Η έκταση της Αποζημίωσης σε περίπτωση παροχής τρίτου (ΑΚ 930 εδ. γ΄)
Ο κανόνας της αθροιστικής απόληψης και οι εξαιρέσεις του (υποκατάσταση Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, Ασφαλιστική υποκατάσταση) [1]

ΗΛΙΑΣ Ι. ΚΛΑΠΠΑΣ, Δικηγόρος Πειραιά

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ι       Ο κανόνας του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ

Α     Τι προβλέπει η διάταξη

1      Η έκταση της υποχρέωσης αποζημίωσης του ζημιώσαντα σε περίπτωση παροχής τρίτου

2      Η έκταση της αξίωσης αποζημίωσης του ζημιωθέντα σε περίπτωση παροχής τρίτου

Β      Πότε εφαρμόζεται η διάταξη

Γ      Νομοθετικός σκοπός της διάταξης

Δ      Έκταση εφαρμογής

1      Ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου

2      Ως προς τις καλυπτόμενες ζημίες

3      Ως προς το πρόσωπο του τρίτου υπόχρεου σε παροχή

4      Ως προς τις καλυπτόμενες παροχές

Ε      Περιπτώσεις εφαρμογής του κανόνα της αθροιστικής απόληψης παροχής τρίτου και αποζημίωσης από τον ζημιωθέντα

1      Οικειοθελείς παροχές

α      Παροχή υπηρεσιών νοσοκόμας-οικιακής βοηθού από οικείο πρόσωπο του ζημιωθέντα

β      Οι εξ ελευθεριότητας παροχές τρίτου

2      Υποχρεωτικές παροχές

α      Η καταβολή μισθού και αντιστοιχούντων δώρων και επιδομάτων από τον εργοδότη

β      Η καταβολή μισθού και αντιστοιχούντων δώρων και επιδομάτων από το Δημόσιο

γ       Η καταβολή νοσηλίων από το Δημόσιο

δ       Η καταβολή νοσηλίων από Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης

ε       Η καταβολή σύνταξης από Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης ή από το Δημόσιο

στ     Η καταβολή διατροφής και νοσηλίων από τον υπόχρεο εκ του νόμου σε διατροφή

ΙΙ     Οι εξαιρέσεις από τον κανόνα

Α     Υποκατάσταση οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης στα δικαιώματα του ασφαλισμένου παθόντα

1      Υποκατάσταση ΙΚΑ

α      Νομοθετική ρύθμιση

β      Προϋποθέσεις υποκατάστασης

2      Υποκατάσταση άλλων Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης

α      Νομοθετική ρύθμιση

β      Διαχρονικό δίκαιο

Β      Υποκατάσταση φορέων ιδιωτικής ασφάλισης στα δικαιώματα του ασφαλισμένου παθόντα (ασφαλιστική υποκατάσταση)

1      Νομοθετική ρύθμιση

2      Προϋποθέσεις υποκατάστασης

3      Το βάρος απόδειξης των προϋποθέσεων ασφαλιστικής υποκατάστασης

Ι          Ο κανόνας του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ

Α         Τι προβλέπει η διάταξη

Η διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ είναι από αυτές που έχουν επιβιώσει χωρίς καμία νομοθετική μεταβολή καθόλο το χρονικό διάστημα της ισχύος του Αστικού Κώδικα[2].

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ, «η αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε».

Η διάταξη του 930 εδ. γ΄ ΑΚ απαντά σε δύο ερωτήματα: το πρώτο αφορά στην έκταση της υποχρέωσης αποζημίωσης του ζημιώσαντα σε περίπτωση παροχής από τρίτο στο ζημιωθέντα, και το δεύτερο αφορά στην έκταση της αξίωσης αποζημίωσης του ζημιωθέντα και, κατ’ επέκταση, στο πρόσωπο του δικαιούχου της αποζημίωσης, σε περίπτωση παροχής από τρίτο.

1          Η έκταση της υποχρέωσης αποζημίωσης του ζημιώσαντα σε περίπτωση παροχής τρίτου

Σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ, η έκταση της υποχρέωσης αποζημίωσης του ζημιώσαντα παραμένει ίδια είτε υπάρχει είτε όχι παροχή από τρίτο στο ζημιωθέντα και σκοπεύει στην πλήρη αποκατάσταση τόσο της περιουσιακής ζημίας όσο και της βλάβης που προκλήθηκε σε μη-περιουσιακά αγαθά (ηθική βλάβη). Ο κατά νόμο υπόχρεος  (υπαίτιος οδηγός, προστήσας κύριος ή κάτοχος του ζημιογόνου οχήματος, αστικώς υπεύθυνος  κ.α.) δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση αποζημίωσης στην περίπτωση που κάποιος τρίτος έχει την υποχρέωση εκ του νόμου ή εκ συμβάσεως να αποζημιώσει ή να διατρέφει τον ζημιωθέντα, ακόμη και αν η υποχρέωση αυτή έχει ως αιτία την ίδια αδικοπραξία.

Εξαίρεση από τον κανόνα αυτό εισάγει η αμφίβολης συνταγματικότητας διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 εδ. α΄π.δ. 237/86,  η οποία στις περιπτώσεις παροχών προς τον ζημιωθέντα από Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, περιορίζει την έκταση της υποχρέωσης αποζημίωσης αποκλειστικά και μόνο του Επικουρικού Κεφαλαίου, όταν αυτό είναι νόμω υπόχρεο προς αποζημίωση, αφήνοντας ακέραιη την έκταση της υποχρέωσης αποζημίωσης των λοιπών κατά νόμω υπόχρεων[3]

Η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 π.δ. 237/1986 αναφέρεται μόνο στα ασφαλιστικά ταμεία ή άλλους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και δεν αναφέρεται και δεν περιλαμβάνει τις συμβάσεις ιδιωτικής ασφάλισης και τις, βάσει αυτών, παροχές ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών Στις περιπτώσεις καταβολών στον ζημιωθέντα από ιδιωτική ασφαλιστική εταιρία, ανεξαρτήτως αν υφίσταται ή όχι περίπτωση ασφαλιστικής υποκατάστασης, η έκταση της αποζημιωτικής ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου παραμένει ακέραιη και το Επικουρικό Κεφάλαιο δεν μπορεί να επικαλεσθεί για την απαλλαγή ή τον περιορισμό της ευθύνης του τα οριζόμενα στο άρθρο 19 παρ. 5 π.δ. 237/1986 [4]. Για το λόγο αυτό, ο ζημιωθείς, κατ’ άρθρον 930 εδ. γ΄ ΑΚ, ή, σε περίπτωση ασφαλιστικής υποκατάστασης, η ασφαλιστική του εταιρία, δικαιούται να αξιώσει από τον ζημιώσαντα και το Επικουρικό Κεφάλαιο, ευθυνόμενους εις ολόκληρον, κατ’ άρθρον 926 ΑΚ, το ποσό που αντιστοιχεί στις καταβολές αυτές

 2         Η έκταση της αξίωσης αποζημίωσης του ζημιωθέντα σε περίπτωση παροχής τρίτου

Όσον αφορά στο δεύτερο ερώτημα, σε περίπτωση παροχής από τρίτο, ο ζημιωθείς παραμένει δικαιούχος της αποζημίωσης και έχει, με βάση τη διάταξη αυτή, νόμιμο δικαίωμα για αθροιστική απόληψη της παροχής του τρίτου και της αποζημίωσης. Κατά συνέπεια, η αποζημιωτική του αξίωση διατηρείται ακέραιη έναντι του ζημιώσαντα, καθώς η παροχή του τρίτου δεν καταλογίζεται στη ζημία και δεν μειώνει την έκταση της αποζημίωσης που ο παθών δικαιούται.

Στις περιπτώσεις που απολύτως περιοριστικά προβλέπεται από άλλη ειδική νομοθετική διάταξη εξαίρεση στον κανόνα της αθροιστικής απόληψης με υποκατάσταση του τρίτου παρόχου στα δικαιώματα του ζημιωθέντα (όπως στις περιπτώσεις παροχών από φορείς κοινωνικής και ιδιωτικής ασφάλισης), η έκταση της υποχρέωσης αποζημίωσης του ζημιώσαντα παραμένει ίδια και ως προς αυτό ο κανόνας της 930 εδ. γ΄ ΑΚ δεν αλλάζει. Πλην όμως, στην περίπτωση αυτή, μειώνεται η έκταση της αποζημίωσης που δικαιούται ο ζημιωθείς, καθώς καταλογίζεται στη ζημία η παροχή του τρίτου, και αλλάζει ο δικαιούχος της αποζημίωσης, δεδομένου ότι υποκαθίσταται ο τρίτος στα δικαιώματα του ζημιωθέντα έναντι του ζημιώσαντα.

Β         Πότε εφαρμόζεται η διάταξη

Η διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ, εισάγει εξαίρεση από την αρχή του συμψηφισμού της ζημίας που υπέστη ο ζημιωθείς και του οφέλους εκ της παροχής του τρίτου, στις περιπτώσεις προσβολής της ζωής, του σώματος ή της υγείας[5].

Η διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ προϋποθέτει τη γενική αρχή περί συνυπολογισμού ωφέλειας και ζημίας (compensatio lucri cum damno), σύμφωνα με την οποία για να συμψηφιστεί η ωφέλεια με τη ζημία απαιτείται και οι δύο να συνδέονται αιτιωδώς με το ίδιο ζημιογόνο γεγονός.[6]

Όταν δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια της ζημίας και της ωφέλειας με το ίδιο ζημιογόνο γεγονός, τότε δεν απαιτείται να εφαρμοστεί η διάταξη  930 εδ.γ΄ ΑΚ για να αποφευχθεί ο καταλογισμός της ωφέλειας στη ζημία, αλλά εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες η αποζημίωση περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της παρούσας περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντα, όπως διαμορφώνεται μετά το ζημιογόνο γεγονός, και εκείνης της οποίας θα βρισκόταν αν δεν μεσολαβούσε το ζημιογόνο γεγονός.

Ωφέλεια που δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το ζημιογόνο γεγονός δεν αφαιρείται από τη ζημία, αντίθετα αφαιρείται, στη βάση ένστασης του εναγομένου ανατρεπτικής της αγωγής[7], μόνο η ωφέλεια η οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το ζημιογόνο γεγονός, οπότε πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας.

Για το λόγο αυτό, χωρίς προσφυγή στη διάταξη της 930 εδ. γ΄ ακ, αλλά με βάση τις γενικές διατάξεις περί προσδιορισμού της ζημίας και κατ’ επέκταση της αποζημίωσης, κρίθηκε ότι η κληρονομία του θανατωθέντα δεν θεωρείται για το δικαιούχο διατροφής όφελος από παροχή τρίτου συνδεόμενο αιτιωδώς με το ζημιογόνο γεγονός και δεν καταλογίζεται στη ζημία που υπέστη ο δικαιούχος διατροφής[8].

