ΝΟΜΟΣ 4055/2012 ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΗΣ ΔΙΚΗΣ: ΠΩΣ ΕΠΗΡΕΑΖΕΤΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΚ ΤΡΟΧΑΙΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ

Ηλία Ι. Κλάππα, Δικηγόρου Πειραιά, Μέλους Δ.Σ. του Δ.Σ.Π.

——————————————————-

Πριν ακόμη στεγνώσει το μελάνι του νομοθέτη για την σύνταξη και τη δημοσίευση του νόμου 3994/2011 που επέφερε σημαντικές αλλαγές στην Πολιτική Δικονομία, ένας νέος νόμος με τίτλο «Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής» ψηφίστηκε και τέθηκε σε ισχύ. Είναι ο νόμος 4055/2012 (ΦΕΚ Α 51/12-3-2012), ο οποίος εισάγει νέες σημαντικές αλλαγές στην αστική, ποινική και διοικητική δίκη, τόσο σε ουσιαστικό όσο και σε δικονομικό επίπεδο.

Η προσοχή του παρόντος σημειώματος επικεντρώνεται στις νομοθετικές εκείνες αλλαγές που επιφέρει ο νέος νόμος και οι οποίες ενδιαφέρουν άμεσα, αλλά όχι απαραίτητα αποκλειστικά, τον νομικό που δραστηριοποιείται στο δίκαιο της αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων.

Α         Τροποποιήσεις Αστικού Κώδικα

            Άρθρο 2. Τόκος επιδικίας

α          Το κείμενο της διάταξης:

«Το άρθρο 346 του Αστικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: “Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και εάν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης”

β          Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση επί του σχεδίου νόμου, με τη διάταξη αυτή ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα η έγγραφη αναγνώριση της οφειλής και ο συμβιβασμός και επιχειρείται ο περιορισμός των άσκοπων ένδικων μέσων και βοηθημάτων. Η διάταξη δύναται κατ’ εξαίρεση να μην εφαρμοστεί, μόνο, όμως, κατόπιν αιτήματος του εναγομένου, όταν ο εναγόμενος, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αντιδικεί ευλόγως.

Β         Τροποποιήσεις Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

1          Άρθρο 6. Καθ’ ύλην αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων

α          Το κείμενο της διάταξης:

«1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 14 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: “Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήματα και που η αξία του αντικειμένου τους είναι πάνω από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, δεν υπερβαίνει όμως το ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) ευρώ.”

2. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 16 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: “Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται, ακόμη και αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) ευρώ”».

β          Επί της ουσίας δεν επέρχεται κάποια αλλαγή με τις ανωτέρω διατάξεις σε σχέση με όσα ίσχυαν πριν το ν.4055/2012 και είχαν θεσπιστεί με το άρθρο 2 ν.3994/2011, ως προς την αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων και των Μονομελών Πρωτοδικείων για απαιτήσεις αποζημίωσης για ζημίες από αυτοκίνητα, καθώς παραμένει το κατώτερο όριο της αρμοδιότητας των Μονομελών Πρωτοδικείων στις 20.000 ευρώ και διατηρείται και η εξαιρετική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου έναντι του Πολυμελούς για τις απαιτήσεις αυτές.

2          Άρθρο 7. Δικαστική μεσολάβηση

α          Το κείμενο της διάταξης:

«Μετά το άρθρο 214Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται άρθρο 214Β που έχει ως εξής:

“Άρθρο 214Β. Δικαστική μεσολάβηση

1. Διαφορές ιδιωτικού δικαίου μπορούν να επιλυθούν και με προσφυγή σε δικαστική μεσολάβηση. Η προσφυγή στη δικαστική μεσολάβηση, η οποία είναι προαιρετική, μπορεί να γίνει πριν από την άσκηση της αγωγής ή και κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας.

2. Σε κάθε πρωτοδικείο ορίζονται, για ένα έτος με δυνατότητα ανανέωσης για δύο ακόμη έτη, ένας ή περισσότεροι από τους υπηρετούντες προέδρους πρωτοδικών ή τους αρχαιότερους πρωτοδίκες ως μεσολαβητές μερικής ή πλήρους απασχόλησης.

