Δευτεροβάθμια Μονομελή Δικαστήρια και ΑΥΞΗΣΗ ΚΑΘ’ΥΛΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΩΝ

Ο μύθος της επιτάχυνσης και του εξορθολογισμού της Δικαιοσύνης (ν.3994/2011)*

Ηλία Ι. Κλάππα,  Δικηγόρου Πειραιά, Μέλους Δ.Σ. του Δ.Σ.Πειραιά

Η διάπλαση των δικαιϊκών κανόνων και, στην προκειμένη περίπτωση, των δικονομικών κανόνων είναι μία αέναη διαδικασία που δεν σταματά με την ψήφιση ενός νόμου όσο μεγάλες αλλαγές και αν φέρνει.

Για το λόγο αυτό, με το παρόν άρθρο εκφράζονται κριτικές σκέψεις και απόψεις για επιμέρους δικονομικές αλλαγές που επέφερε ο ν.3994/2011, με έμφαση στην ίδρυση δευτεροβάθμιων μονομελών δικαστηρίων και την αύξηση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων, προς το σκοπό να κρατηθεί ζωντανός σε επιστημονικό επίπεδο ο διάλογος για την ορθότητα ή όχι συγκεκριμένων ρυθμίσεων που επιλέχθηκαν και ήδη έχουν περιβληθεί με την ισχύ τυπικού νόμου, ευελπιστώντας σε μελλοντικές νομοθετικές βελτιώσεις.

Α       Απαιτείται συνολική θεσμική θεώρηση της πολιτικής δίκης και επίλυση των λειτουργικών προβλημάτων

1        Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ο εύλογος χρόνος εκδίκασης μιας δικαστικής υπόθεσης ανεξαρτήτως της φύσης της (αστική, ποινική και κάθε άλλη με αντικείμενο ή συνέπειες περιουσιακές ή με συνέπειες εν γένει επί αστικών δικαιωμάτων) αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις εγγυήσεις του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.[1]

Ο νομοθέτης επιχειρώντας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις για απονομή δικαιοσύνης εντός εύλογης προθεσμίας ανέλαβε επανειλημμένως την τελευταία δεκαετία νομοθετικές πρωτοβουλίες για επιτάχυνση της παροχής δικαστικής προστασίας στη πολιτική δίκη.[2]

Με το νόμο 3994/2011, ο οποίος έχει τον φιλόδοξο τίτλο «Εξορθολογισμός και Βελτίωση στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης»[3], εισάγονται τροποποιήσεις που πράγματι βελτιώνουν την παροχή έννομης προστασίας και αίρουν υπάρχουσες διαφωνίες και αμφισβητήσεις.

Ωστόσο, χωρίς να υποτιμάται η εργώδης προσπάθεια που έχει γίνει από τρεις, μάλιστα, Νομοπαρασκευαστικές Επιτροπές κατά τα έτη 2008-2011, οι ρυθμίσεις του νέου νόμου λύνουν μεν επιμέρους δικονομικά ζητήματα, δείχνουν, όμως, άτολμες, αποσπασματικές, αποφεύγουν τις μεγάλες τομές και εν τέλει δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξορθολογίζουν την πολιτική δίκη. Οι θεσμικές αλλαγές που εισάγονται είναι αμφισβητούμενης αποτελεσματικότητας, κάποιες δε εξ αυτών, όπως η θέσπιση δευτεροβάθμιων μονομελών δικαστηρίων, θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια δικαίου.[4]

Εξορθολογισμός δεν είναι να χρειάζονται τρεις+τρεις δικαστές στους δύο βαθμούς ουσίας για να δικάσουν μία αγωγή διετούς διάστασης και να αρκούμαστε σε έναν+έναν δικαστές (εκ των οποίων ο πρώτος μπορεί να είναι και Πάρεδρος) για να δικάσουν ένα εργατικό ή τροχαίο ατύχημα με θάνατο ή βαρύτατο τραυματισμό και αμφισβητούμενη υπαιτιότητα, στηριζόμενοι στην ψευδαίσθηση ότι στις ειδικές διαδικασίες τα νομικά προβλήματα είναι τάχα λιγότερα.

Εξορθολογισμός δεν είναι να νομοθετούμε την ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων, όταν δεν έχουμε επιλύσει ακόμα το πρόβλημα των αποφάσεων που εκδίδονται ακαθαρόγραφες πολλούς μήνες μετά τη συζήτηση της υπόθεσης και χρειάζεται μεγάλος κόπος και πρόσθετη πολύμηνη ταλαιπωρία για να καθαρογραφούν και να θεωρηθούν.

