5ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

της Επιθεώρησης Συγκοινωνιακού Δικαίου σε συνεργασία με τον
Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών

ΤΟ ΤΡΟΧΑΙΟ ΑΤΥΧΗΜΑ-Αστική και ποινική ευθύνη των εμπλεκομένων μερών

Η ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ
ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (ΔΕΕ)
ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗ

Η περίπτωση του Επικουρικού Κεφαλαίου
Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων

ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ

ΗΛΙΑΣ Ι. ΚΛΑΠΠΑΣ, Δικηγόρος Πειραιά, Μέλος Δ.Σ. του Δ.Σ.Πειραιά

Αθήνα, 20-9-2014

Α         Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΕΕ ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΓΕΝΝΩΝΤΑΙ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ

Α.1.     Ο Θεσμικός ρόλος του ΔΕΕ και η νομολογια του για το επικουρικο κεφαλαιο

Α.1.α. Το ΔΕΕ έχει καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία εναρμόνισης του δικαίου των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ενσωμάτωσης του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη. Η αρχή της αποτελεσματικότητας που διέπει το δίκαιο της ΕΕ συνίσταται στην ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή του και εξασφαλίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις αποφάσεις του ΔΕΕ.

Α.1.β.  Ο θεσμός του Επικουρικού Κεφαλαίου Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων πλέον των εθνικών διατάξεων, συνταγματικού και νομοθετικού χαρακτήρα, διέπεται και από Κοινοτικές Οδηγίες.

Ειδικότερα οι Κοινοτικές οδηγίες που διέπουν την υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης από τροχαία ατυχήματα και τους όρους ίδρυσης και λειτουργίας του Επικουρικού Κεφαλαίου είναι οι εξής:

  • Πρώτη  Κοινοτική Οδηγία  :           72/166/ΕΟΚ
  • Δεύτερη                                :           84/05/ΕΟΚ
  • Τρίτη                                      :           90/232/ΕΟΚ
  • Τέταρτη                                  :           2000/26/ΕΚ
  • Πέμπτη                                   :           2005/14/ΕΚ
  • Έκτη (κωδικοποιητική)       :           2009/103/ΕΚ

Α.1.γ.  Το ΔΕΕ έχει επανειλημμένα ασχοληθεί με το νομικό καθεστώς του Επικουρικού Κεφαλαίου και, μάλιστα, με πρόσφατη νομολογία του, έχει κρίνει επί θεμάτων που έχουν καταστεί επίκαιρα και απασχολούν ιδιαιτέρως την ελληνική νομική νομολογία και θεωρία, λόγω της νομοθέτησης του άρθρου 4 του Ν.4092/2012, το οποίο επέφερε σημαντικές και ιδιαιτέρως εριζόμενες αλλαγές στο καθεστώς του Επικουρικού Κεφαλαίου τόσο ως προς το εύρος των περιπτώσεων που καλύπτει όσο και το ύψος της αποζημίωσης που αυτό υποχρεούται κατά περίπτωση να καταβάλλει.

Α.1.δ.  Ενδεικτικά αναφέρονται οι πρόσφατες αποφάσεις επί τωνσυνεκδικασθεισών υποθέσεωνDrozdovs κατά Λετονίας (ΔΕΚ C-277/12) καιHaasova κατά Σλοβακίας (ΔΕΚ C-22/2012) , οι οποίες εκδόθηκαν από το ΔΕΕ την ίδια ημέρα, στις 24 Οκτωβρίου 2013, κι επέλυσαν οριστικά θέματα που αφορούν τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, καθώς και τα όρια της δικαιοδοσίας του εθνικού δικαστή στο δίκαιο της υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων.

Οι αποφάσεις αυτές ακολουθούν την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ μεταξύ άλλων, αποφάσειςEvans (C-63/2001)[1], Candolin (C-537/2003), Farreli (C-356/2005), σύμφωνα με την οποία, ο μεν εθνικός νομοθέτης έχει τη δικαιοδοσία να καθορίσει τις περιπτώσεις αποζημίωσης (έκταση αποζημίωσης) στο πλαίσιο της αστικής ευθύνης του ασφαλισμένου, πλην όμως τα θέματα που αφορούν την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης συμπεριλαμβανομένου του ύψους της ασφαλιστικής κάλυψης, ρυθμίζονται αποκλειστικά από τον κοινοτικό νομοθέτη[2].

Κατά συνέπεια, εφόσον το εθνικό δίκαιο αναγνωρίζει δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, για τις βλάβες αυτές, οι οποίες συγκαταλέγονται στις σωματικές βλάβες κατά την έννοια της δεύτερης κοινοτικής οδηγίας (84/05/ΕΟΚ), δεν επιτρέπεται ο εθνικός νομοθέτης να θεσπίσει  ανώτατα ποσά αποζημίωσης χαμηλότερα από τα όρια που έχουν θεσπιστεί από την κοινοτική οδηγία.

Σημειώνεται ότι στην ίδια κρίση έχει καταλήξει ο Άρειος Πάγος ήδη από το 1993, όταν με την απόφαση 9/1993 της Ολομελείας του έκρινε ότι «το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο, εντός των κατωτάτων ορίων των ασφαλιστικών ποσών, να αποκαταστήσει και τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης»

Υπό το φως των αποφάσεων αυτών, η πρόσφατη και ιδιαιτέρως επικριθείσα διάταξη του άρθρου 4 ν. 4092/2012 που τροποποίησε το άρθρο 19 πδ 237/1986παραβιάζει προδήλως το κοινοτικό δίκαιο[3].

Α.2.     ΤΑ ΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΕΕ

Α.2.α.Το ερώτημα που γεννάται είναι αν οι αποφάσεις που εκδίδει το ΔΕΕ είναι δεσμευτικές για τον εθνικό δικαστή. Με άλλα λόγια, τίθεται ο προβληματισμός αν ο εθνικός δικαστής και ιδίως του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεσμεύεται από τη δικαστική κρίση και τις αποφάσεις του ΔΕΕ επί των θεμάτων επί των οποίων ο ίδιος καλείται να κρίνει.