3. Η δικαστική μεσολάβηση περιλαμβάνει ξεχωριστές και κοινές ακροάσεις και συζητήσεις των μερών και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους με τον μεσολαβητή δικαστή, ο οποίος και μπορεί να απευθύνει στα μέρη μη δεσμευτικές προτάσεις επίλυσης της διαφοράς. Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί, μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου, να προσφεύγει στον κατά τόπον αρμόδιο δικαστή μεσολαβητή υποβάλλοντας γραπτώς το αίτημά του.

4. Το δικαστήριο στο οποίο είναι εκκρεμής η υπόθεση μπορεί σε κάθε στάση της δίκης, ανάλογα με την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, να καλεί τα μέρη να προσφύγουν στη δικαστική μεσολάβηση για την επίλυση της διαφοράς τους και ταυτόχρονα, αν συμφωνούν τα μέρη, να αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης σε σύντομη δικάσιμο και πάντως όχι πέραν του εξαμήνου.

5. Αν τα μέρη καταλήξουν σε συμφωνία συντάσσεται πρακτικό μεσολάβησης. Το πρακτικό υπογράφεται από τον μεσολαβητή, τα μέρη και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους και το πρωτότυπό του κατατίθεται στη γραμματεία του πρωτοδικείου όπου διεξήχθη η μεσολάβηση. Κατά την κατάθεση ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει παράβολο υπέρ του Δημοσίου, το ύψος και η αναπροσαρμογή του οποίου καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Από την κατάθεση στη γραμματεία του πρωτοδικείου, το πρακτικό μεσολάβησης, εφόσον περιέχει συμφωνία των μερών για ύπαρξη αξίωσης, αποτελεί εκτελεστό τίτλο, σύμφωνα με το άρθρο 904 παράγραφος 2 εδάφιο γ΄ ΚΠολΔ.

6. Η μεσολάβηση πρέπει να διεξάγεται κατά τρόπο που να μην παραβιάζει το απόρρητο αυτής, εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν άλλως. Πριν από την έναρξη της διαδικασίας όλοι οι συμμετέχοντες δεσμεύονται εγγράφως να τηρήσουν το απόρρητο της διαδικασίας”.»

β          Με το νέο άρθρο 214Α ΚΠολΔ εισάγεται μία θεσμική καινοτομία που αφορά στην δυνατότητα προσφυγής σε δικαστική διαμεσολάβηση για την επίλυση αστικής διαφοράς σε κάθε στάδιο της δίκης.

Η διαμεσολάβηση είναι ένας θεσμός που εισήχθηκε στο δίκαιό μας με το ν.3898/2010 και αποτελεί μορφή εξώδικης επίλυσης της διαφοράς. Η καινοτομία της διάταξης του άρθρου 214Α ΚΠολΔ συνίσταται στο ότι ανατίθενται καθήκοντα διαμεσολαβητή σε δικαστή.

Η προσφυγή στη δικαστική διαμεσολάβηση είναι προαιρετική και προαπαιτεί κοινή βούληση όλων των διαδίκων μερών. Σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης της διαμεσολάβησης, η συμφωνία των μερών αποτελεί τίτλο εκτελεστό.

3          Άρθρο 8. Αναβολή συζήτησης λόγω απεργίας, αποχής

            Το κείμενο της διάταξης:

«2. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 241 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται δεύτερο εδάφιο, ως εξής: “Σε περίπτωση αποχής των δικηγόρων, οι υποθέσεις αναβάλλονται υποχρεωτικά σε δικάσιμο που ανακοινώνει το δικαστήριο εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών ή σε άλλη εμβόλιμη δικάσιμο”.»

4          Άρθρο 11. Ηλεκτρονική έκδοση αποφάσεων

α          Το κείμενο της διάταξης:

«Το άρθρο 304 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Αφού περατωθεί η ψηφοφορία, ο εισηγητής δικαστής συντάσσει την απόφαση σε ηλεκτρονική μορφή. Αν πρόκειται για αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου και του Ειρηνοδικείου, την απόφαση συντάσσει σε ηλεκτρονική μορφή και ακολούθως χρονολογεί και υπογράφει την αποτύπωσή της σε υλική μορφή ο δικαστής που εκδίδει την απόφαση.

