 931 ΣΥΝΑΔΕΙ ΜΕ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ

1          Με την αναγνώριση από τη νομολογία της  αξίωσης κατά ΑΚ 931 ως αυτοτελούς και με την επιδίκαση χωριστού κονδυλίου, η νομολογία επιτυγχάνει πολύ καλύτερα το σκοπό του νόμου από ό,τι θα συνέβαινε αν ακολουθείτο η κρατούσα στη θεωρία άποψη περί καθοδηγητικού κανόνα δικαίου για επαύξηση της αποζημίωσης θεμελιωμένης σε άλλη νομική διάταξη.

Η αξίωση της ΑΚ 931 ως αυτοτελής, ΑΦΕΝΟΣ, ικανοποιεί το θεμελιώδη σκοπό της αποζημίωσης για πλήρη αποκατάσταση κάθε ζημίας του παθόντα εξαιτίας αδικοπραξίας είτε είναι θετική ή αποθετική είτε ενεστώσα ή μέλλουσα και, ΑΦΕΤΕΡΟΥ, εξασφαλίζει την αποζημίωση των προσώπων εκείνων που δεν θεμελιώνουν δικαίωμα αποζημίωσης δυνάμει άλλης διάταξης, καθώς δεν βρίσκονταν στην παραγωγική διαδικασία κατά το χρόνο του ατυχήματος και οι οποίοι δεν θα είχαν δικαίωμα αποζημίωσης με την ΑΚ 931 αν η σχετική αξίωσή τους αφορούσε μόνο στην επαύξηση αποζημίωσης, όπως υποστήριζε η θεωρία, και όχι τη θεμελίωση αυτοτελούς αξίωσης αποζημίωσης.

2          Σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία, η αναπηρία ή παραμόρφωση έχει ως συνέπεια την ποιοτική υποβάθμιση του μέλλοντος του παθόντα, πλήττει το επαγγελματικό και οικονομικό του μέλλον και τον θέτει σε μειονεκτική θέση στην κοινωνία και στην αγορά εργασίας έναντι των λοιπών προσώπων και, επομένως, δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου επίδρασης της αναπηρίας και παραμόρφωσης και των συνεπειών τους στο οικονομικό-κοινωνικό μέλλον του παθόντα, καθώς μάλιστα η θέση τους γίνεται περισσότερο μειονεκτική σε περιόδους οικονομικής κρίσης και στενότητας στην αγορά εργασίας, όπως η σημερινή [55]

3          Με την κρατούσα σήμερα νομολογία του Αρείου Πάγου, αναδεικνύεται πλέον ως προέχον έννομο αγαθό που προστατεύεται από το άρθρο 931 ΑΚ όχι η περιουσία, αλλά η υγεία του προσώπου, η οποία απολαμβάνει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, διατάξεις οι οποίες τριτενεργούν και αφορούν όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων[56].

4          Η σύγχρονη αντιμετώπιση από τη νομολογία του Αρείου Πάγου της  αξίωσης κατ’ άρθρον 931 ΑΚ συνάδει, επίσης, με την αυξημένη προστασία όχι μονάχα του δικαιώματος της υγείας, αλλά και των ανθρώπων με αναπηρία υπό το φως της συνταγματικής μεταρρύθμισης του 2001 με την οποία, πέραν και πλέον της διάταξης του 21 παρ. 3 του Συντάγματος που αφορά στη λήψη μέτρων για την προστασία της αναπηρίας, προστέθηκε ακόμη μία διάταξη στην παρ.6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, η οποία προβλέπει το δικαίωμα των ατόμων με αναπηρία να απολαμβάνουν μέτρων που εξασφαλίζουν την αυτονομία, την επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή[57].

Σήμερα, πλέον, βασικός δικαιοπολιτικός σκοπός της αξίωσης του άρθρου 931 ΑΚ αναδεικνύεται η προστασία της υγείας και η προστασία των παθόντων αναπηρία ή παραμόρφωση.