Εξορθολογισμός δεν είναι να υφίστανται διαφορετικές προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων και διαφορετικές ρυθμίσεις ακόμη και για το πινάκιο στις ειδικές διαδικασίες.

Ο νομικός κόσμος είναι ώριμος για ενοποίηση των διατάξεων στις ειδικές διαδικασίες, είναι ώριμος να συζητήσει την ανακατανομή της ύλης ανάμεσα στις μονομελείς και πολυμελείς συνθέσεις στον πρώτο βαθμό, έτσι ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός που το ίδιο το νομοσχέδιο θέτει για απλούστερη και ουσιαστικότερη απονομή της δικαιοσύνης και για ομοιόμορφη ρύθμιση όμοιων δικονομικών καταστάσεων, αλλά για όλα αυτά χρειάζεται θεσμική παρέμβαση με συνολική θεώρηση των προβλημάτων της πολιτικής δίκης και όχι παρεμβάσεις με αποσπασματικό χαρακτήρα, ώστε να καθιδρυθεί «ένα σύστημα δικονομικό που να αποτελεί εγγύηση και ασφάλεια για τον πολίτη και να είναι συμβατό με τις συνταγματικές μας παραδόσεις και το νομικό πολιτισμό μας»[5].

2        Σωστά παρατηρείται στην αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου ότι «τα προβλήματα της απονομής δικαιοσύνης στην χώρα μας δεν έχουν κατά κανόνα θεσμικό αλλά λειτουργικό υπόβαθρο»[6].

Αντί λοιπόν να διορθώσουμε τα λειτουργικά προβλήματα της δικαιοσύνης, όπως είναι μεταξύ πολλών άλλων οι ελλείψεις στις οργανικές θέσεις των δικαστών και των δικαστικών υπαλλήλων, η απουσία ελεύθερων δικαστικών αιθουσών, τα προβλήματα υλικοτεχνικής υποδομής των δικαστηρίων, αλλά και ο υδροκεφαλισμός του Πρωτοδικείου και του Εφετείου της Αθήνας, επιχειρούνται θεσμικές αλλαγές αμφίβολης αποτελεσματικότητας, οι οποίες είναι ενδεχόμενο όχι μόνο να μην βοηθήσουν στον εξορθολογισμό και στην επιτάχυνση της δικαιοσύνης, αλλά αντίθετα να δημιουργήσουν πολλαπλάσια προβλήματα.

Η επιτάχυνση της δικαιοσύνης δεν είναι ζήτημα ανακατανομής της ύλης μεταξύ των Δικαστηρίων και μείωσης της αρμοδιότητας των πολυμελών συνθέσεων, όπως παρουσιάστηκε με τον εν λόγω νόμο.

Προφανώς, την εποχή της οικονομικής κρίσης, τα πρακτικά μέτρα επίλυσης των προβλημάτων της Δικαιοσύνης μοιάζουν ουτοπικά, ελλείψει κονδυλίων, και για το λόγο αυτό οι παρεμβάσεις του  νομοθέτη περιορίζονται σε μεταφορά και διασπορά του προβλήματος της σωρευθείσας δικαστικής ύλης μεταξύ των Δικαστηρίων ξεχνώντας, μάλιστα, ότι ακόμη και οι πετυχημένες στη θεωρία θεσμικές αλλαγές για να πετύχουν στην πράξη χρειάζονται συγκεκριμένες υλικές πράξεις για την επίλυση των λειτουργικών προβλημάτων.

Β       Αύξηση καθύλην αρμοδιότητας Ειρηνοδικείων

1        Με το νέο νόμο (άρθρο 2), η καθύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου στις χρηματικά αποτιμητές διαφορές, αυξάνεται από 12.000 ευρώ σε 20.000 ευρώ και παράλληλα αυξάνεται και η αρμοδιότητά του για τις διαφορές από μίσθωση ώστε να καταλαμβάνει τις διαφορές με μηνιαίο μίσθωμα ως 600 ευρώ.

Τα ήδη υπερφορτωμένα Ειρηνοδικεία, στα οποία έχουν ανατεθεί πρόσφατα και οι υποθέσειςρύθμισης χρεών των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, καλούνται να διαχειριστούν ένα πολύ μεγάλο όγκο νέων υποθέσεων χωρίς, μάλιστα, να έχει προηγηθεί αύξηση των οργανικών θέσεων των ειρηνοδικών και των δικαστικών υπαλλήλων αλλά ούτε και αντιμετώπιση των τεράστιων ελλείψεων σε έμψυχο δυναμικό που υπάρχουν.

Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση μεγάλου όγκου υποθέσεων, την ακόμη μεγαλύτερη σε σχέση με την υφιστάμενη ήδη καθυστέρηση στην εκδίκαση των υποθέσεων, με κίνδυνο να οδηγηθούμε σε φαινόμενα εν τοις πράγμασι αρνησιδικίας. [7]

2        Η αύξηση της καθύλην αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων σε σχέση, μάλιστα, με την ανάθεση σε Μονομελή Πρωτοδικεία της εκδίκασης κατ’ έφεσην των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, θέτει για μία ακόμη φορά επιτακτικά το ζήτημα της θέσης των Ειρηνοδικών και των Ειρηνοδικείων στο σύστημα της δικαιοσύνης.

Αν οι Ειρηνοδίκες θεωρούνται ισότιμοι δικαστές με τους Πρωτοδίκες, τότε ορθώς διευρύνεται η αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου και τους ανατίθεται ο χειρισμός υποθέσεων ως 20.000 ευρώ, ποσό που για έναν μέσο εργαζόμενο ισούται σήμερα με τα εισοδήματα δύο ετών.

Σε αυτήν την περίπτωση, εσφαλμένως προβλέπεται οι εφέσεις ικανών κατά την κρίση μας δικαστών, να δικάζονται ακόμη και από νέους χωρίς εμπειρία Πρωτοδίκες (άρθρο 3 παρ.3 του νόμου), γεγονός που δημιουργεί στρεβλά φαινόμενα στην παροχή έννομης προστασίας.

Αν πάλι οι Ειρηνοδίκες δεν θεωρούνται δικαστές του ίδιου επιπέδου με τους Πρωτοδίκες, τότε ορθώς οι αποφάσεις τους εξετάζονται κατ’ έφεση ακόμη και από νέους Πρωτοδίκες, εσφαλμένως όμως τους αναθέτουμε υποθέσεις τόσο σημαντικού περιουσιακού αντικειμένου για πολύ μεγάλη μερίδα πολιτών.

Πρέπει, επιτέλους, να μιλήσουμε ανοικτά για ένα θέμα πολύ σημαντικό στο χώρο της δικαιοσύνης και αυτό είναι η ενσωμάτωση των Ειρηνοδικών στο δικαστικό σώμα, ενδεχομένως υπό προϋποθέσεις, και της ενοποίησης της δικαιοσύνης ώστε να μην έχουμε δικαστές και δικαστήρια πρώτης και δεύτερης κατηγορίας.

Γ        Δευτεροβάθμια Μονομελή Δικαστήρια

1        Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου, σκοπός της ίδρυσης δευτεροβάθμιων μονομελών δικαστηρίων είναι η επιτάχυνση της διαδικασίας και η εξοικονόμηση του δικαστικού μόχθου.

Πλην όμως, η ρύθμιση για τη δημιουργία δευτεροβάθμιων μονομελών δικαστηρίων (άρθρο 3 παρ.3 και 4 παρ.2 ΚΠολΔ), δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι λύνει το πρόβλημα της επιτάχυνσης της δικαιοσύνης, καθώς προβαίνει απλώς σε ανακατανομή της ύλης ανάμεσα στα δικαστήρια επιβαρύνοντας άλλα δικαστήρια από αυτά που μέχρι σήμερα επιβάρυνε[8].

Συγκεκριμένα, υπερφορτώνονται τα μονομελή πρωτοδικεία, τα οποία μαζί με τα ειρηνοδικεία διεκπεραιώνουν το 80% του συνόλου των υποθέσεων σε πρώτο βαθμό, και τα οποία θα λειτουργούν πλέον και ως δευτεροβάθμια επί αποφάσεων ειρηνοδικείων, απορροφώντας πολύ μεγάλο όγκο υποθέσεων, καθώς, μάλιστα, τα ειρηνοδικεία λόγω της αύξησης της καθύλην αρμοδιότητάς τους θα εκδίδουν αποφάσεις για υποθέσεις με αντικείμενο ως 20.000 ευρώ, αντί για 12.000 ευρώ όπως μέχρι σήμερα.

2        Ακόμη, όμως, και αν ήθελε θεωρεί ότι πράγματι υπάρχει επιτάχυνση της δικαιοσύνης, καθώς πλέον, σε υποθέσεις αρμοδιότητας σε πρώτο βαθμό Ειρηνοδικείων και Μονομελών Πρωτοδικείων, θα απασχολούνται, και στους δύο βαθμούς ουσίας, δύο μόνον τακτικοί δικαστές, αντί για τέσσερις, παρόλα αυτά, αυτό και μόνον, δεν καθιστά την θεσμική αυτή επιλογή ορθή.

          Καταρχήν, γιατί επιτείνει τα ήδη υφιστάμενα στο χώρο του δικονομικού δικαίου αδικαιολόγητα φαινόμενα ανόμοιας δικονομικής αντιμετώπισης παρόμοιων δικονομικών καταστάσεων[9].