Α.2.β.  Το ανωτέρω ερώτημα, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, γεννά και ένα επιπλέον ερώτημα: Ποια είναι η ευθύνη του Δημοσίου από αποφάσεις Δικαστικών Αρχών που δεν συνάδουν με τη νομολογία του ΔΕΕ.

Β         ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΜΕ ΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ – ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΜΕΛΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΝΩΣΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Β.1.     Πρώιμο Ενωσιακό Δίκαιο Αστικής Ευθύνησ κρατουσ

Β.1.α.  Το ΔΕΕ από νωρίς, ήδη από το 1960, με  την απόφαση Humblet κατά Βελγίου, (ΔΕΚ C-6/60) και Salgoil κατά Ιταλίας, (ΔΕΚ C-13/68), αφενός, εντόπισε το νομοθετικό κενό στο κοινοτικό εν γένει δίκαιο, σε σχέση με την προστασία των ιδιωτών από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους των κρατών μελών, και, αφετέρου, αναγνώρισε την υποχρέωση του κράτους μέλους να αποκαθιστά τη ζημία που προξενείται στον ιδιώτη από την παράβαση του κοινοτικού δικαίου από τα όργανα του κράτους μέλους.

Β.1.β.  Πλην όμως, με την πρώιμη αυτή νομολογία του, έκρινε ότι η νομιμοποίηση και οι ουσιαστικές και δικονομικές προϋποθέσεις αυτής της προστασίας του ιδιώτη εναπόκειντο στα κράτη μέλη, τα οποία είχαν την αρμοδιότητα να καθορίσουν τις σχετικές ρυθμίσεις. Το γεγονός κατέστησε ουσιαστικά ανενεργό το δικαίωμα των ζημιωθέντων, καθώς τα κράτη μέλη αδρανούσαν να προβλέψουν το σχετικό εθνικό νομοθετικό πλαίσιο.

Β.2.     Ισχύον Ενωσιακό Δίκαιο Αστικής Ευθύνης κρατουσ

Β.2.α.  Η μεταστροφή της νομολογίας του ΔΕΕ επήλθε με την απόφαση Francovich/Bonifaci[4] κατά Ιταλίας (ΔΕΚ συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-6/90 καιC-9/90) με την οποία κρίθηκε ότι ναι μεν οι δικονομικές προϋποθέσεις (αρμόδιο Δικαστήριο, ένδικο βοήθημα κλπ.), προστασίας του ιδιώτη σε περίπτωση παραβίασης του κοινοτικού δικαίου, ρυθμίζονται στο πλαίσιο της εθνικής έννομης τάξης, ωστόσο, το ουσιαστικό μέρος της ευθύνης του κράτους μέλους κρίνεται με βάση το κοινοτικό δίκαιο.

Β.2.β   Η απόφαση Francovich/Bonifaci όσο και η μεταγενέστερη απόφαση Brasserie du Pecheur/Factortame (ΔΕΚ συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-46/93 και C-48/93), στηριζόμενες στην αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο άρθρο 5 της Συνθήκης της ΕΟΚ, ήδη άρθρο 4 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ε.Ε.[5], θέσπισαν κοινοτικού επιπέδου υποχρέωση των κρατών μελών να αποκαθιστούν τις ζημίες τους που προκαλούνται από παραβίαση των κοινοτικών τους υποχρεώσεων. Συγκεκριμένα, αναγνώρισαν την αστική ευθύνη του κράτους μέλους και συγκεκριμένα  την υποχρέωσή του να αποκαθιστά τη ζημία που προξενείται σε ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου, έθεσαν δε τις προϋποθέσεις της αστικής ευθύνης του κράτους μέλους για παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου (βλ. επίσης απόφαση British Telecommunications, ΔΕΚ C-392/93 και απόφαση Hedley Lomas, ΔΕΚ C-5/94).

Β.3.     ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ Αστικής Ευθύνης Δημοσίου κατά το Ενωσιακό Δίκαιο

Β.3.α.  Οι τρεις προϋποθέσεις αστικής ευθύνης του Δημοσίου για ζημία που προκλήθηκε σε ιδιώτη από παράβαση του Κοινοτικού Δικαίου[6], είναι σύμφωνα με την νομολογία του ΔΕΕ (βλ. απόφαση Brasserie du Pecheur/Factortame επί συνεκδικαζομένων υποθέσεων  ΔΕΚ C-46/93 και ΔΕΚ C-48/93, επίσης,απόφαση AGMCOS.MET, ΔΕΚ C-470/03), οι εξής:

(i) ο παραβιαζόμενος κανόνας να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες,

(ii) η παραβίαση να είναι ΚΑΤΑΦΩΡΗ,

(iii) να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβίασης της υποχρέωσης που υπέχει το κράτος και της ζημίας που υπέστησαν οι ζημιωθέντες

Β.3.β.  Όσον αφορά στον παραβιαζόμενο κανόνα του ενωσιακού δικαίου, δεν απαιτείται να είναι άμεσης εφαρμογής, όπως οι Κανονισμοί, αλλά αρκεί από την παραβιαζόμενη διάταξη του ενωσιακού δικαίου να αντλούνται έστω και εμμέσως δικαιώματα, όπως είναι οι διατάξεις των Οδηγιών, υπό τη διττή προϋπόθεση ότι έχουν σαφές περιεχόμενο και απονέμουν δικαιώματα στους ιδιώτες[7].