Η διάταξη της ΑΚ 931 θεμελιώνει αξίωση για εύλογη περιουσιακή αποζημίωση, ανεξάρτητα από την πρόκληση περιουσιακής ζημίας, η οποία τις περισσότερες φορές δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί, προς αντιμετώπιση των δυσμενών συνεπειών της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο επαγγελματικό-οικονομικό μέλλον των παθόντων. Μέσω της αξίωσης της ΑΚ 931 και της αντίστοιχης εφάπαξ χρηματικής παροχής επιδιώκεται η ουσιαστική[58] και όχι μόνο τυπική ισότητα για τα πρόσωπα που υπέστησαν αναπηρία ή παραμόρφωση από αδικοπραξία σε μία κοινωνία ιδιαιτέρως ανταγωνιστική που συνθλίβει τους αδύνατους και μειονεκτούντες.


[1] Σύμφωνα με το Σχέδιο Συντακτικής Επιτροπής του Αστικού Κώδικα (άρθρο 548) ως πηγές της ΑΚ 931 χρησιμοποιήθηκαν τα άρθρα 1326 του αυστριακού ΑΚ (ABGB), 842 του γερμανικού ΑΚ (BGB) και 1538 του βραζιλιάνικου ΑΚ. Βλ για τις πηγές της ΑΚ 931 σε Κρητικός Αθ, σημείωση κάτω από την
ΑΠ 1320/1988 ΕλλΔνη 1990.777 και Ονουφριάδης Ον., Το τροχαίο ατύχημα, 1999, σελ.457

[2] Με το άρθρο 8 ν.1329/1983 προστέθηκε μία λέξη στη διάταξη και, συγκεκριμένα, το οριστικό άρθρο «της» στη φράση «την επιδίκαση της αποζημίωσης», προσθήκη όμως που δεν επηρεάζει την ερμηνεία της διάταξης.

[3] Κρητικός Αθ., Αποζημίωση 2008, σελ. 294, παρ. 122

[4] Με την ισχύουσα τότε νομολογία η άγαμη γυναίκα που έπαθε αναπηρία ή παραμόρφωση από αδικοπραξία είχε αυτοτελή αξίωση αποζημίωσης κατά το ποσό που θα χρειαζόταν για να παντρευτεί άνδρα ανάλογης κοινωνικής θέσης με εκείνον που θα παντρευόταν αν δεν είχε υποστεί αναπηρία ή παραμόρφωση. ΟλΑΠ 385/1979. Επίσης, ΑΠ 587/1960 ΕΕΝ 28.296, σύμφωνα με την οποία η ΑΚ 931 δημιουργεί αυτοτελή αξίωση της άγαμης κόρης προς αυτοπροίκησή της και είναι απαιτητή κατά το χρόνο της τέλεσης αδικοπραξίας και χωρίς ακόμη τις προϋποθέσεις του γάμου, χωρίς δηλαδή να έχει συμπληρώσει τη νόμιμη ηλικία για γάμο. Ομοίως, ΑΠ 355/1966 ΝοΒ 15.120, ΑΠ 440/1975 ΝοΒ 15.120.
Βλ. συνοπτική αναφορά στη νομολογία και θεωρία σε Βοσινάκη στον ΑΚ Γεωργιάδη –Σταθόπουλου, άρθρο 931, αρ.5-7 και Κρητικός Αθ., Αποζημίωση, 1998 σελ. 122 παρ. 319.

[5] ΑΠ 1166/1975 ΝοΒ 24.430

[6] Ενδεικτικά, Δωρής Φ, σημείωση σε απόφαση ΑΠ 840/1998 ΝοΒ 2000.34.Επίσης, Βοσινάκης στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Αθήνα 1982, άρθρο 931 αρ. Ι, σελ. 811 όπου υποστηρίζεται η άποψη ότι η ΑΚ 931 κρίνεται θεωρητικά περιττή, αλλά πρακτικά δεν είναι άσκοπη λόγω της φειδούς των δικαστηρίων για επιδίκαση πλήρους αποζημίωσης σε περίπτωση αναπηρίας και παραμόρφωσης.