Συνεπώς, η προσφυγή στη διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ δεν απαιτείται όταν ωφέλεια και ζημία έχουν διαφορετική αιτία και ειδικότερα όταν η ωφέλεια δεν συνδέεται με το ζημιογόνο γεγονός.

Γ         Νομοθετικός σκοπός της διάταξης

Με τη διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ επιδιώκεται,

πρώτον, να μην ωφεληθεί ο ζημιώσας από τον συμψηφισμό οφέλους-ζημίας, αλλά η σχετική ωφέλεια να παραμείνει στον ζημιωθέντα, καθώς μάλιστα η παροχή αυτή, κατά τον προορισμό της, έχει σκοπό να ωφελήσει τον ζημιωθέντα και όχι τον αδικοπρακτήσαντα, του οποίου αφήνεται άθικτη η υποχρέωση αποζημίωσης,

δεύτερον, να αποκλεισθεί η μετακύλιση της ευθύνης από τον ζημιώσαντα στον τρίτο που οφείλει, εκ του νόμου ή εκ συμβάσεως, αποζημίωση ή διατροφή στον ζημιωθέντα

και τρίτον, να αποφευχθεί ο περιορισμός ή η κατάργηση της ατομικής αστικής ευθύνης σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας.

Αν δεν εφαρμοζόταν η διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ και δεδομένου ότι η ζημία του τρίτου καταρχήν δεν αποκαθίσταται, ο κατ’ εξοχήν υπαίτιος δεν θα υποχρεούτο να αποζημιώσει ούτε τον παθόντα, καθώς δεν θα υφίστατο ζημία, ούτε τον τρίτο υπόχρεο σε παροχή προς τον παθόντα, καθώς ο νόμος δεν αναγνωρίζει υποχρέωση ανόρθωσης της έμμεσης ζημίας που προκλήθηκε από αδικοπραξία σε τρίτον, παρά μόνο στις εξαιρετικές περιπτώσεις των άρθρων 928 εδ. β΄ και 929 εδ. β΄ ΑΚ[9].

Κατά συνέπεια, εκτός από τις περιπτώσεις όπου περιοριστικά ο νόμος προβλέπει υποκατάσταση του τρίτου στα δικαιώματα του ζημιωθέντα, ο υπαίτιος και κατά νόμο υπόχρεος προς αποζημίωση εκ της αδικοπραξίας δεν μπορεί να αποκρούσει την αξίωση αποζημίωσης του ζημιωθέντα υποβάλλοντας την ανατρεπτική του δικαιώματος του ενάγοντα ένσταση συμψηφισμού κέρδους-ζημίας, με τον ισχυρισμό ότι τρίτος κατέβαλε στον ζημιωθέντα το σύνολο ή μέρος της αποζημίωσης που δικαιούται[10]. Η έκταση της ευθύνης του ζημιώσαντα παραμένει ακέραιη έναντι του ζημιωθέντα, ο οποίος δικαιούται σε αθροιστική απόληψη της παροχής του τρίτου και της αποζημίωσης από τον υπαίτιο και νόμω υπόχρεο, χωρίς αυτό να συνιστά αδικαιολόγητο πλουτισμό.[11]

Ο πρωταρχικός νομοθετικός σκοπός της διάταξης του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ είναι να αποφευχθεί η ωφέλεια του ζημιώσαντα από την παροχή του τρίτου[12]. Ο νομοθέτης σταθμίζοντας τα έννομα συμφέροντα δεν θεωρεί ότι η αθροιστική απόληψη παροχής του τρίτου και αποζημίωσης συνιστά αδικαιολόγητο πλουτισμό του ζημιωθέντα, δεδομένου, μάλιστα, ότι η αποζημίωση και η παροχή τρίτου έχουν διαφορετική νομική βάση και διαφορετικό δικαιολογητικό σκοπό.

Όπου ο νόμος προβλέπει υποκατάσταση του τρίτου στα δικαιώματα του ζημιωθέντα, δεν το κάνει επειδή θεωρεί ότι η αθροιστική απόληψη παροχής τρίτου και αποζημίωσης συνιστά αδικαιολόγητο πλουτισμό του ζημιωθέντα, καθώς σε αυτή την περίπτωση θα καταργούσε στο σύνολό της τη διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ, αλλά γιατί, με βάση νομικο-οικονομικά κριτήρια, κρίνει ότι πρέπει να αναγνωρισθούν δικαιώματα στον τρίτο που κατέβαλε την παροχή στον ζημιωθέντα είτε αυτός είναι Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης είτε ιδιωτική ασφαλιστική εταιρία.

Η μη-εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ από τα Δικαστήρια ουσίας συνιστά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, η οποία ελέγχεται αναιρετικά (559 περ. 1 ΚΠολΔ)[13].

Δ         Έκταση εφαρμογής

1          Ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου

Η διάταξη του 930 εδ. γ΄ ΑΚ δεν αναφέρεται στον παθόντα αλλά σε αυτόν που αδικήθηκε. Η ευρύτερη αυτή γραμματική διατύπωση αποτυπώνει τη νομοθετική βούληση να περιληφθούν στη διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ τόσο οι αξιώσεις του παθόντα (929 εδ. α΄ ΑΚ) όσο και οι αξιώσεις του τρίτου ο οποίος είχε κατά το νόμο δικαίωμα να αιτηθεί την παροχή υπηρεσιών από τον παθόντα και τις στερείται λόγω βλάβης του σώματος ή της υγείας αυτού (929 εδ.β΄ ΑΚ), καθώς και οι αξιώσεις του τρίτου, σε περίπτωση θανατώσεως του παθόντα, ο οποίος είχε δικαίωμα να απαιτεί από το θύμα διατροφή ή παροχή υπηρεσιών (928 εδ.β΄ ΑΚ).

2          Ως προς τις καλυπτόμενες ζημίες

Η διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ καλύπτει κάθε ζημία που προβλέπεται από τα άρθρα 928 και 929 ΑΚ, δηλαδή κάθε ζημία εκ της προσβολής της ζωής, του σώματος ή της υγείας του προσώπου, είτε ήδη επελθούσα είτε μελλοντική, και δεν έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις προσβολής υλικών αγαθών και περιουσίας.

3          Ως προς το πρόσωπο του τρίτου υπόχρεου σε παροχή

Τρίτος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε ανεξάρτητα αν είναι δημόσιο ή ιδιώτης, εργοδότης ή συγγενής, ασφαλιστικός οργανισμός κλπ.

Τρίτος υπόχρεος σε αποζημίωση μπορεί να είναι και ο ίδιος ο ζημιώσας (ή διάδοχος αυτού). Ακόμη και στην περίπτωση αυτή, βάσει της διάταξης του άρθρου 288 ΑΚ περί της καλής πίστης στις συναλλαγές και προκειμένου να μην ωφεληθεί ο ζημιώσας, έχει επικρατήσει η άποψη ότι δεν χωρεί συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, αλλά εφαρμόζεται ο κανόνας της διάταξης του άρθρου 930 εδ. γ ΑΚ. και ο ζημιώσας οφείλει τόσο την παροχή όσο και το σύνολο της αποζημίωσης[14].

4          Ως προς τις καλυπτόμενες παροχές

Παρά τη γραμματική διατύπωση της διάταξης και την αναφορά μόνο στις περιπτώσεις που ο τρίτος υποχρεούται σε αποζημίωση ή διατροφή του ζημιωθέντα, η διάταξη, εκφράζουσα γενικότερη αρχή, εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του είδους της παροχής του τρίτου και καταλαμβάνει κάθε παροχή του τρίτου, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, υποχρεωτική ή εξ ελευθεριότητας, η οποία σκοπεί στην άρση των συνεπειών της προσβολής του ζημιωθέντα[15].

Με τη διασταλτική αυτή ερμηνεία του κανόνα του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ εντάσσονται στη διάταξη αυτή τόσο οι υποχρεωτικές εκ του νόμου ή συμβάσεως παροχές, όσο και οι οικειοθελείς παροχές του τρίτου.

Ωστόσο, όσον αφορά στις οικειοθελείς παροχές του τρίτου προς τον ζημιωθέντα, η αποφυγή καταλογισμού τους στη ζημία μπορεί να γίνει όχι μόνο με την ένταξή τους στον κανόνα του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ, κατόπιν διασταλτικής ερμηνείας αυτού, αλλά και χωρίς προσφυγή στη διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ, καθώς, όπως έχει κρίνει η νομολογία, δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια του ζημιογόνου γεγονότος και των οικειοθελών παροχών, οι οποίες έχουν ως αιτία
όχι το ζημιογόνο γεγονός, αλλά τη θέληση του τρίτου που επιθυμεί οικειοθελώς να ενισχύσει τον ζημιωθέντα και γίνονται αποκλειστικά υπέρ αυτού και όχι προς απόσβεση του χρέους του υπαιτίου[16].

Ε         Περιπτώσεις εφαρμογής του κανόνα της αθροιστικής απόληψης παροχής τρίτου και αποζημίωσης από τον ζημιωθέντα

1          Οικειοθελείς παροχές

α          Παροχή υπηρεσιών νοσοκόμας-οικιακής βοηθού από οικείο πρόσωπο του ζημιωθέντα

Ζήτημα εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ γεννάται στην περίπτωση που, παρότι υφίσταται ανάγκη πρόσληψης αποκλειστικής νοσοκόμας-οικιακής βοηθού, εξαιτίας του είδους και της σοβαρότητας της προσβολής της υγείας του ζημιωθέντα και της συνεπαγόμενης αδυναμίας του να αυτοεξυπηρετηθεί, τις υπηρεσίες της αποκλειστικής νοσοκόμας-οικιακής βοηθού τις παρέχει στο ζημιωθέντα οικείο του πρόσωπο, συγγενικό ή μη, άνευ ανταλλάγματος.

Η μη-καταβολή ανταλλάγματος στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντα και ο τραυματισθείς ο οποίος δέχεται τις αυξημένες περιποιήσεις και φροντίδες του οικείου του προσώπου δικαιούται να απαιτήσει από τον υπόχρεο προς αποζημίωση τουλάχιστον το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει σε τρίτο πρόσωπο που θα το προσλάμβανε για τον σκοπό αυτό, έστω και αν δεν κατέβαλε κανένα τέτοιο ποσό σε οικείο του πρόσωπο.[17]

Συνεπώς στην περίπτωση αυτή, η αξίωση αποζημίωσης του ζημιωθέντα παραμένει ακέραιη έναντι του ζημιώσαντος, είναι δε πλήρης καθώς ισούται με την πλασματική αμοιβή της υποκατάστατης δύναμης και δεν περιορίζεται στην εύλογη αποζημίωση του ζημιωθέντα.[18]

β          Οι εξ ελευθεριότητας παροχές τρίτου

Στην περίπτωση αυτή εντάσσονται τα τυχόν βοηθήματα φιλανθρωπικών οργανώσεων, η βοήθεια εξ εράνου, η δωρεάν νοσηλεία, η καταβολή χρημάτων από ελευθεριότητα κλπ.[19]

Επίσης, έχει κριθεί ότι στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται και η τυχόν έκπτωση επί της δαπάνης νοσηλείας που προσφέρεται από ιδιωτικό θεραπευτήριο προς τον ζημιωθέντα και όχι προς απόσβεση της υποχρέωσης του ζημιώσαντος, ο οποίος οφείλει να καταβάλει στον ζημιωθέντα το σύνολο της δαπάνης νοσηλείας πριν τη χορηγηθείσα έκπτωση[20].