Β.3.γ.  Η έννοια της κατάφωρης παραβίασης

            Κρίσιμη προϋπόθεση για την ευθύνη του Δημοσίου είναι ο χαρακτηρισμός της παραβίασης ως κατάφωρης. Το αποφασιστικό κριτήριο προκειμένου να θεωρηθεί ότι μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου είναι αρκούντως κατάφωρη είναι το αν συντρέχει εκ μέρους του κράτους μέλους, πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια (κριτήριο της διακριτικής ευχέρειας).

Το ΔΕΕ έχει δεχθεί ότι, στην περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος, κατά τον χρόνο της διαπράξεως της παραβάσεως, διέθετε πολύ περιορισμένο, αν όχι ανύπαρκτο, περιθώριο εκτιμήσεως, η απλή παράβαση του κοινοτικού δικαίου μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως αρκούντως κατάφωρης παραβάσεως. (βλ. απόφαση AGMCOS.MET, ΔΕΚ C-470/03, επίσης απόφαση Hedley Lomas, ΔΕΚ C-5/94).

Β.4      ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΔΕΕ ΓΙΑ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

Β.4.α.  Τέτοια περίπτωση που το κράτος μέλος διαθέτει περιορισμένο αν όχι ανύπαρκτο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στην εκτίμηση του Κοινοτικού Δικαίου, συντρέχει όταν η παράβαση συνεχίζεται παρά την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ή πάγιας σχετικής νομολογίας του ΔΕΕ, από όπου προκύπτει ότι η επίμαχη συμπεριφορά στοιχειοθετεί παράβαση.

            Συνεπώς, προκύπτει ότι η έκδοση προδικαστικής απόφασης καθώς και η ύπαρξη πάγιας νομολογίας του ΔΕΕ επί του επίδικου θέματος δεσμεύει τα όργανα του κράτους μέλους συμπεριλαμβανομένης και της δικαστικής εξουσίας, καθώς σε μία τέτοια περίπτωση, η παράβαση του κοινοτικού δικαίου θεωρείται κατάφωρη, ενόψει της προφανούς αντίθεσής της προς την σχετική νομολογία του ΔΕΕ.[8]

Β.4.β.  Πλην όμως, ακόμη και μετά τις αποφάσεις Francovich/Bonifaci και Brasserie du Pecheur/Factortame και παρά την καθιερωθείσα αστική ευθύνη του κράτους μέλους για τις παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου, έμοιαζε αδιανόητη η αστική ευθύνη του κράτους για παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου από δικαστικές αποφάσεις.

Β.4.γ.  Η στροφή στη νομολογία του ΔΕΕ, επήλθε με την απόφαση Kobler κατά Αυστρίας του 2003 (ΔΕΚ C-224/01), η οποία έκρινε ότι «η αρχή της ευθύνης του Δημοσίου ισχύει για κάθε περίπτωση παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος, όποιο και είναι το όργανο του κράτους μέλους του οποίου η πράξη ή η παράλειψη προκαλεί την παραβίαση.

Εφόσον, στη διεθνή έννομη τάξη, το κράτος του οποίου γεννάται ευθύνη λόγω παραβιάσεως διεθνούς υποχρεώσεως λαμβάνεται ως ενιαίο σύνολο, ασχέτως του αν η ζημιογόνος παραβίαση είναι καταλογιστέα στη νομοθετική, τη δικαστική ή την εκτελεστική εξουσία, το ίδιο, κατά μείζονα λόγο, πρέπει να ισχύει και στην κοινοτική έννομη τάξη, όπου όλα τα κρατικά όργανα, περιλαμβανομένης και της νομοθετικής εξουσίας, υποχρεούνται, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, να τηρούν τους επιβαλλόμενους από το κοινοτικό δίκαιο κανόνες, οι οποίοι διέπουν απευθείας την κατάσταση των ιδιωτών»

            Η απόφαση Kobler[9] αναγνώρισε την αστική ευθύνη του κράτους μέλους για παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου από δικαστικές αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων, κι έδωσε νέα διάσταση στην ανάγκη συμμόρφωσης του εθνικού δικαστή στο ενωσιακό δίκαιο και πολύ περισσότερο στη νομολογία του ΔΕΕ που το ερμηνεύει και το εφαρμόζει[10].

Β.4.δ.  Πρέπει να σημειωθεί ότι η απόφαση Kobler ακολουθεί αντίστοιχη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ), η οποία δέχεται δικαίωμα αποζημίωσης του πολίτη σε περίπτωση προσβολής θεμελιώδους δικαιώματός του προστατευόμενου από την ΕΣΔΑ, ακόμη και όταν η προσβολή προέρχεται από δικαστική απόφαση.

Β.4.ε.  Συγκεκριμένα, η απόφαση Kobler δέχθηκε ότι παράβαση του ενωσιακού δικαίου με δικαστική απόφαση, υφίσταται στην εξαιρετική περίπτωση που ο δικαστής προδήλως αγνόησε το εφαρμοστέο δίκαιο, περίπτωση που συντρέχει όταν υπάρχει διατυπωμένη γνώμη κοινοτικού οργάνου ή κρίση του ΔΕΕ επί προδικαστικού ζητήματος ή πάγια νομολογία του ΔΕΕ επί του επίδικου θέματος .

 Η απόφαση έκρινε ότι μεταξύ των στοιχείων που εξετάζονται για το πρόδηλο της παραβίασης από το δικαστή του εφαρμοστέου δικαίου «περιλαμβάνονται, ιδίως ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα, ο αυτοπροαίρετος χαρακτήρας της παραβιάσεως, ο συγγνωστός ή ασύγγνωστος χαρακτήρας της νομικής πλάνης, η ενδεχόμενη διατύπωση γνώμης ενός κοινοτικού οργάνου, καθώς και η συμμόρφωση του συγκεκριμένου δικαστηρίου προς την υποχρέωσή του να υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα δυνάμει του άρθρου 234, τρίτο εδάφιο, ΕΚ.