2. Η απόφαση της παραγράφου 1 δημοσιεύεται σε δημόσια συνεδρίαση. Ο δικαστής που παραδίδει την απόφαση σε ηλεκτρονική μορφή, παραδίδει ομοίως και το πρωτότυπο της απόφασης με πλήρες το περιεχόμενο που προβλέπεται στο άρθρο 305″.»

β          Η διάταξη αυτή επιχειρεί να επιλύσει το πρόβλημα των αποφάσεων που εκδίδονταν ακαθαρόγραφες πολλούς μήνες μετά τη συζήτηση της υπόθεσης και χρειαζόταν ιδιαίτερος κόπος και πρόσθετη πολύμηνη ταλαιπωρία για να καθαρογραφούν και να θεωρηθούν. Πλέον με την υποχρέωση έκδοσης των αποφάσεων σε ηλεκτρονική μορφή δεν θα απαιτείται καθαρογραφή από την υπηρεσία της γραμματείας και θεώρηση του σχεδίου, όπως ίσχυε μέχρι τώρα.

5          Άρθρο 12. Παράβολο ενδίκων μέσων

α          Το κείμενο της διάταξης:

«2. Στο άρθρο 495 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:

“4. Εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο ποσού διακοσίων (200), τριακοσίων (300) και τετρακοσίων (400) ευρώ αντίστοιχα, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο.

Σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο. Η υποχρέωση της παρούσας παραγράφου δεν ισχύει για τις διαφορές των άρθρων 663, 677 και 681Β”.»

β          Σύμφωνα μετην Αιτιολογική Έκθεση, οι ρυθμίσεις αυτές αποβλέπουν στο να αποτρέπεται η άσκηση «αβασίμων ενδίκων μέσων». Έτσι ο διάδικος εκείνος που καταθέτει κάποιο από τα ανωτέρω ένδικα μέσα υποχρεώνεται να προκαταβάλει, με ποινή το απαράδεκτο, χρηματικό παράβολο με κλιμακούμενο ποσό, αναλόγως με το είδος του ασκούμενου ένδικου μέσου.

            Ωστόσο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο νομοθέτης με την ίδια την αιτιολόγηση της νέας ρύθμισης, την αποδυναμώνει. Και αυτό γιατί ο διάδικος δεν είναι αρμόδιος ούτε κατά το Σύνταγμα ούτε κατά τους νόμους να κρίνει ο ίδιος αν το ένδικο μέσο που πρόκειται να ασκήσει είναι αβάσιμο. Αρμόδιος για την κρίση αυτή είναι ο εκάστοτε φυσικός δικαστής.

Συνεπώς, ο διάδικος δεν μπορεί να παρεμποδίζεται στην άσκηση των νομίμων ενδίκων μέσων με την καταβολή παραβόλου. Αν τελικά αποδειχθεί με την κρίση του αρμόδιου Δικαστηρίου ότι το ένδικο μέσο ήταν πράγματι αβάσιμο, ο νόμος προβλέπει τον καταλογισμό δικαστικής δαπάνης σε βάρος του ηττηθέντα διαδίκου.

Η επιβολή παραβόλου ως προαπαιτούμενο για την άσκηση του προβλεπόμενου από το νόμο ενδίκου μέσου συνιστά ανεπίτρεπτο δικονομικό φραγμό στην παροχή πλήρους νομικής προστασίας, πολύ περισσότερο που, σύμφωνα με το δικαιϊκό μας σύστημα, η παροχή εννόμου προστασίας επιτυγχάνεται με την εκδίκαση της υπόθεσης από δικαστήρια ουσίας δύο βαθμών. Συνεπακόλουθα, η επιβολή παραβόλου κατά τα ανωτέρω συνιστά αδικαιολόγητο περιορισμό του συνταγματικού δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας από τα δικαστήρια (άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος).