[7] Βοσινάκης στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Αθήνα 1982, άρθρο 931 αρ. I, σελ. 812

[8] Ο Φ. Δωρής υποστηρίζει ότι η 931 ΑΚ δεν θεμελιώνει ιδιαίτερη αξίωση αποζημίωσης και διαφωνεί με τη νομολογία  του Αρείου Πάγου Βλ. σημείωση σε απόφαση ΑΠ 840/1998 ΝοΒ 48.34.

[9] Ο Δ. Μπέης υποστηρίζει ότι η 931 ΑΚ δεν θεμελιώνει ιδιαίτερη αξίωση αποζημίωσης, αλλά πρέπει ο δικαστής κατά τον καθορισμό του ύψους αποζημίωσης της 929 ΑΚ να λαμβάνει υπόψη του ιδιαίτερα την αναπηρία ή παραμόρφωση Βλ. παρατηρήσεις σε απόφαση ΕφΛαρ. 694/1996 Δίκη 1998.281.

[10] Σπυριδάκης Ι.Σ., Περιοδικό «ΕΠΙΔΙΚΙΑ», Επιθεώρηση Δικαίου Ιδιωτικής Ασφάλισης, 2004, τ.1, σελ.1 επ. Ο Ι. Σπυριδάκης, υποστηρίζει ότι η 931 ΑΚ δεν είναι αυτοτελής αξίωση, αλλά μέρος της ΑΚ 929 και επιδικάζεται μόνο όταν συντρέχουν ιδιάζοντα περιστατικά.

[11] Βοσινάκης στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Αθήνα 1982, άρθρο 931 αρ. I, σελ. 812

[12] Κορνηλάκης Π., Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, 2002, τ.1, σ.635

[13] ΑΠ 739/1996 ΕλλΔνη 1997.67, η οποία σε περίπτωση αναπηρίας άγαμης γυναίκας θεώρησε ότι η αξίωση κατά ΑΚ 931 είναι προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης και, συνεπώς, την ενέταξε στο σύστημα της ΑΚ 932 κρίνοντας ότι η εύλογη αποζημίωση δυνάμει και της ΑΚ 931 και της ΑΚ 932 «δύναται να επιδικαστεί δι’ ενιαίου χρηματικού ποσού». Επίσης, ΑΠ 70/1994 ΕλλΔνη 1996.78

[14] Βλ. Ονουφριάδης Ον, Το τροχαίο ατύχημα, 1999, σελ.455 επ, όπου ασκείται κριτική στην ΟλΑΠ 15/1990. Βλ. επίσης,  Κρητικός Αθ., Σημείωση κάτω από την ΑΠ 1320/1988 ΕλλΔνη 1990.777, όπου η μείωση της δυνατότητας τελέσεως γάμου ως συνέπεια της αναπηρίας ή παραμόρφωσης αντιμετωπίζεται ως πηγή περιουσιακής ζημίας, καθώς ο γάμος αποτελεί μέσο οικονομικής προόδου του προσώπου, και, συνεπώς, νομίμως αξιώνεται η αποκατάσταση της περιουσιακής αυτής ζημίας με την επιδίκαση ενός πρόσθετου ποσού αποζημίωσης κατά ΑΚ 931.