Εν πάση περιπτώσει, η παραβίαση του κοινοτικού δικαίου είναι κατάφωρη, όταν η σχετική απόφαση εκδόθηκε κατά προφανή αντίθεση προς τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προαναφερθείσα απόφαση Brasserie du pecheur και Factortame, σκέψη 57)»

Β.4.στ.Επίσης, σύμφωνα με την ίδια απόφαση, ένα από τα στοιχεία που καθορίζουν αν συντρέχει η περίπτωση της κατάφωρης παράβασης, είναι και η
μη-συμμόρφωση του ανώτατου εθνικού δικαστηρίου προς την υποχρέωσή του για παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ δυνάμει του άρθρου 234 γ’ εδάφιο της Συνθήκης της ΕΚ (απόφαση Kobler, ΔΕΚ C-224/01 σκέψη 55)

            Σημειώνεται ότι, κατά την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, η κρίση του ΔΕΕ επί προδικαστικής παραπομπής που αφορά στην ερμηνεία κοινοτικής πράξης, δεσμεύει στο πλαίσιο της κύριας δίκης το εθνικό δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται, επιπλέον, όμως, δεσμεύει εμμέσως και τα υπόλοιπα εθνικά δικαστήρια, εφόσον ούτε αυτά μπορεί να αποκλίνουν από μία τέτοια απόφαση. Οι δε προδικαστικές αποφάσεις του ΔΕΕ, με τις οποίες αποσαφηνίζεται η έννοια και το περιεχόμενο μιας κοινοτικής διάταξης, ισχύουν κατά κανόνα αναδρομικά από τη χρονική στιγμή που τέθηκε η διάταξη αυτή σε ισχύ.

Β.4.ζ.  Ουσιαστικά με την απόφαση Kobler δεν προστέθηκε μία ακόμη προϋπόθεση για την ευθύνη του κράτους σε περίπτωση παραβίασης, αλλά εξειδικεύθηκε η περίπτωση της κατάφωρης παραβίασης του κοινοτικού δικαίου, στην περίπτωση που αυτή επέρχεται με δικαστική απόφαση του κράτους μέλους[11].

Β.4.η.  Μάλιστα, παρότι γίνεται δεκτό ότι απόκειται στο κράτος μέλος να αποκαταστήσει  την προκληθείσα ζημία στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου περί ευθύνης, το ΔΕΕ με τη μεταγενέστερη απόφαση Traghetti del Mediterraneo του 2006 (ΔΕΚ C-173/2003) έκρινε ότι ο εθνικός νομοθέτης δεν επιτρέπεται να περιορίσει τη θεμελίωση της ευθύνης του κράτους από παράνομες αποφάσεις των ανώτατων δικαστηρίων, μόνο σε περιπτώσεις δόλου ή βαριάς αμέλειας του ανώτατου δικαστή, αλλά αρκεί να συντρέχουν οι τρεις προϋποθέσεις που η νομολογία του ΔΕΕ έχει καθιερώσει και έχει νομολογιακά  διαπλάσει.[12]

Γ         ΤΙ ΔΕΧΕΤΑΙ Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Γ.1.     υποχρεωση συμμορφωσης με το κοινοτικο δικαιο

Γ.1.α.  Η ελληνική νομολογία έχει αναγνωρίσει από νωρίς την υποχρέωση του εθνικού νομοθέτη αλλά και του εθνικού δικαστή, να συμμορφώνεται με το κοινοτικό δίκαιο, τόσο με τις διατάξεις που έχουν άμεση ισχύ, όσο και με αυτές που έχουν έμμεση ισχύ και απαιτούν ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο, όπως οι Οδηγίες (βλ. ενδεικτικά ΟλΑΠ 23/1998, ΟλΑΠ 11/2013) [13].

Γ.1.β.  Στα πλαίσια της υποχρέωσης αυτής, αναγνωρίστηκε όχι μόνο η θετική υποχρέωση του εθνικού δικαστή να εφαρμόζει τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου αλλά και η αρνητική του υποχρέωση «να μην εφαρμόζει οποιοδήποτε μέτρο εθνικού δικαίου που εμποδίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων» (ΟλΑΠ 11/2013, ΑΠ 926/2011, ΑΠ 631/2011).

Γ.2.     ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΔΕΕ ΓΙΑ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗ 

Γ.2.α   Όσον αφορά στο θέμα της συμμόρφωσης του εθνικού δικαστή με τις αποφάσεις του ΔΕΕ, η νομολογία των ελληνικών  δικαστηρίων, δέχεται ότι το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο έτσι ώστε να συμμορφώνεται προς τις αποφάσεις του ΔΕΕ (βλ. ενδεικτικά, ΔιοικΠρωτΙωαννίνων 131/2006). Η απόφαση του ΔΕΕ που διαπιστώνει  την παράβαση του κράτους μέλους έχει μεν αναγνωριστικό χαρακτήρα, χωρίς να ακυρώνει ή να καταργεί την εθνική ρύθμιση που αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο. Ωστόσο, για τις δικαστικές αρχές του κράτους μέλους που έκανε την παράβαση, αυτό συνεπάγεται την απαγόρευση εφαρμογής της συγκεκριμένης ρύθμισης.