6          Άρθρο 12. Προσδιορισμός δικασίμου στον Άρειο Πάγο

α          Το κείμενο της διάταξης:

«3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 568 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: “1. Για να προσδιοριστεί δικάσιμος ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση προσάγει στη γραμματεία του Αρείου Πάγου επικυρωμένο αντίγραφο της αναίρεσης, των προσβαλλόμενων αποφάσεων, των εισαγωγικών εγγράφων της κύριας δίκης ή των παρεμπιπτουσών δικών και των προτάσεων του ίδιου και των άλλων διαδίκων, αν είναι απαραίτητες για να διαγνωστεί η βασιμότητα των λόγων αναίρεσης που περιέχονται στο κύριο δικόγραφο ή στο πρόσθετο αναιρετήριο, καθώς και συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο του εντολέα του. Δύο αντίγραφα των εγγράφων αυτών κατατίθενται ατελώς”.»

β          Το νέο που εισάγει η διάταξη αυτή είναι η υποχρέωση του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση στον Άρειο Πάγο να προσκομίσει ήδη κατά το στάδιο αυτό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο του εντολέα του.

7          Άρθρο 12. Παραπομπή σε Τμήμα του Αρείου Πάγου

α          Το κείμενο της διάταξης:

«4. H παράγραφος 3 του άρθρου 580 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: “3. Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να ασχοληθεί με την εκδίκασή της, ιδίως αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση στο τμήμα που ορίζεται από τον κανονισμό και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αρ. 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για παραπέρα εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε. Αν όμως αναιρεθεί η απόφαση του τελευταίου αυτού δικαστηρίου, δεν γίνεται δεύτερη παραπομπή, αλλά ο Άρειος Πάγος δικάζει αυτός την ουσία της υπόθεσης”.»

β          Η διάταξη αυτή, η οποία έχει καταρχήν θετικό προσανατολισμό, αποσκοπεί στην αποφυγή άσκοπης καθυστέρησης στην εκδίκαση της υπόθεσης με την παραπομπή αυτής, μετά την αναίρεσή της από τον Άρειο Πάγο, στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υπό άλλη σύνθεση.

Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθούν τα πρακτικά προβλήματα συμφόρησης ύλης και υποθέσεων που μπορεί να δημιουργήσει η ρύθμιση αυτή στο Ανώτατο Ακυρωτικό και τα οποία μπορούν να οδηγήσουν στη δυσλειτουργία του Αρείου Πάγου, αλλά και στην, προς το σκοπό της αποσυμφόρησης, ευκολότερη και, ίσως, αδικαιολόγητη απόρριψη αναιρέσεων που υπό άλλες συνθήκες θα γίνονταν δεκτές.

Αναμφίβολα σημαντική και ορθή είναι η πρόβλεψη με την οποία δεν επιτρέπεται πλέον δεύτερη παραπομπή της ίδιας υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο στα δικαστήρια της ουσίας μετά την αναίρεση για δεύτερη φορά απόφασης των Δικαστηρίων αυτών επί της αυτής υπόθεσης. Ίσως αυτή να είναι και η μοναδική περίπτωση που δικαιολογείται η υπόθεση να παραμείνει, μετά την αναίρεσή της για δεύτερη φορά, για εκδίκαση στον Άρειο Πάγο.

8          Άρθρο 16. Ασφαλιστικά μέτρα

α          Το κείμενο της διάταξης:

«2. Στο άρθρο 691 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 5, ως εξής και η παράγραφος 5 αυτού αναριθμείται σε 6:

“5. Η απόφαση του δικαστηρίου δημοσιεύεται σε δημόσια συνεδρίαση μετά την περάτωση της ακροαματικής διαδικασίας και το αργότερο μέχρι και σαράντα οκτώ (48) ώρες μετά τη συζήτηση, καταχωριζομένου του διατακτικού της κάτω από την αίτηση ή στα πρακτικά. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και αν για ειδικούς λόγους επιβάλλεται να επιφυλαχθεί το δικαστήριο να εκδώσει την απόφασή του σε μεταγενέστερο χρόνο, αυτός που διευθύνει τη συζήτηση έχει την υποχρέωση να γνωστοποιεί την ημέρα και ώρα που θα δημοσιευθεί η απόφαση, η οποία περιέχει συνοπτική αιτιολογία ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία του επικαλούμενου δικαιώματος και τη συνδρομή ή μη επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από τη συζήτηση της αίτησης. Μέσα στην ίδια προθεσμία ο δικαστής που εκδίδει την απόφαση οφείλει να συντάξει, χρονολογήσει και υπογράψει το σύνολο των αποφάσεων επί των υποθέσεων που συζητήθηκαν.”»

β          Η διάταξη είναι ιδιαιτέρως προβληματική, καθώς διαχωρίζεται το διατακτικό από την αιτιολογία της απόφασης. Η δικαστική απόφαση είναι ενιαία και περιλαμβάνει τόσο την αιτιολογία όσο και το διατακτικό της. Ο διαχωρισμός που επιχειρεί η ανωτέρω διάταξη δημιουργεί πολύ σημαντικά νομικά ζητήματα, καθώς οι αποφάσεις πρέπει να είναι πλήρως και ειδικώς αιτιολογημένες κατά το χρόνο έκδοσής τους και δεν δικαιολογείται η αιτιολόγησή τους σε μεταγενέστερο χρόνο.

Όσον αφορά στο θέμα της ταχείας δημοσίευσης (του διατακτικού) της απόφασης, επισημαίνεται για μία ακόμη φορά ότι η επιτάχυνση της δικαιοσύνης δεν επιτυγχάνεται μόνο και αποκλειστικά με αυστηροποίηση των διατάξεων που προβλέπουν επίσπευση του χρόνου εκδίκασης μίας υπόθεσης και έκδοσης απόφασης επ’ αυτής. Τα προβλήματα της απονομής δικαιοσύνης στη χώρα μας δεν έχουν κατά κανόνα θεσμικό αλλά λειτουργικό υπόβαθρο. Αντί λοιπόν να διορθώσουμε τα λειτουργικά προβλήματα της δικαιοσύνης, όπως είναι, μεταξύ πολλών άλλων, οι ελλείψεις στις οργανικές θέσεις των δικαστών και των δικαστικών υπαλλήλων, η απουσία ελεύθερων δικαστικών αιθουσών, τα προβλήματα υλικοτεχνικής υποδομής των δικαστηρίων, επιχειρούνται θεσμικές αλλαγές αμφίβολης αποτελεσματικότητας, οι οποίες είναι ενδεχόμενο όχι μόνο να μην βοηθήσουν στον εξορθολογισμό και στην επιτάχυνση της δικαιοσύνης, αλλά αντίθετα να δημιουργήσουν πολλαπλάσια προβλήματα, πολύ περισσότερο που  η δίκαιη δίκη δεν απαιτεί μόνο ταχεία αλλά και ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

9          Άρθρο 21. Δικαστικό Ένσημο

α          Το κείμενο της διάταξης:

«1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α΄ 189) που αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α΄ 165) αντικαθίσταται ως εξής: “3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές που αφορούν τις διαφορές των άρθρων 663, 677, 681Α και 681Β, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού”.

2. Η διάταξη της παραγράφου 14 του άρθρου 72 του ν. 3994/2011 (Α΄ 165) δεν εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από την έναρξη ισχύος του, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος αυτού».

β          Με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 21, ο νομοθέτης διορθώνει, πλην όμως μόνο μερικώς και, δυστυχώς, ημιτελώς, τα προβλήματα που δημιούργησε η διάταξη του άρθρου 70 ν.3994/2011, με την οποία επιβλήθηκε τέλος δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές.