[15] ΑΠ 289/2004 (Τμήμα Β2) Δνη 2005.787, αντιμετώπισε την ΑΚ 931 ως βάση ειδικώς για χρηματική ικανοποίηση για την κοινωνική απαξίωση του παθόντα. Βλ. Κρητικός Αθ., Το άρθρο 931 ΑΚ. Μία περιττή διάταξη; Σκέψεις και προβληματισμοί  σε τιμητικό τόμο (γενέθλιον) Απ. Γεωργιάδη,  Αθήνα 2006, σελ. 507 επ., όπου αμφισβητείται η  ορθότητα της ΑΠ 289/2004, καθώς θεωρεί ότι η κοινωνική απαξίωση του παθόντα για την οποία η απόφαση επιδίκασε αποζημίωση της ΑΚ 931, εντάσσεται στην ηθική βλάβη κατά ΑΚ 932. Επίσης, βλ. ΑΠ 1489/2007 ΝΟΜΟΣ, με την οποία παραπέμφθηκε η υπόθεση στην Ολομέλεια που εξέδωσε την ΟλΑΠ 18/2008 ΝΟΜΟΣ.

[16] ΑΠ 1466/2003 Δνη 2005.1060, ΑΠ 1582/2001 Δνη 2002.705, ΑΠ 840/1998 ΝοΒ 2000.34, ΑΠ 275/1995 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 570/1996 ΕλλΔνη 28.66, ΑΠ 275/1995 ΝοΒ 44.809 και ΑΠ 839/1993 ΕλλΔνη 36.134.. Βλ., επίσης, Βαφειάδου Π, Αυτοκίνητα, Αστική και ποινική ευθύνη, 1996, σε. 213, όπου η συγγραφέας συντάσσεται με την άποψη περί της αυτοτέλειας της αξίωσης της ΑΚ 931.

[17]ΑΠ 197/2004 ΕλλΔνη 2004.1349. Παρόμοιες, ΑΠ 1466/2003 ΧρΙΔ 2004.324, ΑΠ 1582/2001 ΝοΒ 2002.1662 Βλ. επίσης  Καράκωστας Ι., Αγωγές και Αιτήσεις Αστικού Δικαίου, 2007, σελ. 110, όπου υποστηρίζεται ότι για τη θεμελίωση της αξίωσης απαιτούνται ιδιάζοντα πραγματικά περιστατικά και συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία.

[18] Βλ. Βαλμαντώνης Κων., Η πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου επί των αυτοκινητικών ατυχημάτων, ΕλλΔνη 2003.1505

[19] ΝοΒ 2002.1835

[20] Βλ. επίσης ΑΠ 1599/2002 ΕλλΔνη 44,416, ΑΠ 122/2006 ΝΟΜΟΣ.

[21] Βλ. Κρητικός Αθ, σημείωση κάτω από την ΑΠ 1320/1988 ΕλλΔνη 1990.777, όπου ήδη από το έτος 1990, υποστηρίζεται,  με αναφορά στην 1326 του αυστριακού ΑΚ (ABGB)και τη σχετική νομολογία του Αυστριακού Ακυρωτικού (OGH), ότι «δεν απαιτείται θετική απόδειξη της παρεμποδίσεως του μέλλοντος. Αρκεί και απλή δυνατότητα. Η βλάβη της αναπηρίας ή παραμορφώσεως μπορεί να υπολογισθεί κατά τρόπο αφηρημένο ή συγκεκριμένο Κατά κανόνα η αποζημίωση λόγω της ιδιαιτερότητάς της επιδικάζεται σε κεφάλαιο εφάπαξ»

[22] ΧρΙΔ 2006.698

[23] ΑΠ 177/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 268/2008 ΕΠολΔ 2008.376, ΑΠ 1058/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1216/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1848/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 154/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 514/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 634/2007 ΝοΒ 2007.1808, ΑΠ 765/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 774/2007 ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2007.153, ΑΠ 1603/2007 ΝΟΜΟΣ,
ΑΠ 1909/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 122/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1645/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1874/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2967/2006 ΝΟΜΟΣ