          Κατά δεύτερο, γιατί η εκδίκαση εφέσεων κατ’ αποφάσεων Ειρηνοδικείων από Μονομελή Πρωτοδικεία θα δημιουργήσει στρεβλά φαινόμενα, όπου η δευτεροβάθμια κρίση θα προέρχεται από δικαστή λιγότερο ή πολύ λιγότερο έμπειρο από αυτόν του πρώτου βαθμού.[10]

          Κατά τρίτο, γιατί είναι πιθανό με την ίδρυση Μονομελών Εφετείων να αποκλείονται εν τοις πράγμασι οι Πρόεδροι Εφετών από τη δευτεροβάθμια διαδικασία, καθώς δεν πιθανολογείται ότι η εκδίκαση εφέσεων θα ανατίθεται σε Πρόεδρους Εφετών που θα έχουν και τα καθήκοντα που είχε μέχρι σήμερα ο Εισηγητής Εφέτης στην πολυμελή σύνθεση. Κατ’ επέκταση, η ανάθεση εφέσεων μόνο στους νεότερους Εφέτες, οι οποίοι κατά τεκμήριο στερούνται της πείρας και των γνώσεων των αρχαιοτέρων, υπάρχει κίνδυνος να συντελέσει στην υποβάθμιση του επιπέδου της δικαιοδοτικής κρίσης.

          Περαιτέρω, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι οι Πρόεδροι Εφετών θα εμπλακούν στη δευτεροβάθμια διαδικασία, συμμετέχοντας σε μονομελείς συνθέσεις, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, θα εμφανιστούν στρεβλά φαινόμενα δικονομικής διαχείρισης των υποθέσεων, καθώς υποθέσεις ίδιας σημασίας θα τυγχάνουν διαφορετικής δικονομικής αντιμετώπισης, αφού άλλες θα εκδικάζονται σε δεύτερο βαθμό από Προέδρους Εφετών και άλλες από νεότερους Εφέτες.

          Κατά τέταρτο, γιατί είναι ενδεχόμενο να έχουμε όχι επιτάχυνση αλλά καθυστέρηση της δικαιοσύνης, λαμβάνοντας υπόψη τον υπαρκτό κίνδυνο τα Μονομελή Δευτεροβάθμια Δικαστήρια να αυξήσουν το φόρτο εργασίας του Αρείου Πάγου και, κατ’ επέκταση, το συνολικό χρόνο εκδίκασης μιας υπόθεσης μέχρι να καταστεί αμετάκλητη, καθώς ο Άρειος Πάγος θα κληθεί να θεραπεύσει τα αποτελέσματα αυθαίρετης και κακής εφαρμογής του νόμου και της νομολογίας, ενδεχόμενο, άλλωστε, που αναφέρεται στην ίδια την αιτιολογική έκθεση και αυτό, αν μη τι άλλο, αποδεικνύει τον πειραματικό χαρακτήρα της διάταξης.

Σε κάθε περίπτωση, η προσφυγή στον Άρειο Πάγο δεν λύνει όλα τα προβλήματα ειδικά ως προς την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, η οποία κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (εκτός αν τα πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τους λόγους των περιπτώσεων 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ), και η οποία είναι καθοριστική για την ουσιαστική απονομή δικαιοσύνης και για την αποκατάσταση του αισθήματος δικαίου των πολιτών.

3        Κυρίως, όμως, η θεσμική επιλογή ίδρυσης δευτεροβάθμιων δικαστηρίων προς τον σκοπό της επιτάχυνσης και μόνο της δικαιοσύνης, είναι αμφίβολης ορθότητας[11], γιατί, όπως αναφέρει η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου σε απόφασή της σχετικά με τις ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου και τις προτεινόμενες αλλαγές «η ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης ασφαλώς αποτελεί βασική αξία της πολιτικής δίκης και τον τελικό σκοπό των μεταρρυθμίσεων που επιχειρούνται. Αυτή όμως πρέπει να συνδυάζεται και με την ορθότητα του απονεμομένου δικαίου, γιατί ταχύτητα χωρίς ορθοκρισία οδηγεί σε αδικία, όπως και ορθοκρισία χωρίς ταχύτητα οδηγεί σε αρνησιδικία»[12].

Στα πλαίσια του δικονομικού μας συστήματος, στο οποίο η ουσιαστική κρίση της υπόθεσης γίνεται σε δύο βαθμούς, η σύνθεση των δευτεροβάθμιων Δικαστηρίων έχει καθοριστική σημασία για την εφαρμογή του δικαίου και την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των διαδίκων, καθώς κρίνουν τελεσίδικα από ουσιαστική άποψη τη συγκεκριμένη υπόθεση.