Την ίδια νομική αντιμετώπιση έχουν και οι τυχόν παροχές του Δημοσίου προς τον ζημιωθέντα κατά την άσκηση κοινωνικής πολιτικής (δωρεάν νοσηλεία, παροχές προς απόρους κλπ.), οι οποίες δεν καταλογίζονται στη ζημία και δεν περιορίζουν την  υποχρέωση αποζημίωσης του υπαιτίου[21].

2          Υποχρεωτικές παροχές

α          Η καταβολή μισθού και αντιστοιχούντων δώρων και επιδομάτων από τον εργοδότη

Σύμφωνα με το άρθρο 657 παρ. 1 ΑΚ, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει το μισθό σε τραυματισθέντα υπάλληλο ή εργάτη, ο οποίος εμποδίζεται να εργαστεί από σπουδαίο λόγο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του.

Η αξίωση του μισθού δεν μπορεί να υπερβεί τον ένα μήνα  αν το εμπόδιο εμφανίστηκε  ένα τουλάχιστον έτος μετά την έναρξη της σύμβασης και το μισό μήνα σε κάθε άλλη περίπτωση (658 παρ. 1 ΑΚ).

Τα ποσά που τελικώς θα καταβάλει ο εργοδότης στον ζημιωθέντα για την κάλυψη του μισθού του (μαζί με τις νόμιμες κρατήσεις που ο εργοδότης πρέπει να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού[22]), καθώς και για την κάλυψη των αντιστοιχούντων επιδομάτων και δώρων[23], έχοντας δικαίωμα να αφαιρέσει τα ποσά που εξαιτίας του ατυχήματος καταβλήθηκαν στον εργαζόμενο από ασφάλιση υποχρεωτική κατά το νόμο (657 παρ. 2 ΑΚ), δεν καταλογίζονται στην αποζημίωση και δεν συμψηφίζονται με τις αξιώσεις του ζημιωθέντος έναντι του δράστη, ο οποίος δεν μπορεί να αποκρούσει τις αξιώσεις του ζημιωθέντα ισχυριζόμενος ότι τρίτος κατέβαλε σε αυτόν τις αποδοχές του.

β          Η καταβολή μισθού και αντιστοιχούντων δώρων και επιδομάτων από το Δημόσιο

Η υποχρέωση του τρίτου προς παροχή μπορεί να στηρίζεται και σε σχέση δημοσίου δικαίου, όπως στην περίπτωση του ζημιωθέντα εργαζόμενου στο Δημόσιο, ο οποίος δικαιούται να λαμβάνει από το Δημόσιο-εργοδότη του το σύνολο του μισθού του και τα αντιστοιχούντα δώρα και επιδόματα καθόλη τη διάρκεια της ανυπαίτιας αδυναμίας του προς εργασία εξαιτίας τραυματισμού του από αδικοπραξία τρίτου (επιχείρημα εξ αντιδιαστολής από τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 του Υπαλληλικού Κώδικα)[24].

Ο ζημιωθείς, παρότι δικαιούται να εισπράξει κανονικώς από το Δημόσιο το μισθό με τα αντιστοιχούντα δώρα και επιδόματα, έχει κατά του τρίτου υπαιτίου αξίωση αποζημίωσης για την ίδια αυτή αιτία, χωρίς οποιοδήποτε συμψηφισμό με τα ποσά που έλαβε[25]. Μάλιστα, ο ζημιωθείς δικαιούται να αναζητήσει από τον ζημιώσαντα όχι μόνο το καθαρό ποσό που έλαβε, αλλά το σύνολο των ακαθαρίστων (μικτών) αποδοχών του, τις οποίες θα λάμβανε αν δεν τραυματιζόταν, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι νόμιμες κρατήσεις, που ο εργοδότης πρέπει να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού[26].

γ          Η καταβολή νοσηλίων από το Δημόσιο

Κατ’ άρθρον 114 παρ. 1 Υπαλληλικού Κώδικα, «το Δημόσιον υποχρεούται εις την νοσοκομειακήν, ιατρικήν και φαρμακευτικήν περίθαλψιν και τας δαπάνας κηδείας των τακτικών δημοσίων υπαλλήλων και των μελών των οικογενειών αυτών».

Συνεπώς, το Δημόσιο φέρει την διπλή ιδιότητα του εργοδότη και του φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, παρέχοντας στους δημοσίους υπαλλήλους  τις σχετικές ασφαλιστικές παροχές.[27]

Ο ζημιωθείς, παρότι δικαιούται να εισπράξει κανονικώς τα νοσήλια που καταβάλλει το Δημόσιο λειτουργώντας ως φορέας κοινωνικής ασφάλισης, έχει κατά του τρίτου υπαιτίου αξίωση αποζημίωσης για την ίδια αυτή αιτία, χωρίς οποιοδήποτε συμψηφισμό με τα ποσά που έλαβε, εκτός αν νόμω υπόχρεο είναι το «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων», οπότε εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 εδ. α΄ π.δ. 237/1986[28], η οποία, αντίθετα, δεν εφαρμόζεται όταν το δημόσιο καταβάλλει στον παθόντα δημόσιο υπάλληλο το μισθό του λόγω της ανυπαίτιας ανικανότητάς του προς εργασία[29].

δ          Η καταβολή νοσηλίων από Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης

Εκτός από τις περιπτώσεις όπου περιοριστικά ο νόμος προβλέπει την υποκατάσταση του ασφαλιστικού οργανισμού στα δικαιώματα του ζημιωθέντα και εφόσον εναγόμενο νομικό πρόσωπο δεν είναι το «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων», ο ζημιωθείς, ανεξαρτήτως αν ο ασφαλιστικός του φορέας κατέβαλε σε αυτόν τις δαπάνες νοσηλείας του, εξακολουθεί να έχει αξίωση αποζημίωσης απέναντι στον ζημιώσαντα για το σύνολο του ποσού που απαιτήθηκε για τη νοσηλεία του[30].

ε          Η καταβολή σύνταξης από Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης ή από το Δημόσιο

Εκτός από τις περιπτώσεις όπου περιοριστικά ο νόμος προβλέπει την υποκατάσταση του οργανισμού κοινωνικής ασφάλισης στα δικαιώματα του ζημιωθέντα και εφόσον εναγόμενο νομικό πρόσωπο δεν είναι το «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων», η σύνταξη που καταβάλλεται στον ζημιωθέντα από Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης ή από το Δημόσιο, σε περίπτωση πρόωρης συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας και για όλο το χρονικό διάστημα της ανικανότητας του παθόντα  προς εργασία μέχρι το χρόνο που θα λάμβανε κανονικά (πλήρη) σύνταξη γήρατος[31], δεν καταλογίζεται στη ζημία και δεν αφαιρείται από την αποζημίωση που δικαιούται ο αμέσως ζημιωθείς για τα διαφυγόντα εισοδήματά του λόγω της ανικανότητάς του προς εργασία[32].

Τα αυτά ως άνω και με τις ίδιες προϋποθέσεις και εξαιρέσεις ισχύουν και στην περίπτωση καταβολής σύνταξης στους νόμιμους δικαιούχους συνεπεία θανατώσεως του παθόντα, οι οποίοι δικαιούνται να εισπράξουν αθροιστικά την αποζημίωση και την σύνταξη[33].

στ        Η καταβολή διατροφής και νοσηλίων από τον υπόχρεο εκ του νόμου σε διατροφή

Η καταβολή διατροφής και νοσηλίων[34] από τον υπόχρεο εκ του νόμου σε διατροφή του ζημιωθέντα, όπως στην περίπτωση διατροφής μεταξύ συζύγων κατά τις διατάξεις των άρθρων 1389 επ. ΑΚ, και μεταξύ ανιόντων και κατιόντων[35], κατά τις διατάξεις των άρθρων 1485 επ. ΑΚ, δεν στερεί από τον ζημιωθέντα το δικαίωμα να αξιώσει το ποσό αυτό από τον υπαίτιο της αδικοπραξίας.

Ο ζημιωθείς διατηρεί ακέραιη την αξίωση αποζημίωσης έναντι του υπαιτίου, ανεξαρτήτως της παροχής του τρίτου.

ΙΙ         Οι εξαιρέσεις από τον κανόνα

Οι εξαιρέσεις στον κανόνα της διάταξης του 930 εδ. γ΄ ΑΚ καθιερώθηκαν με ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις, σταδιακά, μετά την εισαγωγή σε ισχύ του Αστικού Κώδικα που την περιλάμβανε, και εντάσσονται σε δύο κατηγορίες.

Η πρώτη κατηγορία προβλέπει περιορισμό της έκτασης αποζημίωσης του ζημιωθέντα με την, υπό προϋποθέσεις, υποκατάσταση στις αξιώσεις του οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης ή φορέων ιδιωτικής ασφάλισης έναντι του ζημιώσαντα. Με τον τρόπο αυτό δεν παραβιάζεται η αρχή του δικαίου της αποζημίωσης, σύμφωνα με την οποία η ζημία του εμμέσως ζημιωθέντος τρίτου δεν αποκαθίσταται, καθώς ο τρίτος υπεισέρχεται στη νομική θέση του ζημιωθέντα κατά την έκταση που κατέβαλε σε αυτόν.

Η δεύτερη κατηγορία προβλέπει περιορισμό της έκτασης αποζημίωσης νόμω υπόχρεου έναντι του ζημιωθέντα, και, συγκεκριμένα, περιορισμό της αποζημιωτικής ευθύνης του «Επικουρικού Κεφαλαίου» σε περιπτώσεις παροχών προς το ζημιωθέντα από Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης.

Α         Υποκατάσταση οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης στα δικαιώματα του ασφαλισμένου παθόντα

1          Υποκατάσταση ΙΚΑ

α          Νομοθετική ρύθμιση

Η καθιέρωση της υποκατάστασης του ΙΚΑ στην αξίωση αποζημίωσης του ασφαλισμένου του ή των μελών της οικογένειάς του κατά του υπόχρεου τρίτου θεσπίστηκε με το άρθρο 10 παρ. 5 ν.δ. 4104/1960[36] όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 παρ. 1 του ν.4476/1965[37]. Με το άρθρο 18 ν.1654/1986[38] (έναρξη ισχύος 24-11-1986)[39] ορίστηκε ότι η υποκατάσταση του ΙΚΑ επέρχεται αυτοδικαίως από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και, συνεπώς, η απόφαση του Διοικητή του ΙΚΑ δεν είναι προϋπόθεση για την υποκατάσταση όπως προέβλεπε το β.δ. 226/21-3-1973 αλλά έχει απλώς διαπιστωτικό χαρακτήρα[40].