Γ.2.β.  Μάλιστα με την πρόσφατη 16/2013 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, κρίθηκε ότι «η άρνηση ή η παράλειψη του εθνικού δικαστηρίου να κρίνει την εκκρεμή σ’ αυτό υπόθεση με βάση την ερμηνεία, που δόθηκε στο ενωσιακό δίκαιο από το Δικαστήριο της Ένωσης, συνιστά παράβαση του δικαίου αυτού, η οποία στην Ελλάδα ελέγχεται αναιρετικά με λόγο από τον αριθμό 1 των άρθρ. 559 ή 560 ΚΠολΔ. Η ίδια παράβαση συντελείται ακόμη και όταν το εθνικό δικαστήριο δεν εφαρμόζει μεν ευθέως το δίκαιο της Ένωσης, αλλά ρυθμίσεις του εσωτερικού δικαίου, που ενσωματώνουν αντίστοιχες ρυθμίσεις του ενωσιακού δικαίου, τις οποίες όμως και πάλι παραβιάζει, αν τελικά ερμηνεύει τις εσωτερικές ρυθμίσεις  κατά τρόπο αντίθετο προς την ερμηνεία προηγουμένως των ενωσιακών ρυθμίσεων από το Δικαστήριο της Ένωσης.[14]»

Γ.2.γ.  Επιπλέον, ο Άρειος  Πάγος με την ίδια απόφαση της Ολομέλειας 16/2013, επαναβεβαίωσε τη θέση της θεωρίας και της νομολογίας, σύμφωνα με την οποία και η προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι, επίσης δεσμευτική για το εθνικό δικαστήριο που υπέβαλε το σχετικό προδικαστικό ερώτημα όσο και για όλα τα άλλα εθνικά δικαστήρια που τυχόν θα δικάσουν στη συνέχεια την υπόθεση. Όπως αναφέρεται στην απόφαση,
«η δεσμευτικότητα της απόφασης αυτής δεν προβλέπεται ρητά στη Συνθήκη της Ένωσης, είναι όμως αναμφίβολη, αφού μόνον έτσι εξυπηρετείται ο σκοπός της ενιαίας και ομοιόμορφης εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου (…)[15]»

Γ.3.     ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Γ.3.α.  Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν υιοθετήσει την καθιερωθείσα από τη νομολογία του ΔΕΕ αστική ευθύνη του κράτους μέλους, σε περίπτωση παράβασης του κοινοτικού δικαίου και, μάλιστα έχουν επιδικάσει αποζημιώσεις σε ανάλογες περιπτώσεις, όπως ενδεικτικά στην περίπτωση της υπ’ αριθ. 17346/2008 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, που επιδίκασε αποζημίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, από τις μη-νόμιμες πράξεις οργάνων του Δημοσίου αντικείμενες  σε διατάξεις του ενωσιακού δικαίου.

Γ.3.β.  Ωστόσο, παρά την πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ, αρχής γενομένης από την απόφαση Kobler, τα ελληνικά δικαστήρια είναι πολύ διστακτικά να  θεμελιώσουν ευθύνη του ελληνικού δημοσίου για ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες λόγω παράβασης του κοινοτικού δικαίου από αποφάσεις ανώτατων δικαστηρίων και τυχόν παράνομες  πράξεις ή παραλείψεις των δικαστικών  λειτουργών  κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού τους έργου (βλ. σχετική διαπίστωση στην απόφαση 47/2008 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Μυτιλήνης)[16]

Γ.3.δ.  Παρόλα αυτά, έστω και δειλά, εμφανίζονται αποφάσεις που όχι μόνο  τονίζουν την  υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων  για συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του ΔΕΕ, αλλά αναγνωρίζουν ότι θεμελιώνεται ευθύνη του κράτους μέλους για τη ζημία που υφίσταται ο ιδιώτης, εξαιτίας της κατάφωρης παράβασης του κοινοτικού δικαίου από τα εθνικά δικαστήρια (ΔιοικΠρωτΛάρισας 41/2008,  ΔιοικΠρωτΙωαννίνων 131/2006)[17].

Δ          ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Δ.1,     Οι αποφάσεις του ΔΕΕ δεν περιορίζονται στα στενά όρια της επίλυσης των υποθέσεων που εισάγονται ενώπιόν του. Οι αποφάσεις του ΔΕΕ διαφυλάσσουν και αναπτύσσουν το κανονιστικό περιεχόμενο του ενωσιακού δικαίου, δεσμεύοντας κατά αυτόν τον τρόπο τον εθνικό δικαστή.

Τυχόν διαφορετική αντιμετώπιση των αποφάσεων του ΔΕΕ αφενός, θα αποδυνάμωνε την αυθεντία του Δικαστηρίου, αφετέρου θα υπέσκαπτε την ασφάλεια δικαίου και θα υπονόμευε την εναρμόνιση των εθνικών έννομων τάξεων με τις επιταγές της Συνθήκης.

Δ.2,     Το ΔΕΕ με την πάγια νομολογία του αλλά και τις αποφάσεις του επί προδικαστικών ζητημάτων, δεσμεύει τον εθνικό δικαστή ακόμη και των κρατών μελών που δεν ήταν διάδικα μέρη κατά την εκδίκαση των υποθέσεων ενώπιον του ΔΕΕ, καθώς στην περίπτωση αυτή, υφίσταται η προϋπόθεση του «κατάφωρου» της παραβίασης του κοινοτικού δικαίου από το εθνικό δικαστήριο.

Συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις που το ΔΕΕ έχει διαμορφώσει πάγια νομολογία ή έχει κρίνει επί συναφών προδικαστικών  ζητημάτων που παραπέμφθηκαν σε αυτό από εθνικό δικαστήριο, ο εθνικός δικαστής διαθέτει πολύ περιορισμένο, αν όχι ανύπαρκτο, περιθώριο εκτιμήσεως, με αποτέλεσμα η μη-συμμόρφωση με το εφαρμοστέο δίκαιο να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως πρόδηλης παράβασης του κοινοτικού δικαίου.

Δ.3.     Η σημασία της εναρμόνισης της εθνικής νομολογίας με τη νομολογία του ΔΕΕ, έχει επιπρόσθετα τονιστεί με την αναγνώριση αποζημιωτικής ευθύνης του δημοσίου σε περίπτωση παράβασης του κοινοτικού δικαίου, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί και εφαρμοσθεί από το ΔΕΕ , από τα εθνικά ανώτατα δικαστήρια.