Ταυτόχρονα η σύνθεσή τους έχει σημασία για την ασφάλεια του δικαίου, καθώς τα δευτεροβάθμια δικαστήρια παράγουν νομολογία για συναφείς υποθέσεις.

Η πολυμελής σύνθεση των Δευτεροβάθμιων Δικαστηρίων παρέχει τα τυπικά και ουσιαστικά εχέγγυα ορθής και αμερόληπτης απονομής της δικαιοσύνης και απόκρουσης φαινομένων άσκησης πίεσης και επηρεασμού του ενός και μοναδικού δικαστή.

Η επιλογή από τον νομοθέτη μονομελών δικαιοδοτικών οργάνων στον πρώτο βαθμό για την συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων (80% των όλων αστικών υποθέσεων), τα οποία είτε λόγω αξίας του αντικειμένου, είτε λόγω υπαγωγής στις ειδικές διαδικασίες δικάζονταν από τα ειρηνοδικεία και τα μονομελή πρωτοδικεία, είχε γίνει ακριβώς επειδή τα ενδεχόμενα σφάλματα θα τα διόρθωνε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που θα ήταν πολυμελούς συνθέσεως. Σήμερα, έρχεται ο νομοθέτης που μέχρι τώρα δικαιολογούσε τις μονομελείς συνθέσεις στα πρωτοβάθμια δικαστήρια με την ύπαρξη των πολυμελών δευτεροβάθμιων, να καταργήσει τα δευτεροβάθμια πολυμελή δικαστήρια όταν δικάζουν κατ’ έφεση υποθέσεις του ειρηνοδικείου και του μονομελούς πρωτοδικείου.

Σωστά επισημάνθηκε στη Βουλή κατά τη συζήτηση του σχεδίου νόμου ότι «η εγγύηση της εφετειακής δικαιοσύνης δεν συνίσταται μόνο στην ανάθεσή της σε εμπειρότερους και κατά τεκμήριο καλύτερους δικαστές. Έχει να κάνει και με το συλλογικό της χαρακτήρα. Έχει δηλαδή να κάνει και με τον αριθμό των δικαστών που εμπλέκονται σ’ αυτή τη διαδικασία, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσουμε ότι οι αποφάσεις των εφετείων έχουν σημασία που υπερβαίνει την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση, καθώς συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό και στη διαμόρφωση της νομολογίας».[13]

Στα Πολυμελή Δευτεροβάθμια Δικαστήρια έχει ιδιαίτερη σημασία, αφενός, η εμπειρία του Προέδρου και, αφετέρου, η διάσκεψη των δικαστών και η συνεισφορά των υπολοίπων μελών της σύνθεσης του δικαστηρίου[14], η οποία, εκτός των άλλων, εξισορροπεί την κατά κανόνα απουσία προφορικής συζήτησης ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, συνδράμει στην ουσιαστική ανταλλαγή και σύνθεση απόψεων, συντελεί στην επίλυση των νομικών ζητημάτων και στην ορθή αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την τεχνική διατύπωση της απόφασης έχει ρόλο εκπαιδευτικό για τους ίδιους τους δικαστές και βοηθά στην ενοποίηση και εξέλιξη της νομολογίας και, επιπλέον, συντελεί στην παρεμπόδιση φαινομένων αυθαίρετης κρίσης και κακής εφαρμογής του νόμου.

4        Η εκδίκαση μιας υπόθεσης από δικαστήρια πολυμελούς σύνθεσης δεν καθυστερεί επειδή πρέπει να μεσολαβήσει η διάσκεψη για την έκδοση της απόφασης. Ο χρόνος έκδοσης της απόφασης δεν εξαρτάται από τη διάσκεψη, αλλά από τη μελέτη της υπόθεσης και τη σύνταξη του σχεδίου από τον εισηγητή.

Αντίθετα, η διάσκεψη (άρθρο 300 επ. ΚΠολΔ) κάνει σοφότερους τους δικαστές και σοφότερες τις αποφάσεις τους.[15] «Η συμμετοχή (των δικαστών) στη διάσκεψη (…) δεν αποτελεί τροχοπέδη στην ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης αλλά αποτελεί εχέγγυο πλέον ενδελεχούς έρευνας και ορθοκρισίας, (και) η δημιουργία εφετείων μονομελούς σύνθεσης στερεί από πολλούς δικαστές τη δυνατότητα να συμμετέχουν σε διασκέψεις, όπως θα συνέβαινε αν η σύνθεση του εφετείου ήταν πολυμελής, οι οποίες (διασκέψεις) αποτελούν για όλους- και όχι μόνο για τους νέους δικαστές- αναντικατάστατο σχολείο της πρακτικής του δικαίου, όπως είναι γνωστό σε όλους τους δικαστικούς λειτουργούς και όπως στην ερμηνευτική εγκύκλιο του ν. 1478/1984 ιδιαίτερα τονίζεται»[16].

Ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι, λόγω εσφαλμένων πρακτικών, σε πολλές περιπτώσεις η διάσκεψη έχει καταστεί τυπική[17], καθώς μόνο ο Εισηγητής εξετάζει την υπόθεση, ο νομοθέτης όφειλε να μεριμνήσει για την αντιμετώπιση των πρακτικών αυτών και των αιτίων τους.

Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν μπορεί τυχόν εσφαλμένη και μη νόμιμη δικαστηριακή πρακτική να αποτελέσει, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση, ανεκτή αιτιολόγηση θεσμικής αλλαγής[18] και, μάλιστα, να νομιμοποιηθεί εκ των υστέρων με νόμο του Κράτους.

5        Συνεπώς, είναι ανάγκη ο νομοθέτης να επανέλθει στο ζήτημα των Μονομελών Δευτεροβάθμιων Δικαστηρίων και να θεσμοθετήσει εκ νέου την αρμοδιότητα εκδίκασης των υποθέσεων σε δεύτερο βαθμό μόνο από Πολυμελείς  συνθέσεις, επανεκτιμώντας, ενδεχομένως, για λόγους επιτάχυνσης της δίκης, στις υποθέσεις του πρώτου βαθμού και μόνο, τη δυνατότητα επέκτασης της αρμοδιότητας των μονομελών συνθέσεων και τον περιορισμό ή την κατάργηση των πολυμελών συνθέσεων.


* Το παρόν άρθρο βασίστηκε σε εισήγηση που παρουσιάστηκε στις 2-10-2011 στην 3η Επιστημονική Διημερίδα της Ένωσης Νομικών Δικαίου Ιδιωτικής Ασφάλισης και Αστικής Ευθύνης Τροχαίων Ατυχημάτων(ΕΝΔΙΑΑΕΤΑ), η οποία διοργανώθηκε το διήμερο 1/2/-10-2011 στο Ναύπλιο σε συνεργασία με τον Δικηγορικό Σύλλογο Ναυπλίου, με θέμα «Τροχαία Ατυχήματα και Ιδιωτική Ασφάλιση: Αστικά, Ποινικά και Δικονομικά ζητήματα μετά τις τελευταίες νομοθετικές ρυθμίσεις»

[1] Η Ελλάδα έχει επανειλημμένα απασχολήσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) σχετικά με την υπέρβαση της λογικής προθεσμίας εκδίκασης μιας δικαστικής υπόθεσης και έχει πολλές φορές καταδικαστεί για την αιτία αυτή. Αναφέρονται ενδεικτικά οι αποφάσεις ΕΔΔΑ από 16-1-2003 στην υπόθεση Καραγιάννης κ..λ.π  κατά Ελλάδος, από 25-1-2000 στην υπόθεση Αγγά κατά Ελλάδος, από 23-9-1998 στην υπόθεση Πόρτιγκτον κατά Ελλάδας, από 27-6-1997 στην υπόθεση Φίλη ΙΙ κατά Ελλάδας κ.λ.π.

[2] Στους πιο πρόσφατους νόμους σχετικά με την επιτάχυνση της πολιτικής δίκης, περιλαμβάνονται οι νόμοι  2915/2001, 3043/2002, 3388/2005,3714/2008

[3] Η άποψη που διατυπώνεται στην υπ’ αρ. 7/14-4-2011 απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, είναι ότι ο τίτλος του σχεδίου νόμου είναι πιο μετριοπαθής από ό,τι αν περιλάμβανε τον όρο «επιτάχυνση». Πλην όμως, ο όρος «Εξορθολογισμός» είναι ευρύτερος και πολύ πιο απαιτητικός, καθώς δεν εξαντλείται στην επιτάχυνση της διαδικασίας, αλλά συνδέει την επιτάχυνση με τα αιτήματα για ορθότερη, αποτελεσματικότερη, απλούστερη και ουσιαστικότερη απονομή της δικαιοσύνης.

[4] Κατά την ψήφιση του νομοσχεδίου παραλείφθηκε, ευτυχώς, η πρόβλεψη στο άρθρο 4 παρ. 3 του σχεδίου νόμου για συγκρότηση τμημάτων του Αρείου Πάγου τριμελούς σύνθεσης. Η ρύθμιση αυτή, η οποία, άλλωστε, ήταν αμφίβολης πρακτικής σημασίας, θα είχε ως συνέπεια την εν τοις πράγμασι επιβάρυνση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, αφού σε περίπτωση μειοψηφίας ενός μέλους, οπότε η απόφαση θα λαμβανόταν με πλειοψηφία μιας ψήφου, θα ήταν υποχρεωτική, κατ’ άρθρον 563 παρ. 2 περ. β εδ. γ ΚΠολΔ, η παραπομπή της υπόθεσης στην Ολομέλεια.