β          Προϋποθέσεις υποκατάστασης

(i) Η ύπαρξη ασφαλιστικής σχέσης μεταξύ παθόντος και ΙΚΑ[41]

Η αναφορά στην τυχόν υπάρχουσα ασφαλιστική σχέση του ενάγοντα με το ΙΚΑ, δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της αγωγής του παθόντα κατά του υπόχρεου, αλλά αποτελεί θέμα ουσίας και, συνεπώς, αντικείμενο της αποδεικτικής διαδικασίας, σε περίπτωση δε που δεν μπορεί να εξακριβωθεί η ποιοτική, ποσοτική και χρονική αντιστοιχία των αγωγικών κονδυλίων με τις ασφαλιστικές παροχές του ΙΚΑ, τότε το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναστολή της δίκης κατ’ άρθρον 249 ΚΠολΔ για την προσκόμιση σχετικής βεβαίωσης του ΙΚΑ.

(ii) Η θεμελίωση αξίωσης αποζημίωσης στο πρόσωπο του ασφαλισμένου και των μελών της οικογένειάς του κατά τρίτου.

Η αξίωση του ΙΚΑ κατά του ζημιώσαντος αποκτάται κατά τρόπο παράγωγο και, συνεπώς, φέρει μαζί της και όλα τα στοιχεία της αξίωσης του ζημιωθέντος (π.χ. σε περίπτωση συνυπαιτιότητας του ασφαλισμένου, η αξίωση του ΙΚΑ θα είναι περιορισμένη κατά το ποσοστό της ευθύνης του ασφαλισμένου-παθόντα).

(iii) Άσκηση ασφαλιστικών δικαιωμάτων έναντι του ΙΚΑ από τον ασφαλισμένο.

Η μεταβίβαση της αξίωσης του δικαιούχου της αποζημίωσης στο ΙΚΑ αφορά στο ποσό για το οποίο αυτό οφείλει ασφαλιστικές παροχές και δεν προϋποθέτει την προηγούμενη καταβολή τους. Βέβαια, αν τελικώς το ΙΚΑ δεν κατέβαλε ασφαλιστικές εισφορές τότε δεν τίθεται ζήτημα υποκατάστασης. Στις περιπτώσεις αυτές, οι οποίες συνιστούν σιωπηρή παραίτηση του ασφαλισμένου από τις παροχές του ΙΚΑ, μόνο ο παθών νομιμοποιείται ενεργητικά να αξιώσει τα σχετικά κονδύλια από τον τρίτο υπόχρεο.

Σημειωτέον ότι είναι δικαίωμα και όχι υποχρέωση του ασφαλισμένου να χρησιμοποιήσει ή όχι τα δικαιώματα που του παρέχει η κοινωνική του ασφάλιση, καθώς μάλιστα η επιλογή του αυτή δεν έχει κανενός είδους επίδραση στο ύψος της υποχρέωσης αποζημίωσης του νόμω υπόχρεου παρά μόνο στο πρόσωπο του δικαιούχου της αξίωσης.

Αν, κατά τα ανωτέρω, ο παθών δεν απευθυνθεί στο ΙΚΑ και δεν κάνει χρήση των δικαιούμενων από αυτό παροχών, από τις οποίες επιτρεπτώς παραιτείται, τότε η αξίωση αποζημίωσης, η οποία κατ’ άρθρον 18 ν.1654/1986 είχε μεταβιβαστεί στο ΙΚΑ κατά το χρόνο του ατυχήματος, επανακάμπτει στον δικαιούχο. Συνεπώς, «η μεταβίβαση της αξιώσεως προς το ΙΚΑ τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση της οριστικής ματαιώσεως της υποχρέωσης προς παροχή του ΙΚΑ»[42].

(iv) Αντιστοιχία παροχών με αξίωση αποζημίωσης έναντι του τρίτου

– ποιοτική

Οι παροχές και η αξίωση αποζημίωσης να είναι ομοειδείς και να υπηρετούν τον ίδιο σκοπό (π.χ. επίδομα ασθενείας με αξίωση παθόντα για διαφυγόντα εισοδήματα)[43]

– χρονική

Οι παροχές και η αξίωση αποζημίωσης να αναφέρονται στην ίδια χρονική περίοδο[44]

– ποσοτική

Το ΙΚΑ ως ex lege εκδοχέας του ασφαλισμένου δεν δικαιούται να διεκδικήσει από τον ζημιώσαντα ποσό μεγαλύτερο από την απαίτηση που έχει ο παθών έναντι αυτού, έστω και αν κατέβαλε ασφαλιστικές παροχές μεγαλύτερες από την αξίωση αποζημίωσης του παθόντα έναντι του ζημιώσαντα, καθώς υποκαθίσταται μόνο στο ποσό της απαίτησης του δικαιούχου κατά του υπόχρεου τρίτου.[45]

Εφόσον οι παροχές του ΙΚΑ τελούν, από χρονική, ποιοτική και ποσοτική άποψη, σε συνάφεια με την αξίωση αποζημίωσης του ζημιωθέντα κατά του ΙΚΑ, επέρχεται η μεταβίβαση της απαίτησης του ΙΚΑ και δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ.[46]

2          Υποκατάσταση άλλων Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης

α          Νομοθετική ρύθμιση

Με τη διάταξη του άρθρου 47 παρ.6 του ν.3518/2006 (ΦΕΚ Α΄ 272/2006) που προβλέπει ότι «οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του ν.δ.4104/1960 (ΦΕΚ 147 Α΄) όπως αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 1 του άρθρου 18 του ν.4476/1965 (ΦΕΚ 103 Α΄) και συμπληρώθηκαν με το άρθρο 18 του ν.1654/1986, καθώς και οι διατάξεις του β.δ. 226/23.2/21.3.1973 (ΦΕΚ 66 Α΄) έχουν ανάλογη εφαρμογή και στους ασφαλιστικούς οργανισμούς ελευθέρων επαγγελματιών, ανεξάρτητα απασχολουμένων, καθώς και στον Ο.Γ.Α.». επεκτάθηκε το καθεστώς υποκατάστασης του ΙΚΑ και σε άλλα ασφαλιστικά ταμεία (όπως ο ΟΑΕΕ και ο ΟΓΑ).

β          Διαχρονικό δίκαιο

Το καθεστώς της αυτοδίκαιης υποκατάστασης του ασφαλιστικού οργανισμού αφορά στα ατυχήματα που επήλθαν μετά τις 21-12-2006, οπότε τέθηκε σε ισχύ η διάταξη του άρθρου 47 παρ. 6 του ν.3518/2006.

Η διάταξη του άρθρου 18 του ν.1654/1986 που, σύμφωνα με συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 47 παρ. 6 και 75 του ν.3518/2006, εφαρμόζεται αναλογικά και στους ασφαλιστικούς οργανισμούς ελευθέρων επαγγελματιών, ανεξάρτητα απασχολουμένων, καθώς και στον Ο.Γ.Α μετά την 21-12-2006, τοποθετεί την αυτοδίκαιη μεταβίβαση της αξίωσης αποζημίωσης από τον παθόντα στον ασφαλιστικό του οργανισμό στο χρόνο γένεσης της αξίωσης αποζημίωσης, δηλαδή στο χρόνο επέλευσης της ζημίας (τραυματισμού του ενάγοντος) εκ του ζημιογόνου γεγονότος. Συνεπώς, το κρίσιμο χρονικό σημείο είναι η ημερομηνία που συνέβη το επίδικο ατύχημα, οπότε και γεννάται η αξίωση του ασφαλισμένου-δικαιούχου της αποζημιώσεως, δηλαδή αν συνέβη σε χρόνο προγενέστερο (οπότε δεν καταλαμβάνονται από τον ανωτέρω νόμο και, συνεπώς, για τις περιπτώσεις αυτές δεν υφίσταται περίπτωση υποκατάστασης του Οργανισμού) ή μεταγενέστερο της έναρξης ισχύος του ν.3518/2006 (21-12-2006)[47].

Β         Υποκατάσταση φορέων ιδιωτικής ασφάλισης στα δικαιώματα του ασφαλισμένου παθόντα (ασφαλιστική υποκατάσταση)

1          Νομοθετική ρύθμιση

Σύμφωνα με το εδάφιο β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 31 του Ν.2496/1997  (ΦΕΚ Α 87/16-5-1997[48]) που παραπέμπει στο άρθρο 14 του ιδίου νόμου[49], επέρχεται υποκατάσταση του ασφαλιστή μόνο στην περίπτωση ασφάλισης προσώπων κατά ατυχημάτων και ασθενειών και μόνο όταν αποδειχθεί ότι έχει συμφωνηθεί στην ασφαλιστική σύμβαση η καταβολή ασφαλίσματος να αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες άμεσες ζημίες του ασφαλισμένου από ατύχημα[50].

Με τη διάταξη του εδαφίου αυτού, ο κανόνας της ασφαλιστικής υποκατάστασης που ίσχυε μέχρι τότε μόνο στην ασφάλιση ζημιών (210 ΕμπΝ) εισήχθηκε στην ασφάλιση ατυχημάτων και ασθενειών με διάταξη παραπομπής χωρίς ενσωμάτωση του κανόνα στις ιδιαιτερότητες της ασφάλισης προσώπου και, κατ’ επέκταση, εισήχθηκε η ασφαλιστική υποκατάσταση και στις περιπτώσεις προσβολής της υγείας και του σώματος του παθόντα.

Με τη σημαντική αυτή νομοθετική μεταβολή, αμφίβολης, ωστόσο, δικαιοπολιτικής σκοπιμότητας[51], τροποποιήθηκε ο υπερπεντηκονταετούς ισχύος κανόνας του άρθρου 930 εδ. γ΄ ΑΚ που αφορά σε προσβολή της ζωής, της υγείας και του σώματος του ζημιωθέντα, και όχι σε προσβολή υλικών αγαθών, και ο οποίος καθιέρωνε την αθροιστική απόληψη της αποζημίωσης και του ασφαλίσματος από τον ζημιωθέντα[52].

Λόγω της ιδιαιτερότητας της ασφάλισης προσώπου, η ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 14 παρ. 1 ν.2496/1997 απαιτείται να γίνεται από τα δικαστήρια ουσίας και το Ανώτατο Ακυρωτικό, αφενός μεν, αποκλειστικά και μόνο σε περίπτωση που η ασφάλιση ατυχημάτων έχει συναφθεί κατά το αποζημιωτικό σύστημα[53] και, αφετέρου, με την τήρηση αυστηρών προϋποθέσεων και την αποφυγή κάθε διασταλτικής ερμηνείας, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε φαλκίδευση των δικαιωμάτων του παθόντα και σε άρση της ευθύνης του ζημιώσαντα, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος με τη διάταξη αυτή να μην ωφεληθεί ο ασφαλιστής που κατέβαλε το ασφάλισμα, αλλά ο ζημιώσας (και εντεύθεν ο αστικώς υπεύθυνος), γεγονός το οποίο είναι εκτός της βούλησης του νομοθέτη και του δικαιολογητικού σκοπού της διάταξης.