Δ.4.     Το ΔΕΕ έχει πλούσια νομολογία για θέματα που αφορούν το Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων και, επομένως, περίπτωση πεπλανημένης κατανόησης του κοινοτικού δικαίου
δεν υφίσταται σχετικά με τις κοινοτικές Οδηγίες που ρυθμίζουν το καθεστώς του. Το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν ήταν διάδικο μέρος στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι σχετικές αποφάσεις, δεν περιορίζει τη σημασία των αποφάσεων αυτών για τον εθνικό δικαστή.

            Ο εθνικός δικαστής όχι μόνο υποχρεούται να λάβει υπόψη τις αποφάσεις του ΔΕΕ αλλά δεσμεύεται να υιοθετήσει τα πορίσματα αυτών, εφόσον υφίσταται κρίση του ΔΕΕ επί προδικαστικού ζητήματος που απασχολεί τον εθνικό δικαστή ή πάγια νομολογία του ΔΕΕ επί του επίδικου θέματος.

Δ.5.     Σε περίπτωση δε, που κριθεί ότι παρά τις ήδη εκδοθείσες αποφάσεις του ΔΕΕ, εξακολουθούν να υφίστανται εριζόμενα ζητήματα σχετικά με την ερμηνεία των κοινοτικών Οδηγιών, που διέπουν το καθεστώς του Επικουρικού Κεφαλαίου, απαιτείται η υποβολή σχετικού προδικαστικού ερωτήματος προς το ΔΕΕ

Όπως έχει κρίνει το ΔΕΕ στην απόφαση Kobler και όπως δέχεται η θεωρία[18], ακόμη και η μη-συμμόρφωση του ανώτατου εθνικού δικαστηρίου με την υποχρέωσή του να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ για αμφισβητούμενα θέματα που αφορούν το κοινοτικό δίκαιο και γενικότερα η
μη-επίδειξη της προσήκουσας επιμέλειας για την αποφυγή του σφάλματος στην ορθή και αποτελεσματική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, συνιστά κατάφωρη παραβίασή του.


[1] Με την απόφαση Evans κατά Ηνωμένου Βασιλείου (ΔΕΚ C-63/2001), το ΔΕΕ έκρινε ότι
«Σε αντίθεση με το θύμα που υπέστη ζημίες στο εντοπισθέν όχημα, το θύμα που υπέστη ζημίες από όχημα αγνώστων στοιχείων τελεί συνήθως σε αδυναμία να προβάλει το δικαίωμά του προς αποκατάσταση ενώπιον των δικαστηρίων λόγω της αδυναμίας εντοπισμού του αντιδίκου (σκέψη 22). Όσον αφορά τα ανεπαρκώς ασφαλισμένα οχήματα, ακόμη και αν το θύμα είναι σε θέση να εντοπίσει την ταυτότητα του αντιδίκου προκειμένου να προσφύγει στη δικαιοσύνη, υπάρχει κίνδυνος παρόμοια προσφυγή να αποδεικνύεται συνηθέστατα περιττή για τον λόγο ότι ο αντίδικος δεν διαθέτει τα αναγκαία οικονομικά μέσα προς εκτέλεση της εκδιδόμενης εις βάρος του δικαστικής αποφάσεως, ακόμη δε και να καταβάλει τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε στα πλαίσια της ένδικης προσφυγής (σκέψη 23)»

Για το λόγο αυτό, κρίθηκε ότι σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.4 της Δεύτερης Οδηγίας (84/5/ΕΟΚ), κάθε κράτος μέλος οφείλει «να ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά εντός των ορίων της υποχρεώσεως ασφαλίσεως τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλεί αγνώστων στοιχείων ή ανεπαρκώς ασφαλισμένο όχημα (σκέψη 24)

Μάλιστα, προς άρση αμφισβήτησης για τα όρια της υποχρεωτικής ασφάλισης, παραπέμπει στο άρθρο 3 παρ.1 της Πρώτης Οδηγίας, σύμφωνα  με το οποίο η επιβαλλόμενη υποχρέωση ασφάλισης καλύπτει την αστική ευθύνη από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων, «τουλάχιστον εντός των ορίων των κατωτάτων εγγυημένων ποσών που ορίζει ο κοινοτικός νομοθέτης (σκέψη 25)»

[2] Η απόφαση Gabor Csonka κατά Ουγγαρίας (ΔΕΚ C-409/11) που εκδόθηκε στις 11-07-2013,προγενέστερα των αποφάσεωνDrozdovs κατά Λετονίας (ΔΕΚ C-277/12) καιHaasova κατά Σλοβακίας (ΔΕΚ C-22/2012), παρότι δέχεται ότι πριν την 1-1-2010 (οπότε προβλέφθηκε νομοθετικά στην Ουγγαρία αρμόδιος οργανισμός  για την καταβολή αποζημίωσης για ζημία που προκλήθηκε από όχημα σε περίπτωση αφερεγγυότητας του ασφαλιστή), δεν υπήρχε σχετική κοινοτική υποχρέωση της Ουγγαρίας, παρόλα αυτά δέχεται ότι «(…) όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 7, της δεύτερης οδηγίας, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να θεσπίζουν, όσον αφορά τις προϋποθέσεις παρεμβάσεως του εθνικού οργανισμού αποζημιώσεως, μέτρα που είναι ευνοϊκότερα για τα θύματα, σε σχέση με τα μέτρα που προβλέπουν οι οδηγίες περί ασφαλίσεως αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία οχημάτων.»

Δεδομένου ότι στην Ελλάδα (όπως πλέον και στην Ουγγαρία, μετά την 1-1-2010), προβλέπεται παρέμβαση του Επικουρικού Κεφαλαίου για καταβολή αποζημίωσης σε περίπτωση αφερεγγυότητας του ασφαλιστή, ισχύει η πάγια νομολογία του ΔΕΕ που θεσπίζει τα όρια δικαιοδοσίας του εθνικού και κοινοτικού νομοθέτη. Συγκεκριμένα, από τη στιγμή που ο εθνικός νομοθέτης προβλέπει αποζημίωση σε περίπτωση αφερεγγυότητας του ασφαλιστή για σωματικές βλάβες και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και ψυχικής οδύνης, τότε τα κατώτερα όρια της ασφαλιστικής κάλυψης ρυθμίζονται από τον κοινοτικό νομοθέτη.