[5] Νικ. Κλαμαρής στον τόμο «Προτάσεις της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για την αναμόρφωση του ΚΠολΔ, 33ο Πανελλήνιο Συνέδριο, Βόλος 2008», Αθήνα 2009, σελ.267

[6] Αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου, σελ. 1

[7] Σωστά παρατήρησε η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων σε επιστολή της προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης της 25-5-2011, ότι με τις διατάξεις του σχεδίου νόμου, το πρόβλημα θα μεταφερθεί στα Ειρηνοδικεία με αποτέλεσμα να πλήττονται οι οικονομικά ασθενέστερες τάξεις από την καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης (Δικαστικά Νέα, φ.117, Απρ-Ιουν 2011, σελ.5)

[8] Βλ. σχετικά Πρακτικά Συνεδρίασης της Βουλής ΡΟΔ΄ της Τρίτης 12 Ιουλίου 2011, Σύνοδος Β΄, Ομιλία Βασίλειου Μουλόπουλου, Βουλευτή

[9] Μία αυτοκινητική υπόθεση ποσού 500.000 Ευρώ δεν θα δικασθεί ποτέ από πολυμελές δικαστήριο, αλλά θα απασχολήσει δύο μονομελείς συνθέσεις και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ενώ μία ενοχική διαφορά ίδιου ποσού θα απασχολήσει αντίστοιχα δύο πολυμελείς συνθέσεις.

[10] Η ατολμία της διάταξης που προστέθηκε στο άρθρο 3 παρ.3 του νόμου (άρθρο 17Α ΚΠολΔ) κατά την ψήφιση του σχεδίου νόμου στη Βουλή, σχετικά με τη συγκρότηση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ως δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου και τη μη-δεσμευτική προτεραιότητα που πρέπει να δίνεται στη συγκρότησή του από Πρόεδρο Πρωτοδικών ή έστω από Πρωτοδίκη με πενταετή υπηρεσία, οφείλεται προφανώς σε πρακτικούς λόγους. Από τη μία, συγκρούεται η βούληση του νομοθέτη για περισσότερα εχέγγυα ορθής απονομής της Δικαιοσύνης στο δεύτερο βαθμό και, από την άλλη, η πραγματικότητα των Πρωτοδικείων, όπου ο ανεπαρκής αριθμός Προέδρων Πρωτοδικών και ο μεγάλος φόρτος εργασίας που έχουν με αυξημένες αρμοδιότητες και σε άλλα τμήματα (ποινικά) του Πρωτοδικείου δεν επιτρέπουν την κατ’ αποκλειστικότητα συγκρότηση των δευτεροβάθμιων Μονομελών Πρωτοδικείων από Προέδρους Πρωτοδικών. Η πρόβλεψη είναι ότι η αδυσώπητη πραγματικότητα των δικαστηρίων θα επικρατήσει της βούλησης του νομοθέτη και η διάταξη θα μείνει, δυστυχώς, κενό γράμμα, καθώς θα δικάζει όποιος πρωτοδίκης είναι διαθέσιμος, ανεξαρτήτως αρχαιότητας. Είναι για το λόγο αυτό πολύ σημαντικό για την ποιότητα της δευτεροβάθμιας δίκης και κατ’επέκταση για την ασφάλεια δικαίου αλλά και το αίσθημα δικαίου των πολιτών, να υπάρξουν αλλαγές στον Κανονισμό των δικαστηρίων ώστε να προβλεφθούν τουλάχιστον χωριστές δικάσιμοι και συνθέσεις, όταν τα Μονομελή Πρωτοδικεία δικάζουν ως δευτεροβάθμια, και να μη σωρεύονται οι εφέσεις κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείων στο ίδιο πινάκιο με τις υποθέσεις του πρώτου βαθμού.

[11]  Η ίδρυση δευτεροβάθμιων μονομελών δικαστηρίων  επικρίθηκε τόσο από τη Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (υπ’αριθμ. 7/14-4-2011 απόφαση) όσο και από Δικηγορικούς Συλλόγους. Αναφέρεται η από 12-7-2011 απόφαση του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά σχετικά με την αντίθεσή του στην ίδρυση μονομελών  δευτεροβάθμιων δικαστηρίων (www.dspeir.gr) και οι αποφάσεις της Επιτροπής Δικαιοσύνης του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης που καταχωρήθηκαν ως σχόλια στις 13-3-2011 και 14-3-2011 στην ιστοσελίδα της Δημόσιας Διαβούλευσης για το νομοσχέδιο στα άρθρα 2 και 4 (www.opengov.gr/ministryofjustice.) Επίσης, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων με την από 25-5-2011 επιστολή της προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, εξέφρασε (κατά πλειοψηφία των μελών του Δ.Σ.) την αντίθεσή της στην ίδρυση Μονομελών Εφετείων (Δικαστικά Νέα, αρ. φύλλου 117, Απρίλιος-Ιούνιος 2011).