[24] ΑΠ 177/2008 ΝΟΜΟΣ

[25] Βλ. πρόσφατες αποφάσεις της νομολογίας που επιδικάζουν αποζημίωση κατά 929 ΑΚ σε ανήλικο,
μη-εργαζόμενο κατά το χρόνο του ατυχήματος για μελλοντική περιουσιακή ζημία, με βάση τον χρόνο που θα εισερχόταν στην παραγωγική διαδικασία κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και με βάση τον μισθό του ανειδίκευτου ιδιωτικού υπαλλήλου (ΑΠ 1058/2008 ΝΟΜΟΣ)

[26] Κρητικός Αθ., Το άρθρο 931 ΑΚ. Μία περιττή διάταξη; Σκέψεις και προβληματισμοί  σε τιμητικό τόμο (γενέθλιον) Απ. Γεωργιάδη,  Αθήνα 2006, σελ. 507 επ.

[27] ΑΠ 1645/2006 ΝΟΜΟΣ

[28] ΑΠ 634/2007 ΝοΒ 2007.1708.

[29] Αντίστοιχη είναι και η αντιμετώπιση της ΑΚ 931 από το  Συμβούλιο της Επικρατείας. Ενδεικτικά,
 ΣτΕ 1915/2007 ΝΟΜΟΣ

[30] Σύμφωνα με την ΑΠ 670/2006 «η κατά την ΑΚ 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την κατά την ΑΚ 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος που κατ’ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από την κατά την ΑΚ 932 χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης».

[31] ΑΠ 1225/2002 ΕλλΔνη 44,122 ΑΠ 477/2001 ΕλλΔνη 43.383

[32] ΕφΘεσ 670/1995 Αρμ 1995.469.

[33] Με την ΑΠ 634/2007 ΝοΒ 2007.1708 κρίθηκε ορισμένη και βάσιμη η αξίωση ανηλίκου εκ της ΑΚ 931, ο οποίος κατά το χρόνο του τραυματισμού του δεν εργαζόταν. Όμοια, ΕφΠειρ 509/2007 ΠειρΝομ 2008.395 ΕφΑθ 5426/2000 ΕπΣυγκΔ 2002.265. Βλ. επίσης, Κρητικός Αθ., Αποζημίωση 1998, σελ. 125 παρ. 323 και Φλούδας Ανδρ., Αστική Ευθύνη εξ αυτοκινητικών ατυχημάτων, 1985, σελ. 150, όπου διατυπώνεται η άποψη ότι για την αξίωση εκ της ΑΚ 931 «δεν είναι αναγκαίο όπως η δραστηριότης ησκείτο κατά τον χρόνον του ατυχήματος, αλλά και εάν επρόκειτο να ασκηθή μεταγενεστέρως βάσει των ληφθέντων μέτρων κατά τη συνήθη των πραγμάτων πορείαν, δύναται να ζητηθή αποζημίωσις». Με την ίδια άποψη συντάσσεται και ο Π. Φίλιος στο βιβλίο του Εγχειρίδιο Ενοχικού Δικαίου, Ειδικό Μέρος, 1986, τ.2, σελ.240

[34] Σύμφωνα με την ΟλΑΠ 18/2008 ΝΟΜΟΣ, η αξίωση της ΑΚ 931 λειτουργεί παράλληλα με τη χρηματική ικανοποίηση του άρθρου 932 ΑΚ και την αποζημίωση της ΑΚ 929 και δεν καλύπτεται από αυτές.

[35] Όμοια ΑΠ 1085/2008 ΝΟΜΟΣ. Αντίθετη η ΑΠ 289/2004. Βλ. ανωτέρω υποσημείωση αρ.15.

[36] ΝΟΜΟΣ

[37] Η ορθή ή μη υπαγωγή των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στις αόριστες νομικές έννοιες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ελέγχεται αναιρετικά μέσω του αναιρετικού λόγου 559 αρ.19 ΚΠολΔ

[38] Βλ. περιπτώσεις που συνιστούν αναπηρία ή παραμόρφωση με παραπομπή στη νομολογία, σε Κρητικό Αθ., Αποζημίωση, 2008, σελ. 291 παρ. 116.