            Η διάταξη αυτή επικρίθηκε ως αντισυνταγματική (άρθρο 20 παρ.1) και αντίθετη με την ΕΣΔΑ (άρθρα 6 και 13), καθώς έθιγε το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη για πρόσβαση στη δικαιοσύνη και παροχή εννόμου προστασίας από τα δικαστήρια, το οποίο, όπως έκρινε και ο Άρειος Πάγος με την 675/2010 απόφασή του, προστατευόταν ικανοποιητικά με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής (βλ. σχετικά Κλάππα Ηλία, Το Δικαστικό ένσημο στις αναγνωριστικές αγωγές – Ζητήματα Συνταγματικότητας και Διαχρονικού Δικαίου διάταξης άρθρου 70 ν.3994/2011 στην ΕπΣυγκΔ 2011.354).

            Με τη νέα διάταξη του άρθρου 21 παρ.1 ν.4055/2012 επαναφέρεται το νομικό καθεστώς για το δικαστικό ένσημο που υπήρχε πριν το ν.3994/2011, μόνο, όμως, για τέσσερις κατηγορίες αγωγών και, συγκεκριμένα, για αγωγές που αφορούν εργατικές διαφορές, διαφορές από αμοιβές για την παροχή εργασίας, διαφορές για ζημίες από αυτοκίνητο και διαφορές που αφορούν διατροφή κατ’ άρθρον 681Β ΚΠολΔ.

            Με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 21, επιλύεται ένα ζήτημα διαχρονικού δικαίου που είχε δημιουργηθεί από την διατύπωση του άρθρου 72 παρ.14 ν.3994/2011. Με τη νέα διάταξη ορίζεται ρητώς ότι για τις καταψηφιστικές αγωγές που ασκήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του ν.3994/2011 (27-7-2011) και μετατράπηκαν εν μέρει ή καθ’ ολοκληρίαν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος αυτού, δεν οφείλεται δικαστικό ένσημο για το αναγνωριστικό αίτημα.

Γ         Ποινική δίκη

1          Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα

Για την πληρότητα του παρόντος σημειώματος, αξίζει να σημειωθούν δύο διατάξεις του νέου νόμου που αφορούν στην τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα, οι οποίες ενδιαφέρουν τους νομικούς που ασχολούνται με τα τροχαία ατυχήματα κατά το χειρισμό του ποινικού σκέλους των υποθέσεων.

α          Η πρώτη είναι η διάταξη του άρθρου 24 παρ.3 εδ. γ΄ νέου νόμου 4055/2012, με την οποία η όλως ελαφρά σωματική βλάβη από αμέλεια τρέπεται από πλημμέλημα σε πταίσμα και, συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι «γ. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 314 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: «Αν η σωματική βλάβη που προκλήθηκε είναι όλως ελαφρά, επιβάλλεται κράτηση έως τρεις (3) μήνες ή με πρόστιμο έως τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.».

β          Η δεύτερη είναι η διάταξη του ίδιου ως άνω άρθρου 24 παρ.2, με την οποία επιμηκύνεται η παραγραφή των πταισμάτων από ένα σε δύο έτη και, συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι «2. Η τέταρτη παράγραφος του άρθρου 111 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: “4. Τα πταίσματα παραγράφονται μετά δύο έτη”.».

2          Τροποποιήσεις Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Με το άρθρο 28 παρ.1 ν.4055/2012 αντικαθίσταται το άρθρο 46 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και, μεταξύ άλλων, καθιερώνεται παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού εκατό (100) ευρώ, στο οποίο υποχρεώνεται ο εγκαλών κατά την υποβολή της έγκλησης για τα απολύτως κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα.

Μετά την νομοθετική αυτή αλλαγή και την καθιέρωση του παραβόλου αυτού, γεννάται ζήτημα αν υφίσταται τέτοια υποχρέωση για τον τραυματισθέντα σε τροχαίο ατύχημα.

Σύμφωνα με το άρθρο 315 παρ.1 εδ. δ΄ ΠΚ «στην περίπτωση του άρθρου 314 (σωματική βλάβη από αμέλεια) αν η πράξη τελέστηκε κατά την οδήγηση οχήματος … η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως …». Οι διακρίσεις που κάνει ο νομοθέτης με κριτήριο την ιδιότητα του οδηγού ως υπόχρεου λόγω του επαγγέλματός του δεν σχετίζονται με την αυτεπάγγελτη ή όχι άσκηση της ποινικής δίωξης, αλλά με την παύση ή όχι της ποινικής δίωξης σε περίπτωση που ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη.