[12] υπ’ αριθμ. 7/14-4-2011απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας Αρείου Πάγου σελ. 24. Την άποψη αυτή ενστερνίζεται και η θεωρία καθώς «ο σκοπός μίας ουσιαστικά δίκαιης απόφασης δεν χρειάζεται να περιοριστεί (με εφαρμογή κανόνων που εξυπηρετούν μόνο την επιτάχυνση της δίκης) περισσότερο από όσο απαιτεί το συμφέρον της συγκέντρωσης της διαδικασίας(Σταματόπουλος Στ., Η αρχή της οικονομίας στην πολιτική δίκη Αθήνα 2003, σελ. 487). Για τη σύνδεση έγκαιρης και ορθής απονομής της δικαιοσύνης και τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ βλ. Ματθίας Στ, Κτιστάκης Γ κ.α. (επ.) Η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην Ευρώπη, Αθήνα 2006, σελ. 64 επ. Επίσης, Παραράς Π. Σύνταγμα και Ευρωπαϊκή Σύμβαση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Αθήνα 2001, σελ. 407 επ.

[13] Βλ. σχετικά Πρακτικά Συνεδρίασης της Βουλής ΡΟΔ΄ της Τρίτης 12 Ιουλίου 2011, Σύνοδος Β΄, Ομιλία Ιωάννη Γκιόκα, Βουλευτή.

[14] Αξιοσημείωτο το σχόλιο της 29-7-2011 στην ιστοσελίδα www.dikastis.gr σχετικά με τον νέο νόμο: «Τρεις άνθρωποι πάντα είναι καλύτεροι από έναν, χωρίς να ξεχνάμε ότι πολλές φορές στις διασκέψεις παρίστανται και τα υπόλοιπα μέλη της σύνθεσης τα οποία περιμένοντας να διασκεφθούν τις δικές τους υποθέσεις μπορεί να συνεισφέρουν (χωρίς δικαίωμα ψήφου)».

[15] Σωστά έχει διατυπωθεί στη θεωρία ότι «Οι πολυμελείς συνθέσεις εξωτερικά μεν εξασφαλίζουν την αμεροληψία και την αξιοπιστία του δικαστηρίου, οι δε διασκέψεις, όταν γίνονται πραγματικά και όχι πλασματικά, όχι μόνο κατατείνουν με την πολυφωνία τους στην καλύτερη ποιότητα απονομής της δικαιοσύνης, αλλά αποτελούν το κυριότερο μέσο διάχυσης γνώσης και εμπειρίας εκ μέρους των παλιότερων προς τους νεότερους δικαστές.» Λάλας Σπ., Τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, στον τόμο «Προτάσεις της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για την αναμόρφωση του ΚΠολΔ, 33ο Πανελλήνιο Συνέδριο, Βόλος 2008», Αθήνα 2009, σελ. 102

[16]Απόσπασμα από την υπ’ αριθ. 7/14-4-2011 απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τις προτεινόμενες αλλαγές στο σχέδιο νόμου.

[17] Το σημαντικό ποσοστό των αποφάσεων στα πολυμελή δικαστήρια, το οποίο υπολογίζεται στο 10% περίπου του συνόλου, οι οποίες δεν συμφωνούν με την εισήγηση του εισηγητή δικαστή, αποδεικνύει κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο (χωρίς να λαμβάνεται υπόψη και η σημασία της συμβολής του Προέδρου και της διάσκεψης στην ουσιαστική και νομοτεχνική βελτίωση της εισήγησης ακόμη και όταν γίνεται δεκτή) ότι η διάσκεψη των δικαστών στα πολυμελή δικαστήρια διατηρεί και τη σημασία της και τον ουσιαστικό της χαρακτήρα.

[18] Η αιτιολογική έκθεση στο άρθρο 4 του σχεδίου νόμου επικαλείται την εσφαλμένη αυτή πρακτική για να δικαιολογήσει την κατάργηση της διάσκεψης και των δευτεροβάθμιων πολυμελών συνθέσεων αναφέροντας κατά λέξη «στην πράξη, το ιστορικό της υποθέσεως και σήμερα άλλωστε μόνο ο εισηγητής το επεξεργάζεται (κατά κανόνα)».