2          Προϋποθέσεις υποκατάστασης

(α)       Η ύπαρξη ασφάλισης ατυχημάτων και ασθενειών του παθόντα

Το άρθρο 14 του ΑσφΝ. (ν. 2496/1997) δεν εφαρμόζεται στην ασφάλιση ζωής και στην ασφάλιση αστικής ευθύνης[54], οι οποίες είναι ασφαλίσεις ποσού[55].  Η παραπομπή στην ανωτέρω διάταξη, κατ’ άρθρον 31 παρ. 3 εδ. β΄ ν.2496/1997,αφορά μόνο στην ασφάλιση ατυχημάτων, αλλά και ασθενειών, καθώς κατ’ άρθρον 32 παρ. 2 ν.2496/1997 οι διατάξεις του άρθρου 31 εφαρμόζονται αναλόγως και στην ασφάλιση ασθενειών.

(β)       Το ασφάλισμα πρέπει να αντιστοιχεί στις συγκεκριμένες άμεσες ζημίες του ασφαλισμένου.

Η ασφαλιστική υποκατάσταση προϋποθέτει ασφάλιση προσώπου για ατυχήματα κατά το αποζημιωτικό σύστημα, δηλαδή της καταβολής ασφαλίσματος μέχρι του ύψους των συγκεκριμένων άμεσων ζημιών του λήπτη της ασφάλισης (π.χ. νοσήλια, αμοιβές ιατρών, δαπάνη για φάρμακα) και δεν εφαρμόζεται στην ασφάλιση ποσού.

Ωστόσο, στην ασφάλιση ατυχημάτων η καταβολή ασφαλίσματος μπορεί να αντιστοιχεί όχι μόνο στις συγκεκριμένες άμεσες ζημίες του ασφαλισμένου, οπότε και μόνο προβλέπεται υποκατάσταση, αλλά και (α) σε τυχόν κατ’ αποκοπή για κάθε περίπτωση συμφωνημένα ποσά εφάπαξ ή σε περιοδικές παροχές και (β) στην παροχή ιατροφαρμακευτικών και χειρουργικών υπηρεσιών (άρθρο 31 παρ. 3 ν.2496/1997).

Στις περιπτώσεις αυτές που, επί ασφαλίσεως ατυχημάτων, έχει συμφωνηθεί καταβολή στον ασφαλισμένο ποσού εφάπαξ ή σε περιοδικές παροχές, δεν χωρεί υποκατάσταση του ασφαλιστή[56].

(γ)       Ο παθών να είναι ο λήπτης της ασφάλισης.

Η αξίωση αποζημίωσης κατά τρίτου πρέπει να θεμελιώνεται στο πρόσωπο του λήπτη της ασφάλισης (αντισυμβαλλόμενου) και μόνο[57].

Σημειώνεται ότι η αξίωση του ασφαλιστή κατά του ζημιώσαντος αποκτάται στην έκταση του ασφαλίσματος που κατέβαλε (14 παρ.1 ν.2496/1997) κατά τρόπο παράγωγο και, συνεπώς, φέρει μαζί της και όλα τα στοιχεία της αξίωσης του ζημιωθέντος-λήπτη της ασφάλισης (π.χ. σε περίπτωση συνυπαιτιότητας του ασφαλισμένου, η αξίωση της ασφαλιστικής εταιρίας θα είναι περιορισμένη κατά το ποσοστό της ευθύνης του παθόντα-λήπτη της ασφάλισης). Κατά συνέπεια, ο ζημιώσας, εναγόμενος από τον ασφαλιστή, μπορεί να αντιτάξει κατ’ αυτού όλες τις ενστάσεις που είχε κατά του ασφαλισμένου-ζημιωθέντα μέχρι την καταβολή του ασφαλίσματος (αναλογική εφαρμογή 463 ΑΚ) και, ειδικότερα, αυτές που βάλλουν κατά της γέννησης και της ύπαρξης της απαίτησης κατά το χρόνο της υποκατάστασης. Μετά την υποκατάσταση ο ζημιώσας μπορεί να προτείνει μόνο τις ενστάσεις που έχει κατά του ασφαλιστή εξ ιδίου δικαίου[58].

(δ)       Περιπτώσεις αποκλεισμού της υποκατάστασης λόγω του προσώπου του ζημιώσαντα

Ο ζημιώσας, κατά του οποίου στρέφονται οι αξιώσεις του λήπτη της ασφάλισης, να μην είναι ο ασφαλισμένος ή ο δικαιούχος του ασφαλίσματος ή ο σύζυγος ή εκ των ανιόντων, κατιόντων ή των συνοίκων του ζημιωθέντα ή εκ των νομίμων αντιπροσώπων ή εκπροσώπων του, εκτός αν τα πρόσωπα αυτά ενήργησαν με δόλο (14 παρ. 2 ν.2496/1997).

(ε)        Καταβολή του ασφαλίσματος στον παθόντα από τον ασφαλιστή

Η μεταβίβαση της αξίωσης του δικαιούχου της αποζημίωσης στον ασφαλιστή (αντίθετα με ότι συμβαίνει στην περίπτωση του ΙΚΑ) δεν συντελείται κατά το χρόνο του ατυχήματος, αλλά κατά το χρόνο της πραγματικής καταβολής του ασφαλίσματος από τον ασφαλιστή στον παθόντα και έχει το χαρακτήρα εκχώρησης εκ του νόμου.

Κατά συνέπεια, σε περίπτωση που ο ζημιωθείς ασφαλισμένος επιδιώξει την ικανοποίησή του από τον υπόχρεο και όχι από τον ασφαλιστή, δεν τίθεται θέμα υποκατάστασης του ασφαλιστή.[59]

(στ)     Αναγγελία του ασφαλιστή προς τον ζημιώσαντα

Σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου
(ΑΠ 586/2010 ΝΟΜΟΣ) δεν αρκεί μόνο η καταβολή από τον ασφαλιστή για την υποκατάσταση αυτού στα δικαιώματα του ζημιωθέντα, αλλά, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για τη συμβατική εκχώρηση, απαιτείται και αναγγελία από τον ασφαλιστή (ή τον ζημιωθέντα) στον ζημιώσαντα, κατ’ άρθρον 460 παρ.1 ΑΚ.

Η αναγγελία αυτή απαιτείται ώστε να γίνουν γνωστά τα περιστατικά της ασφαλιστικής υποκατάστασης[60], καθώς είναι δυνατόν να είχε συμφωνηθεί μεταξύ ζημιωθέντα και ασφαλιστή σωρευτική αποζημίωση, οπότε δεν συντρέχει λόγος υποκατάστασης του ασφαλιστή.[61]

Εκτός του ανωτέρω ουσιαστικού λόγου, η αναγγελία απαιτείται και για δικονομικούς λόγους.

Συγκεκριμένα, η αντίκρουση από τον ζημιώσαντα της ενεργητικής νομιμοποίησης του ζημιωθέντα με τον ισχυρισμό της ασφαλιστικής υποκατάστασης, δεν θεμελιώνεται σε αυθύπαρκτο δικαίωμα του ζημιώσαντα, αλλά σε δικαίωμα του τρίτου και, συγκεκριμένα, του ασφαλιστή, δεδομένου ότι ο μηχανισμός της ασφαλιστικής υποκατάστασης, εκτός από τον αποκλεισμό του πλουτισμού του ζημιωθέντα, επιδιώκει και την πραγμάτωση της ευθύνης του ζημιώσαντα και άρα δεν θεμελιώνει δικό του δικαίωμα.

Κατά συνέπεια, ελλείψει αναγγελίας, η ένσταση του ζημιώσαντα κατά του ζημιωθέντα, βασιζόμενη σε δικαίωμα τρίτου και όχι σε ίδιο δικαίωμα του ζημιώσαντα-ενιστάμενου, είναι (γνήσια) ένσταση από δικαίωμα τρίτου, η οποία εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 262 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν μπορεί να προβληθεί έναντι του ζημιωθέντα.

Αντίθετα, στην περίπτωση που υφίσταται αναγγελία περί της ασφαλιστικής υποκατάστασης, μπορεί παραδεκτώς να προβληθεί από τον ζημιώσαντα σχετική ένσταση, η οποία, στηριζόμενη στο πραγματικό περιστατικό της αναγγελίας, το οποίο αναιρεί την ύπαρξη του δικαιώματος του ζημιωθέντα, συνιστά καταχρηστική ένσταση και δεν εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 262 παρ.2 ΚΠολΔ.[62]

(ζ)        Αντιστοιχία ασφαλίσματος με αξίωση αποζημίωσης έναντι του τρίτου

(i) ποιοτική

Οι παροχές και η αξίωση αποζημίωσης να είναι ομοειδείς και να υπηρετούν τον ίδιο σκοπό (π.χ. επίδομα ασθενείας με αξίωση παθόντα για διαφυγόντα εισοδήματα)

(ii) χρονική

Οι παροχές και η αξίωση αποζημίωσης να αναφέρονται στην ίδια χρονική περίοδο

(iii) ποσοτική

3          Το βάρος απόδειξης των προϋποθέσεων ασφαλιστικής υποκατάστασης

Το βάρος απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων της ασφαλιστικής υποκατάστασης (καταβολή ασφαλίσματος που αντιστοιχεί στις άμεσες ζημίες του ασφαλισμένου, αναγγελία του ασφαλιστή κλπ.), το φέρει ο ζημιώσας (και εντεύθεν η ασφαλιστική του εταιρία ως αστικώς υπεύθυνη) προκειμένου να αποδείξει, κατ’ άρθρον 338 παρ. 1σε συνδυασμό με το άρθρο 262 ΚΠολΔ, το νόμιμο και βάσιμο της σχετικής ένστασής του κατά της ενεργητικής νομιμοποίησης του ζημιωθέντος. [63]


[1] Το παρόν άρθρο βασίζεται σε εισήγηση που παρουσιάστηκε στις 25-9-2010 σε Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο που διοργανώθηκε στην Πάτρα το διήμερο 24/25-9-2010 από την Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου σε συνεργασία με τον Δικηγορικό Σύλλογο Πατρών με θέμα «Το Τροχαίο Ατύχημα – Αστική ευθύνη των εμπλεκομένων μερών – Ανάδειξη σύγχρονων προβλημάτων δικαστηριακής πρακτικής»

[2] Ο Αστικός Κώδικας ο οποίος νομοθετήθηκε με τον Αναγκαστικό Νόμο 2250/15-3-1940 (ΦΕΚ Α΄91) τέθηκε σε ισχύ με το ν.δ. 7/10-5-1946 αναδρομικώς από 23-2-1946.