 Η απόφαση Gabor Csonka κατά Ουγγαρίας (ΔΕΚ C-409/11)δεν επηρεάζει την πάγια αυτή νομολογία του ΔΕΕ περί των ορίων δικαιοδοσίας του εθνικού και του κοινοτικού νομοθέτη, γι’ αυτό άλλωστε και μεταγενέστερα αυτής, εκδόθηκαν στις 24-10-2013 οι αποφάσεις Drozdovs κατά Λετονίας (ΔΕΚ C-277/12) καιHaasova κατά Σλοβακίας (ΔΕΚ C-22/2012) που επαναλαμβάνουν κατά τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση  τη σχετική πάγια νομολογία του ΔΕΕ.

[3] Το ΔΕΕ θέλοντας να επιδείξει την αποφασιστικότητά του να επιλύσει το θέμα αυτό οριστικά με ενιαίο τρόπο που να μην αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης στον  εθνικό νομοθέτη αλλά και στα εθνικά δικαστήρια να επανέλθουν επί του θέματος, παρότι επιλήφθηκε σε διαφορετικό χρόνο των προδικαστικών ερωτημάτων, εξέδωσε τις δύο αποφάσεις του (ΔΕΚ C-277/12 και  C-22/2012) ταυτόχρονα την ίδια ημέρα 24-10-2013 και τις συνόδευσε, μάλιστα, με κοινό ανακοινωθέν τύπου που αναφέρει ότι «εφόσον τα μέλη της οικογένειας του θύματος τροχαίου  ατυχήματος έχουν κατά την εθνική νομοθεσία, το δικαίωμα να ζητήσουν χρηματική ικανοποίηση για τη ψυχική οδύνη που έχουν υποστεί, η εν  λόγω χρηματική ικανοποίηση πρέπει να καλύπτεται από την ασφάλιση του οχήματος. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα κατώτατα όρια που προβλέπει η νομοθεσία της Ένωσης για τις σωματικές βλάβες ισχύουν και για την ψυχική οδύνη». βλ. αναλυτικά σε σχόλιο υπογράφοντος στην ΕπΣυγκΔ, 2013 σελ.379, κάτωθι της ΔΕΕ C-277/12.

Επίσης, σχετικά με τη νομολογία του ΔΕΕ για το Επικουρικό Κεφάλαιο, βλ. Αμπατζή Γ. «Επικουρικό Κεφάλαιο-Ένας Κοινωνικός Θεσμός στο Στόχαστρο του Εθνικού Νομοθέτη-Η Αντίθεση των διατάξεων του άρθρου 4 Ν.4092/2012 προς το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Νομολογία του ΔΕΚ» ΕπΣυγκΔ , 2013,  σελ.9.

[4] Η επιχειρηματολογία του Γενικού Εισαγγελέα J. Mischo στις προτάσεις του για τις υποθέσεις αυτές, στηρίχθηκε στην αρχή της αποτελεσματικότητας που διέπει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από την  οποία αρχή γεννάται η υποχρέωση του κράτους μέλους, σε επίπεδο ενωσιακού πλέον δικαίου, προς αποζημίωση.

[5] Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, το οποίο μνημονεύεται και στην απόφαση Humblet (ΔΕΚ C-6/60), προβλέπεται ότι «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή προκύπτουν από πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης».

[6] Οι προϋποθέσεις για την αστική ευθύνη του Δημοσίου σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο, (άρθρα 105, 106 ΕισΝΑΚ), διαφέρουν από αυτές που έχει καθιερώσει η νομολογία του ΔΕΕ, και συγκεκριμένα είναι: 1) Νομική πράξη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη παρά την σχετική υποχρέωση, 2) Η πράξη, η παράλειψη ή η υλική ενέργεια να προέρχεται από κρατικό όργανο, 3) Η δράση του κρατικού οργάνου  θα πρέπει  να λαμβάνει χώρα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, δηλαδή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας, 4) η πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια να είναι  παράνομη, 5) ζημία, υλική ή ηθική, του ιδιώτη, 6) Η παραβιαζόμενη διάταξη να  μην έχει τεθεί και να μην αποσκοπεί αποκλειστικά στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος και 7) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας της Διοίκησης και του ζημιογόνου αποτελέσματος.

[7] Το άρθρο 288 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ (πρώην άρθρο 249 ΕΚ) προβλέπει πέντε είδη νομικών μέσων, που έχουν το  καθένα διαφορετικές επιπτώσεις  επί των νομικών συστημάτων των κρατών μελών, δεδομένου ότι ορισμένα εφαρμόζονται άμεσα στα νομικά συστήματα των κρατών μελών (Κανονισμοί και Αποφάσεις), ενώ άλλα επιβάλλουν προσαρμογή των εθνικών διατάξεων στην ευρωπαϊκή νομοθεσία (Οδηγίες, Συστάσεις και Γνώμες).

[8] Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η θεμελίωση της υπ’ αριθ. 131/2006 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, η οποία μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι «(…) αν το ΔΕΚ διαπιστώσει ότι κάποιο κράτος  μέλος έχει παραβεί τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο και το κράτος αυτό δεν συμμορφωθεί με  την απόφαση του ΔΕΚ δημιουργείται τεκμήριο για τον πρόδηλο χαρακτήρα της παράβασης ….  Μάλιστα, σύμφωνα με αυτή την νομολογία, είναι αδιάφορο  αν η παραβιαζόμενη διάταξη έχει ή όχι άμεσο αποτέλεσμα,  καθώς και σε ποιο όργανο του κράτους (της νομοθετικής, εκτελεστικής ή δικαστικής λειτουργίας) καταλογίζεται  η παράβαση».