[39] ΑΠ 1379/2004 ΧρΙΔ 2005.327

[40] ΑΠ 670/2006 ΝΟΜΟΣ

[41] ΑΠ 670/2006

[42] ΑΠ 1073/2001 ΕπΣυγκΔ 2003.74

[43] ΑΠ 634/2007 ΝοΒ 2007.1708

[44] Για το λόγο αυτό, υπήρξαν αποφάσεις σύμφωνα με τις οποίες για τη χρηματική παροχή κατά ΑΚ 931 δεν χρησιμοποιήθηκε ο όρος «αποζημίωση», καθώς, «(η αποζημίωση) εννοιολογικώς συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής» ΑΠ 634/2007 ΝοΒ 2007.1708. Ομοίως, ΑΠ 1848/2008 ΝΟΜΟΣ.

[45] ΑΠ 1411/2007 ΕλλΔνη 2009.96, ΑΠ 155/2002 ΕλΔνη 43.1357, ΑΠ 414/1992 ΕλΔνη 34.1068, ΑΠ 586/1991 ΝοΒ 40.79, ΑΠ 321/1988 ΕλΔνη 29.1667.

[46] ΑΠ 670/2006

[47] ΑΠ 670/2006

[48]ΕφΑθ 4652/1998 ΕλλΔνη 1998.1348. Επίσης, Βαφειάδου Π, Αυτοκίνητα, Αστική και ποινική ευθύνη, 2003, σελ. 472

[49] ΑΠ 1073/2001 ΕλλΔνη 44.415

[50]ΑΠ 1058/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 765/2007 ΝοΒ 2007.2159.

[51] ΑΠ 1645/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 670/2006.

[52] Με το άρθρο 33 παρ. 2 του νόμου3746/2009, ο οποίος ενσωμάτωσε την Οδηγία 2005/14/ΕΚ για την υποχρεωτική ασφάλιση οχημάτων, αντικαταστάθηκε το άρθρο 6 παρ. 5 του ΠΔ 237/86 (κωδ. ν.489/1976) και πλέον από 1-6-2009 αυξάνονται τα ελάχιστα ποσά ασφαλιστικής κάλυψης, τα οποία ορίζονται πλέον  «α) σε περίπτωση σωματικής βλάβης 500.000 ευρώ, ανά θύμα, β) σε περίπτωση υλικής ζημίας 500.000 ευρώ, ανά ατύχημα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των θυμάτων», προβλέπεται δε περαιτέρω αύξηση από
1-1-2011.

[53] Γεωργιάδης Απ., Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1999, σελ. 132

[54] Κρητικός Αθ., Αποζημίωση, 2008, σελ.299, παρ.132

[55] ΑΠ 1848/2008 ΝΟΜΟΣ,  ΑΠ 765/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 154/2007 ΝΟΜΟΣ

[56] ΑΠ 1848/2008 ΝΟΜΟΣ,  ΑΠ 765/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 154/2007 ΝΟΜΟΣ

[57] άρθρο 21 παρ. 3 Συντάγματος «Το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων» και άρθρο 21 παρ. 6 «Τα άτομα με αναπηρίες έχουν δικαίωμα να απολαμβάνουν μέτρων που εξασφαλίζουν την αυτονομία, την επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας».

[58] Με την ΑΚ 931 επιδιώκεται η αντιμετώπιση των προβλημάτων εκ της μειονεκτικής θέσης, στην οποία αναμφίβολα περιέρχονται οι παθόντες αναπηρία ή παραμόρφωση, και η υποβοήθησή τους ώστε να μπορούν, σύμφωνα με το δικαίωμα που τους δίνει το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, να αναπτύσσουν την προσωπικότητά τους και να συμμετέχουν ελεύθερα στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας και με τρόπο ισότιμο με πρόσωπα που δεν υπέστησαν το δικό τους πλήγμα.