[3] Σχετικά με την έκταση ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου στις περιπτώσεις παροχών από Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης βλ. Κλάππας Ηλ., Αντισυνταγματικότητα διάταξης περί περιορισμού της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου στις περιπτώσεις πτώχευσης ασφαλιστικής εταιρείας ή ανάκλησης της αδείας της και ανάγκη άμεσης νομοθετικής τροποποίησής της σε ΕπΣυγκΔ 2010.358

[4] ΑΠ 1695/2005 ΝΟΜΟΣ.

[5] ΟλΑΠ 807/1973 ΝοΒ 22.321, ΑΠ 1332/2003 Επιδικία 2004.23, ΑΠ 32/1997 ΝοΒ 1998.765, ΑΠ 89/1983 ΝοΒ 32.1341,ΑΠ 1446/1980 ΝοΒ 29.708. Βλ., επίσης, Γεωργιάδη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, άρθρο 930 σελ. 803 επ., Βαφειάδου Παν., Αυτοκίνητα, 2003 τ.Α, σελ.498 επ.

[6] ΑΠ 1812/1985 ΝοΒ 1986.1409

[7] ΑΠ 1401/1986 ΝοΒ 1987.922

[8] ΑΠ 1286/1976 ΝοΒ 25.906. Με το ίδιο σκεπτικό, κρίθηκεμε την ΑΠ 1812/1985 (ΝοΒ 34.1409) ότι η περιέλευση, με το θάνατο του παθόντα, στο δικαιούχο διατροφής, επιχείρησης του θανατωθέντα, δεν μειώνει την αξίωση αποζημίωσης του δικαιούχου διατροφής έναντι του ζημιώσαντα, καθώς δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας εκ της απώλειας διατροφής και της τυχόν  ωφέλειας του δικαιούχου διατροφής από την επιχείρηση που περιήλθε σ’ αυτόν ως κληρονόμο. Με την ΕφΑθ 4024/2003 (Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΕπΣυγκΔ) κρίθηκε ότι το τίμημα από την πώληση ταξί λόγω της περιέλευσης σε πλήρη ανικανότητα προς εργασία του ζημιωθέντα αυτοκινητιστή, δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το ατύχημα και δεν καταλογίζεται ως όφελος στη ζημία του εκ του ατυχήματος. Επίσης, με την ΟλΑΠ 519/1997 (ΝοΒ 26.182) έγινε δεκτό ότι, σε περίπτωση μεταγενεστέρου θανάτου του παθόντα από την ίδια αδικοπραξία, δεν συμψηφίζεται η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που είχε λάβει εν ζωή ο παθών, με την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης των οικείων του, όχι κατ’ εφαρμογή της 930 εδ. γ΄ ΑΚ, αλλά γιατί πρόκειται για περίπτωση διαφορετικών αξιώσεων, διαφορετικών δικαιούχων.

[9] ΕφΘεσ 1638/2003 Αρμ.2004.1156. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι σε περίπτωση τραυματισμού ανηλίκου, ο υπόχρεος σε διατροφή γονέας δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να αξιώσει ο ίδιος τις δαπάνες νοσηλείας που κατέβαλε για την αποκατάσταση της υγείας του παιδιού του, καθώς, αφενός, ο ίδιος ο γονέας παραμένει εμμέσως ζημιωθείς και δεν έχει άμεση αξίωση αποζημίωσης από την αδικοπραξία και, αφετέρου, δεν υποκαθίσταται στην αξίωση αποζημίωσης του παιδιού του, το οποίο διατηρεί το ίδιο την αποζημιωτική αξίωση, κατ’ άρθρον 930 εδ. γ΄ ΑΚ, παρά την παροχή από τον γονέα-υπόχρεο σε διατροφή του.

[10] ΑΠ 1005/1990 ΝοΒ 39.1376

[11] Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι «στην ΑΚ 930 § 3 ο νομοθέτης απομακρύνεται στην έννοια της ζημίας από τη θεωρία της διαφοράς και καθιερώνει πλέον μία κανονιστική έννοια ζημίας. Η εμμονή στη θεωρία της διαφοράς θα οδηγούσε σε απαλλαγή του υπόχρεου τρίτου, πράγμα που για τους προαναφερθέντες λόγους δεν μπορεί να γίνει δεκτό, ούτε μπορεί κανείς να κάνει λόγο για αδικαιολόγητο πλουτισμό του παθόντος, πάλι για τους ίδιους παραπάνω λόγους» (Κρητικός Αθ., Νομολογία του Αρείου Πάγου της περιόδου 2005-2006 επί αυτοκινητικών διαφορών, 2007, σελ. 95).

[12] ΟλΑΠ 807/1973 ΝοΒ 22.321, ΑΠ 598/2009 ΕπΣυγκΔ 2009.370, ΑΠ 1127/2002 ΕλλΔνη 2004.397, ΑΠ 371/2001 ΝΟΜΟΣ

[13] ΑΠ 34/2003 ΕπΣυγκΔ 2005.425. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, εσωτερικού ή διεθνούς. Ο κανόνας παραβιάζεται, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είτε με ψευδή ερμηνεία, η οποία υπάρχει όταν αποδίδεται στον κανόνα διαφορετική έννοια από την αληθινή είτε εσφαλμένη εφαρμογή, η οποία συντελείται όταν εφαρμόζεται κανόνας ενώ δεν συνέτρεχαν προϋποθέσεις εφαρμογής του ή όταν εφαρμόστηκε εσφαλμένα (ΑΠ 586/2010 ΝΟΜΟΣ). Βλ. επίσης, ΑΠ 151/2007 ΝΟΜΟΣ.

[14] ΟλΑΠ 807/1973 ΝοΒ 22.321, ΑΠ 89/1983 ΝοΒ 1984.1983, ΕφΑθ 4830/2009 αδημ. Επίσης, Φλούδας Α., Αστική Ευθύνη εξ αυτοκινητικών ατυχημάτων, Αθήνα 1985, σελ. 157 , Σταθόπουλος Μιχ., Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, Αθήνα 1979, τ.Ι, σελ. 316-317.

[15] Φίλιος Π., Εγχειρίδιο Ενοχικού Δικαίου, Αθήνα 1986, τ. Β, σελ.242. Βαθρακοκοίλης Β., ΕΡΝΟΜΑΚ 2006, άρθρο 930 σχ.13.

[16] ΑΠ 34/2003 ΕπΣυγκΔ 2005.425. Βλ. επίσης, ΑΠ 2163/1986 ΝοΒ 1987 1246, ΑΠ 164/1972 ΕπΣυγκΔ Γ.41, ΑΠ 127/1971 ΝοΒ 19.616

[17] ΑΠ 132/2010 ΝΟΜΟΣ

[18] Όπως δέχεται η θεωρία και η πάγια νομολογία των Ελληνικών Πολιτικών Δικαστηρίων, αν δεν προσελήφθη υποκατάστατη δύναμη και το κενό καλύφθηκε είτε με υπερένταση των προσπαθειών των λοιπών μελών της οικογένειας είτε με περιορισμό των αναγκών του παθόντα είτε με κάλυψη αυτών από άλλα πρόσωπα χωρίς αμοιβή, τότε η αποζημίωση είναι πλήρης και όχι εύλογη και υπολογίζεται σύμφωνα με την πλασματική αμοιβή μίας υποκατάστατης δύναμης (βλ. ΑΠ 522/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 833/2005 ΕλλΔνη 2006.96, ΑΠ 371/2001 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 172/2010 αδημ., ΕφΠειρ 910/2008 αδημ., ΕφΠειρ 787/2007 ΠειρΝομ 2008.141, ΕφΛαμ 264/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 953/2005 ΕπΣυγκΔ 2005.375, ΕφΑθ 5176/2003 ΕπΣυγκΔ 2005.642, ΕφΑθ 5463/1996 ΕλλΔνη 38.65, ΜονΠρΠειρ 4898/2008).

[19] ΑΠ 86/1962 ΝοΒ 10.630. Επίσης, με την ΕφΘεσ 676/1990 (ΕπΣυγκΔ 1992.170) κρίθηκε ότι το ποσό εξ εράνου μεταξύ των συγχωριανών του παθόντος για την αντιμετώπιση των δαπανών νοσηλείας του δεν είναι συμψηφιστέο με την αξίωση αποζημίωσης.

[20] ΑΠ 34/2003 ΕπΣυγκΔ 2005.425

[21] ΑΠ 164/1972 ΕπΣυγκΔ Γ.41. Επίσης, βλ. την ΑΠ 2163/1986 ΝοΒ 1987.1246, με την οποία κρίθηκε ότι η δωρεά του Ελληνικού Δημοσίου προς τους σεισμόπληκτους της Θεσσαλονίκης το 1979 για την κάλυψη μέρους της ζημίας τους έγινε στα πλαίσια της κοινωνικής του πολιτικής προς ενίσχυση των σεισμοπλήκτων ζημιωθέντων και όχι χάριν του ζημιώσαντος προς μερική απαλλαγή του από τις συνέπειες της αδικοπραξίας του και, συνεπώς, οι ζημιωθέντες δικαιούνται ολόκληρο το ποσό της αποζημίωσης από τον ζημιώσαντα.

[22] Η αποζημίωση του παθόντα για τη στέρηση των εισοδημάτων του εξαιτίας της ανικανότητάς του για παροχή εργασίας περιλαμβάνει το σύνολο των ακαθαρίστων (μικτών) αποδοχών του, τις οποίες θα λάμβανε αν δεν τραυματιζόταν (ΑΠ 1332/2003 Επιδικία 2004.23). Βλ., επίσης, ΑΠ 1585/2002 ΕπΣυγκΔ 2003.93.

[23] Ο ζημιωθείς δικαιούται να αιτηθεί όχι μόνο το μισθό του, αλλά και τα δώρα και επιδόματα που αναλογούν στο χρονικό διάστημα της ανυπαίτιας ανικανότητάς του προς εργασία, ανεξαρτήτως αν ο εργοδότης του τα κατέβαλε, καθώς και αυτά αποτελούν ζημία του παθόντα (ΕφΑθ 4830/2009 αδημ., ΕφΑθ 702/2008 ΕλλΔνη 2008.255, ΕφΑθ 1719/2004 αδημ., ΜονΠρΘεσ 25339/2004 ΕπΣυγκΔ 2005.166 (αποδοχές υπαλλήλου ΟΤΕ).Βλ. επίσης, Κρητικός Αθ., Αποζημίωση, 2008, σελ. 266, παρ.37).

[24] Σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν.2683/1999), «Μισθός δεν οφείλεται δια μη παρασχεθείσαν εξ υπαιτιότητος του υπαλλήλου υπηρεσίαν καθόλου ή εν μέρει». Επομένως, στην αντίθετη περίπτωση, εφόσον η υπηρεσία δεν παρέχεται λόγω ανυπαίτιας αδυναμίας προς εργασία του υπαλλήλου, αυτός διατηρεί στο ακέραιο το δικαίωμα για είσπραξη του  μισθού του από το Δημόσιο.