Συνεπώς, ακόμη και επί σωματικών βλαβών από αμέλεια που προκλήθηκαν κατά την οδήγηση οχήματος που δεν εξυπηρετεί τη βιοποριστική μεταφορά επιβατών ή πραγμάτων, η δίωξη ασκείται και πάλι αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 44/2000 ΠοινΧρ Ν.130. Βλ., επίσης, Μαργαρίτης Μ., Ποινικός Κώδικας: Ερμηνεία-Εφαρμογή, 2003, άρθρο 315).

Κατά συνέπεια, ο παθών που υπέστη σωματικές βλάβες σε τροχαίο ατύχημα δεν υποχρεούται σε καταβολή του παραβόλου υπέρ του Δημοσίου ποσού 100 ευρώ, στο οποίο υποχρεούται ο εγκαλών κατά την υποβολή της έγκλησης.

Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, εφιστάται η προσοχή στους νομικούς της πράξης για την εφαρμογή από τα δικαστήρια της ανωτέρω διάταξης λόγω της απουσίας νομολογιακού προηγούμενου και των σημαντικότατων δυσμενών συνεπειών που έχει για τον εγκαλούντα η μη-καταβολή του παραβόλου (απόρριψη της έγκλησης και στέρηση δικαιώματος άσκησης προσφυγής, άρθρο 28 παρ.3 ν.4055/2012).

Δ         Έναρξη ισχύος των ανωτέρω διατάξεων

Ως προς την έναρξη ισχύος των ανωτέρω διατάξεων, πρέπει να γίνει η εξής διάκριση.

Για τη διάταξη του άρθρου 8 ν.4055/2012 που προβλέπει, μεταξύ άλλων, το χρόνο αναβολής της συζήτησης λόγω απεργίας και αποχής, καθορίζεται ως ημερομηνία έναρξης ισχύος η 16-9-2012 (άρθρο 110 παρ.21).

Για τη διάταξη του άρθρου 16 ν.4055/2012 που προβλέπει, μεταξύ άλλων, το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, καθορίζεται ως ημερομηνία έναρξης ισχύος η 12-5-2012 (άρθρο 110 παρ.20).

Για τις λοιπές ανωτέρω διατάξεις που περιλαμβάνονται στο παρόν σημείωμα, ισχύει η γενική πρόβλεψη του άρθρου 113 ν.4055/2012 περί έναρξης ισχύος από τις 2-4-2012.

Ε         Επίλογος

Αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη σήμερα, πριν μάλιστα αρχίσουν να ισχύουν όλες οι διατάξεις του νέου νόμου, καθώς πολλές εξ αυτών με μεγάλη πρακτική σημασία προβλέπεται να ισχύσουν από 16-9-2012 (άρθρο 110 παρ.16 και 21 ν.4055/2012) συστάθηκε, με την υπ’ αριθμ. 26152/30-3-2012 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, και λειτουργεί νέα νομοπαρασκευαστική επιτροπή με θέμα την (εκ νέου) αναθεώρηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και χρονικό ορίζοντα ολοκλήρωσης του έργου της την 31-12-2012.

Η ανάγκη εξέλιξης του δικαίου και η αναζήτηση σύγχρονων λύσεων, ουσιαστικών και δικονομικών, σε υπαρκτά προβλήματα στην απονομή της δικαιοσύνης, είναι ασφαλώς αδιαμφισβήτητη. Πλην όμως, η συνεχής παρέμβαση του νομοθέτη και η διαρκής αναθεώρηση βασικών νομικών διατάξεων δημιουργεί μεγάλη ανασφάλεια δικαίου, μειώνει το κύρος της δικαιοσύνης και προξενεί μεγάλα ερωτηματικά για την αναγκαιότητα και αποτελεσματικότητα των νομοθετικών παρεμβάσεων, καθώς δεν έχει γίνει καν η απαραίτητη ουσιαστική αξιολόγηση και πρακτική αποτίμηση των νομοθετικών αλλαγών που επέφεραν οι πρόσφατοι νόμοι.