[25] ΑΠ 1127/2002 ΕλλΔνη 2004.397 (αποδοχές καθηγήτριας δημοσίου υπαλλήλου), ΑΠ 1005/1990 ΝοΒ 39.1376, ΑΠ 1767/1985 ΝοΒ 1986.1070 (αποδοχές δημοσίου υπαλλήλου), ΕφΛαρ 193/2005 Δικογραφία 2006.274 (αποδοχές και νοσήλια νοσοκόμας δημοσίου υπαλλήλου),  ΕφΠατρ 380/200 ΑΧΑΝΟΜ 200.98(μισθός και νοσήλια δημοσίου υπαλλήλου), ΕφΑθ 5210/2001 ΕπΣυγκΔ2001.498 (νοσήλια δημοσίου υπαλλήλου), ΜονΠρΧαν 32/2009 ΕπΣυγκΔ 2010.258 (αποδοχές καθηγήτριας δημοσίου υπαλλήλου), ΜονΠρΑθ 4284/2008 αδημ. (αποδοχές αστυνομικού δημοσίου υπαλλήλου).

[26] ΑΠ 1332/2003 Επιδικία 2004.23

[27] ΑΠ 853/2004 Επιδικία 2005.32, ΑΠ 500/2003 Επιδικία 2003.380

[28] ΑΠ 853/2004 Επιδικία 2005.32, ΑΠ 500/2003 Επιδικία 2003.380.

[29] ΑΠ 928/1994 ΕλλΔνη 928.1994, ΜονΠρΑθ 1684/2005 ΕπΣυγκΔ 2005.585.

[30] Με την πρόσφατη ΑΠ 116/2010 (ΕπΣυγκΔ 2010.17) κρίθηκε ότι ο παθών δικαιούται να αξιώσει κατ’ άρθρον 930 εδ. γ΄ ΑΚ τα νοσήλια που του κατέβαλε ο ασφαλιστικός του φορέας ΤΑΠ-ΟΤΕ, καθώς για τον ΤΑΠ-ΟΤΕ δεν προβλέπεται νομοθετικά υποκατάσταση σε περίπτωση καταβολής ασφαλιστικών παροχών στους ασφαλισμένους του, οι οποίοι έχουν σωρευτική απαίτηση για την καταβολή της αποζημίωσης από τον ζημιώσαντα και της ασφαλιστικής παροχής από τον ασφαλιστικό τους οργανισμό. Βλ, επίσης, ΕφΑθ 4830/2009 αδημ. (για νοσήλια από ΤΑΠ-ΟΤΕ), ΕφΑθ 6295/2005 ΕλλΔνη 2008.521 (για νοσήλια από Ταμείο Υγείας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων), ΜονΠρΑθ 1182/2008 (νοσήλια από Ταμείο Υγείας Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας).

[31] Με την ΑΠ 32/1997 (ΝοΒ 1998.765), κρίθηκε ότι το ποσό της σύνταξης του ζημιωθέντα (υπαλλήλου της ΔΕΗ) λόγω πρόωρης συνταξιοδότησής του κατ’ εφαρμογή της 930 εδ. γ΄ ΑΚ, δεν εκπίπτει από την αποζημίωση γιατί έχει ως αιτία τις γενόμενες κρατήσεις από το μισθό του όσο παρείχε την εργασία του. Από το χρόνο που θα έπαυε να εργάζεται λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, η σύνταξη που λαμβάνει καταλογίζεται και εκπίπτει από την αποζημίωση, καθώς δεν έχει βάση τα διαφυγόντα εκ της εργασίας εισοδήματά του. Κατά συνέπεια, ο ζημιωθείς δικαιούται, για το διάστημα μετά το χρόνο που θα έβγαινε κανονικά στη σύνταξη, τη διαφορά μεταξύ της τυχόν μειωμένης σύνταξης λόγω πρόωρης συνταξιοδότησης και της πλήρους συντάξεως που θα λάμβανε αν δεν τραυματιζόταν.

[32]  Με την ΕφΑθ 4024/2003( Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΕπΣυγκΔ) κρίθηκε ότι ο παθών αυτοκινητιστής δικαιούται να αξιώσει τα διαφυγόντα εισοδήματα εκ της ανικανότητάς του προς εργασία για όλο το χρονικό διάστημα της ανικανότητάς του μέχρι η συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του, χωρίς στη σχετική αξίωση να καταλογίζονται τα ποσά που λαμβάνει από τον ασφαλιστικό του  φορέα ΤΣΑ  λόγω πρόωρης συνταξιοδότησης. Βλ. επίσης ΑΠ 934/1980 ΝοΒ 29.309 για την περίπτωση σύνταξης από το Ελληνικό Δημόσιο, η οποία κρίθηκε ότι δεν εκπίπτει από τη δικαιούμενη αποζημίωση του παθόντα, ΑΠ 1446/1980 ΝοΒ 29.708.

[33]  ΑΠ 598/2009 ΕπΣυγκΔ 2009.370, ΑΠ 1812/1985 ΝοΒ 1986.1409. Βλ., επίσης, ΕφΘεσ 19/2000 Αρμ 2001.1189, η οποία δέχθηκε ως νόμιμη την αθροιστική είσπραξη από τους νόμιμους δικαιούχους της αποζημίωσης λόγω στέρησης διατροφής και της σύνταξης από το ΤΕΒΕ λόγω θανάτου σε τροχαίο ατύχημα του υπόχρεου από το νόμο προς διατροφή τους.

[34] Ο υπόχρεος εκ του νόμου σε διατροφή υποχρεούται, μεταξύ άλλων, να καταβάλει και τα νοσήλια (Φίλιος Π., Εγχειρίδιο Ενοχικού Δικαίου, τ. Β, Αθήνα 1986, σελ.242). Επίσης, ΕφΘεσ 1838/2003 Αρμ.2004.1156.

[35] ΑΠ 1286/1976 ΝοΒ 25.906.

[36] Με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 5 ν.δ. 4104/1960 ορίζεται ότι «επιφυλασσομένης της εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/1951, ο υπαίτιος του θανάτου ή βλάβης της υγείας ή της σωματικής ακεραιότητας ησφαλισμένου ή συνταξιούχου, υποχρεούται να καταβάλει εις το ΙΚΑ παν ό,τι τούτο κατέβαλε ή μέλλει να καταβάλει δια παροχάς ασθενείας εις είδος και εις χρήμα εις τον παθόντα ή τους δικαιούχους αυτού, του ΙΚΑ έχοντος ευθεία αγωγή κατά του υπαιτίου καθό μέρος επιβαρύνεται τούτο. Κατά το ποσόν τούτο μειούται η ενδεχόμενη αξίωσις του παθόντος ή των δικαιοδόχων αυτού έναντι του υπαιτίου του θανάτου ή της βλάβης».

[37] Με τη διάταξη του άρθρου 18 ν.4476/1965 αντικαταστάθηκε η παράγραφος 5 του άρθρου 10 ν.δ. 4104/1960 ως ακολούθως: «Επιφυλασσομένης της εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/1951, εφόσον ο ησφαλισμένος ή τα μέλη της οικογενείας του, δύναται να αξιώσουν κατ’ άλλους νόμους αποζημίωσιν δια ζημίαν προσγενομένην αυτοίς συνεπεία ασθενείας, αναπηρίας ή θανάτου τους εις διατροφήν αυτών υποχρέου, η αξίωση αυτή μεταβιβάζεται εις το ΙΚΑ, δι’ ο ποσόν τούτο οφείλει ασφαλιστικάς παροχάς εις τον δικαιούχο της αποζημιώσεως, καθ’ α ειδικώτερο θέλει ρυθμισθεί δια Β.Δ. εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Εργασίας μετά γνώση του Δ.Σ. του ΙΚΑ».

[38] Με το άρθρο 18 παρ. 1 ν.4476/1965 προστέθηκε η διάταξη και ορίστηκε ότι «Η παραπάνω μεταβίβαση επέρχεται αυτοδικαίως από τότε που γεννήθηκε η αξίωση. Συμβιβασμός του δικαιούχου, παραίτηση, εκχώρηση ή με οποιοδήποτε τρόπο αλλοίωση της αξίωσής του για αποζημίωση είναι άκυρη κατά το μέρος που αφορά τις παραπάνω αξιώσεις του ΙΚΑ από παροχές».

[39] Με την ΑΠ 1322/2000 (ΕλλΔνη 2002. 392) κρίθηκε ότι για ατυχήματα που τελέστηκαν  πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 1654/1986, ο ζημιωθείς ασφαλισμένος, μέχρι την έκδοση απόφασης του Διοικητή του ΙΚΑ για τη  ασφαλιστική υποκατάσταση αυτού, δικαιούται να εισπράξει αθροιστικώς τόσο την αποζημίωση από τον υπόχρεο, όσο και την ασφαλιστική υποχρέωση από το ΙΚΑ.

[40] Βλ. σχετικά Γεωργίου Κ., «Η αυτοδίκαιη μεταβίβαση ενίων αξιώσεων  ασφαλισμένων-παθόντων σε ατύχημα στο ΙΚΑ και το ορισμένο της αποζημιωτικής αγωγής του ασφαλισμένου κατά του υπαιτίου» (ΕπΣυγκΔ 2009.274), Γουργαρέα Κων/να, «Η μεταβίβαση της αξιώσεως ασφαλισμένου στο ΙΚΑ», (ΕπΣυγκΔ 2003.133).

[41] Έχει κριθεί νομολογιακά ότι το ΙΚΑ δεν υποκαθίσταται στις αξιώσεις άμεσα ασφαλισμένων σε άλλα ταμεία (όπως το ΤΣΑ), έστω και αν τους χορηγείται ιατροφαρμακευτική κάλυψη από το ΙΚΑ, καθώς δεν συντρέχει η προϋπόθεση της ύπαρξης ασφαλιστικής σχέσης μεταξύ παθόντα και ΙΚΑ (ΕφΑθ 953/2005 ΕπΣυγκΔ 2005.372. Βλ. και σχετικό σημείωμα Κρητικού Αθ. σε ΕπΣυγκΔ 2005.466).

[42] Κρητικός Αθ., Αποζημίωση, 2008, σελ. 443 παρ. 19.

[43] ΑΠ 123/2010 ΝΟΜΟΣ. Με την απόφαση αυτή, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι το παραπληγικό επίδομα που καταβάλλει το ΙΚΑ στον παθόντα ασφαλισμένο, στις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 42 παρ. 1 ν.1140/1981, συνδέεται με την αύξηση των δαπανών του λόγω ανάγκης πρόσθετης υποστήριξης από άλλο πρόσωπο και δεν τελεί σε σχέση αντιστοιχίας με τα διαφυγόντα εισοδήματα τραυματισμένου ασφαλισμένου λόγω ανικανότητάς του για εργασία, τα οποία νομιμοποιείται ενεργητικά να αξιώνει δικαστικά κατά τις διατάξεις των άρθρων 929 και 930 εδ. γ΄ ΑΚ, ανεξάρτητα από την καταβολή του παραπληγικού επιδόματος σε αυτόν εκ μέρους του ΙΚΑ.

[44] ΑΠ 1594/1995 ΝΟΜΟΣ

[45] ΑΠ 1594/1995 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 12692/1989 ΕλλΔνη 1991.131

[46] ΑΠ 70/2005 ΕλλΔνη 2005.1417. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι η σύνταξη λόγω θανάτου στη χήρα θανόντος ασφαλισμένου είναι συναφής ποιοτικά με την αξίωση αποζημίωσής της για στέρηση διατροφής κατά ΑΚ 928 και, για το λόγο αυτό, συμψηφίζεται με τη ζημία που υπέστη εκ της αιτίας αυτής και, επομένως, η χήρα του θανόντος δικαιούται μόνο τη διαφορά μεταξύ της διατροφής που θα λάμβανε αν δεν είχε συμβεί ο θάνατος του συζύγου της και της σύνταξης που λαμβάνει από το ΙΚΑ. Επίσης, για το ίδιο θέμα ΑΠ 803/2004 ΝΟΜΟΣ. Βλ. ΠολΠρΠειρ 3946/2006 (ΝΟΜΟΣ), με την οποία κρίθηκε συναφής ποιοτικά η αξίωση αποζημίωσης για απώλεια εισοδημάτων με τη σύνταξη λόγω αναπηρίας του ΙΚΑ.

[47] ΕφΠειρ 172/2010 αδημ., ΜονΠρωτΑθ 787/2010 αδημ., ΜονΠρΑθ 572/2009 αδημ., ΜονΠρωτΠειρ 4898/2008 αδημ. Οι αποφάσεις αυτές συντάσσονται με την κρίση του Ανώτατου Ακυρωτικού, το οποίο, κρίνοντας επί ζητημάτων διαχρονικού δικαίου που αφορούσαν το Ν. 1654/1986 που μετέβαλε τον τρόπο μεταβίβασης της αξίωσης αποζημίωσης από τον παθόντα στο ΙΚΑ και εισήγαγε την αυτοδίκαιη υποκατάσταση του ΙΚΑ στις αξιώσεις του ασφαλισμένου του, αποφάσισε ότι το κρίσιμο στοιχείο για το εφαρμοστέο δίκαιο ως προς τον τρόπο μεταβίβασης  της αξίωσης αυτής είναι ο χρόνος του ατυχήματος (ΑΠ 1322/2000 ΕλλΔνη2002.392)

[48] Το άρθρο 31, όπως και όλα τα άρθρα 1-33 ν.2496/1997, τέθηκε σε ισχύ έξι μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρο 34 ν.2496/1997)  και, συνεπώς, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 24-25 ΕισΝΑΚ, καταλαμβάνει ασφαλιστικές  περιπτώσεις που επήλθαν μετά την ουσιαστική  έναρξη ισχύος του (16-11-1997). ΑΠ 1/2001 ΕλλΔνη 2001.680.

[49] Το άρθρο 14 ν.2496/1997 αντικατέστησε την καταργηθείσα με το άρθρο 33 παρ. 2 ν.2496/1997, παρόμοιου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 210 ΕμπΝ, η οποία αφορούσε στην ασφαλιστική υποκατάσταση σε περιπτώσεις ασφάλισης υλικών και μόνο ζημιών.

[50] ΑΠ 151/2007 ΧΡΙΔ 2007/346, ΑΠ 1411/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4142/2009 αδημ.

[51] Η λύση της σωρευτικής είσπραξης παροχής και αποζημίωσης θεωρήθηκε αποδεκτή στο δίκαιο μας όταν πρόκειται για ασφάλιση προσώπου (και όχι ζημιών) και σύμφωνη με την ΑΚ 288 περί της καλής πίστης στις συναλλαγές (βλ. ΟλΑΠ 807/1973 ΝοΒ 22.321, ΑΠ 89/1983 ΝοΒ 1984.1341). Στην ασφάλιση προσώπου ο σκοπός κατά κανόνα δεν είναι η κάλυψη της ζημίας, όπως στην ασφάλιση ζημιών,  αλλά η καταβολή ορισμένου ποσού στο οποίο αποβλέπει ο ασφαλισμένος για την περίπτωση που θα επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος (βλ. Σταθόπουλος Μιχ., Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, Αθήνα 1979, τ.Ι, σελ. 316-317)και για  το λόγο αυτό, άλλωστε, υποβάλλεται σε οικονομικές θυσίες καταβάλλοντας τα αντιστοιχούντα ασφάλιστρα, τις ωφέλειες από τις οποίες, σε περίπτωση ασφαλιστικής υποκατάστασης, παύει αδικαιολογήτως να απολαμβάνει.

[52] Στα πλαίσια του προβληματισμού για την δικαιοπολιτική σκοπιμότητα εφαρμογής του θεσμού της ασφαλιστικής υποκατάστασης, βλ. την ενδιαφέρουσα απόφαση ΜονΠρΠειρ 4481/2007 (ΝΟΜΟΣ), με την οποία κρίθηκε ότι στα πλαίσια του αγγλικού δικαίου δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη υποκατάσταση του ασφαλιστή έναντι του τρίτου ζημιώσαντα μετά την καταβολή του ασφαλίσματος στον ζημιωθέντα ασφαλισμένο.

[53] Βλ. Εισηγητική Έκθεση στο ν.2496/1997 σελ.12, όπου αναφέρεται ότι η ανάλογη εφαρμογή των περί υποκατάστασης του ασφαλιστή διατάξεων προβλέπεται «σε περίπτωση που η ασφάλιση ατυχημάτων έχει συναφθεί κατά το αποζημιωτικό σύστημα».

[54] Στην ασφάλιση ζωής και στην ασφάλιση ευθύνης, ο ασφαλιστής καταβάλλοντας το ασφάλισμα στον ζημιωθέντα δεν υποκαθίσταται στα δικαιώματα αυτού κατά του υπόχρεου σε αποζημίωση τρίτου. Ο ζημιωθείς δικαιούται να απαιτήσει σωρευτικά το ασφάλισμα, αλλά και την αποζημίωση από τον τρίτο κατά το άρθρο 930 εδ. γ΄ Α.Κ. (βλ. Κρητικός Αθ., Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, 1998, σελ.803 επ.).

[55] Όταν η ασφαλιστική κάλυψη είναι αφηρημένη και ο ασφαλιστής, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, υποχρεούται να καταβάλει ορισμένο ποσό χωρίς να εξετάζεται η συγκεκριμένη οικονομική ανάγκη, υφίσταται ασφάλιση ποσού. (Αργυριάδης Άλκης, Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου, 1986, σελ.127) Στην ασφάλιση ποσού (όπως είναι η ασφάλιση ζωής), όπου η παροχή του ασφαλιστή δεν έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα, η ασφαλιστική υποκατάσταση δεν ισχύει (βλ. Κιάντος Β., Δημόσια τάξη και ασφαλιστική υποκατάσταση σε ΕπισκΕΔ 2006.397). Σύμφωνη με την άποψη αυτή είναι και η ΑΠ 151/2007 (ΝΟΜΟΣ), με την οποία κρίθηκε ότι δεν υφίσταται ασφαλιστική υποκατάσταση σε περίπτωση καταβολής εφάπαξ κατ’ αποκοπή ασφαλίσματος από τον ασφαλιστή στο δικαιούχο σε περίπτωση θανάτου του λήπτη της ασφάλισης.

[56] ΑΠ 151/2007 ΝΟΜΟΣ (αναιρεί ΕφΑθ 1482/2003). Επίσης, ΑΠ 1449/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1411/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4142/2009 αδημ.

[57] Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 ν.2496/1997, η αξίωση περιέρχεται στον ασφαλιστή μόνο όταν ο λήπτης της ασφάλισης έχει αξίωση κατά του τρίτου. Δεν υφίσταται υποκατάσταση όταν η αξίωση αποζημίωσης θεμελιώνεται (σε περίπτωση ασφάλισης για λογαριασμό) στο πρόσωπο του ασφαλισμένου (εφόσον είναι διαφορετικός από τον λήπτη της ασφάλισης) ή του τυχόν τρίτου δικαιούχου του ασφαλίσματος.

[58] ΕφΑθ 213/2008 ΕλλΔνη 2008.833. Βλ. επίσης, ΑΠ 848/2002 Επιδικία 2003.35, ΕφΑθ 44/2007 ΝοΒ 2008.609, ΕφΑθ 4075/2003 Επιδικία 2004.74 και ΕφΘεσ 1923/2001 ΕπισκΕΔ 2001.740 (με σημ. Κ.Παμπούκη), οι οποίες αφορούν στην υποκατάσταση ασφαλιστή σε ασφάλιση ζημιών.

[59] Επίσης, ζήτημα ασφαλιστικής υποκατάστασης δεν τίθεται και στην περίπτωση που ο ζημιωθείς, καίτοι προηγουμένως έχει αποζημιωθεί από τον ζημιώσαντα, επιτύχει να εισπράξει από τον ασφαλιστή την ασφαλιστική αποζημίωση. Βλ. Ρόκας Ι., Ιδιωτική ασφάλιση, 2006, σελ.351 επ., Κρητικός Αθ., Αποζημίωση, 2008, σελ.791 επ.

[60] Βλ.σε  Αργυριάδη Άλκη, Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου, 1986, σελ.94,  για την ανάγκη γνώσης από τον ζημιώσαντα, ακόμη και στην ασφάλιση ζημιών,  των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την ασφαλιστική υποκατάσταση.

[61] Στην εκχώρηση από το νόμο εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις για τη συμβατική εκχώρηση, εφόσον προσαρμόζονται στη φύση και στο σκοπό της και δεν προβλέπεται απόκλιση και, επομένως, αφού δεν προβλέπεται διαφορετικά, είναι αναγκαία η αναγγελία για να γίνουν γνωστά τα περιστατικά της ασφαλιστικής υποκατάστασης (ΑΠ 586/2010 ΝΟΜΟΣ).

[62] ΑΠ 764/1981 ΝοΒ 1982.425

[63] Με την ΑΠ 1411/2006 ΝΟΜΟΣ, κρίθηκε αόριστη και, συνεπώς, απαράδεκτη η ένσταση του ασφαλιστή του ζημιώσαντα, καθώς σε αυτήν δεν εκτίθεται ότι η επικαλούμενη ασφαλιστική σύμβαση με την ασφαλιστική εταιρία, με βάση την οποία ο ζημιωθείς εισέπραξε ασφάλισμα, αφορά στην καταβολή ασφαλίσματος και εκπλήρωσης συμφωνίας που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες άμεσες ζημίες  αυτού από ατύχημα, οπότε και μόνο συντρέχει περίπτωση ασφαλιστικής υποκατάστασης. Βλ. επίσης, ΕφΑθ 4142/2009 αδημ., με την οποία κρίθηκε αβάσιμη η ένσταση του ασφαλιστή του ζημιώσαντα περί ασφαλιστικής υποκατάστασης, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι η καταβολή ασφαλίσματος αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες άμεσες ζημίες του ασφαλισμένου ζημιωθέντα.