[9] Ο  G. Kobler, τακτικός καθηγητής σε Πανεπιστήμιο της Αυστρίας, άσκησε αγωγή αποζημίωσης ενώπιον Πρωτοδικείου της Αυστρίας κατά του Αυστριακού Δημοσίου, υποστηρίζοντας ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, με την από 24-6-1996 απόφασή του, παραβίασε τις κοινοτικές διατάξεις όπως τις είχε ερμηνεύσει το ΔΕΕ. Το Πρωτοδικείο της Αυστρίας, απηύθυνε στο ΔΕΕ αίτημα για έκδοση προδικαστικής απόφασης, με πέντε  προδικαστικά ερωτήματα , τα οποία αφορούσαν τυχόν στοιχειοθέτηση αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου λόγω παράβασης του κοινοτικού δικαίου με απόφαση ανωτάτου δικαστηρίου κράτους μέλους.

[10] Σύμφωνα με το ΔΕΕ στην απόφαση Kobler, η άσκηση της σχετικής αγωγής αποζημίωσης, ναι μεν δεν θίγει το δεδικασμένο που πηγάζει από τις δικαστικές αποφάσεις και κατ’ επέκταση δεν αμφισβητεί τη δικαιοδοσία του κρατικού οργάνου που εξέδωσε την απόφαση, παρέχει όμως τη δυνατότητα αποκατάστασης των ζημιών από την εσφαλμένη αμετάκλητη απόφαση και κατ’ επέκταση επιβάλλει ουσιαστικά στα ανώτατα δικαιοδοτικά όργανα των κρατών μελών την αποτελεσματική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.(βλ. σχετικά Παπαγιαννόπουλου Γ. «Θεμελίωση αποζημιωτικής κατά του Δημοσίου αγωγής, σε παράνομη και ζημιογόνο συμπεριφορά οργάνου που ανήκει στη δικαστική λειτουργία»  σε ΔιοικΔίκη 2002,849).

[11]  Βλ. Αυδίκος Γρ.,«Η αστική ευθύνη του κράτους μέλους της Ε.Ε. για τις παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου και η ένταξη της στην εθνική έννομη τάξη» σελ.9(ομιλία στην εκδήλωση του ΝΣΚ της 21-11-2013)

[12] Πρέπει να παρατηρηθεί ότι «η νομολογιακή διάπλαση του καθεστώτος της αστικής ευθύνης του κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου, ουσιαστικά δημιουργεί ένα νέο  νόμιμο λόγο ευθύνης επιπλέον του εθνικού πλαισίου του 105, 106  ΕισΝΑΚ» (Μεταξάς Αντ. «Ευθύνη του Δημοσίου για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου από αποφάσεις ανώτατων εθνικών δικαστηρίων», Αθήνα 2003, σελ.23)

[13] «Το άρθρο 10 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας υποχρεώνει όλες τις κρατικές λειτουργίες, άρα και τη δικαστική, στη λήψη γενικών ή ειδικών μέτρων, κατάλληλων να εξασφαλίσουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη, συμπεριλαμβανομένης και της μεταφοράς των Οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο και της σύμφωνης με το Κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου… Τόσο ο εθνικός νομοθέτης όσο και ο εθνικός δικαστής δεν έχουν την εξουσία να μεταβάλουν ούτε να παρερμηνεύουν τις διατάξεις της Οδηγίας, διότι τότε παραβιάζουν το κοινοτικό δίκαιο, το οποίο υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διατάξεως του εσωτερικού δικαίου, κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, βάσει του οποίου η Ελλάδα προσχώρησε στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες από 1.1.1981 , δυνάμει της από 28.5.1979 Σύμβασης Προσχωρήσεως της Ελλάδας στην ΕΟΚ , η οποία κυρώθηκε με το Ν. 945/1979 (ΟλΑΠ 23/1998)» ΑΠ 926/2011.

[14] Όπως αναφέρεται στην ίδια απόφαση 16/2013 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου «(…) κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή,  είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006).»

[15] Βλ. επίσης Ψαρρά Μ. «Η μεταστροφή των θέσεων των Γενικών Εισαγγελέων απέναντι στην αμφισβητούμενη αρμοδιότητα του ΔΕΕ στην προδικαστική παραπομπή» σε ΕΕυρΔ 4:2013, σελ.5

[16]             Βλ. επίσης Λαϊνιώτη Α. «Η αστική ευθύνη του κράτους από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων της δικαστικής εξουσίας», σε ΔιοικΔίκη 2006,561, όπου χαρακτηριστικά αναφέρεται, με σχετικές νομολογιακές παραπομπές, ότι «η νομολογία εμφανίστηκε ιδιαίτερα διστακτική στο να αποδεχθεί την αστική ευθύνη του κράτους, κυρίως αναφορικά με την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου, αντιμετωπίζοντας το ζήτημα, ας μου επιτραπεί η έκφραση ως ένα θέμα «ταμπού», παρά το γεγονός  ότι η θεωρητική αντιμετώπιση του θέματος τούτου-τουλάχιστον από τη μεγαλύτερη μερίδα των θεωρητικών- υπήρξε διαφορετική

[17]             Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η πρόταση σχετικά με την αρμοδιότητα  του εθνικού δικαστηρίου για την εκδίκαση της σχετικής αποζημιωτικής αγωγής, η οποία υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να είναι αρμόδιο το Διοικητικό Πρωτοδικείο κατά τη γενική ρύθμιση του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, αλλά «λόγω της ιδιαιτερότητας της περίπτωσης (εξέταση έστω και παρεμπιπτόντως απόφασης ανωτάτου δικαστηρίου) να εκδικάζονται οι σχετικές διαφορές σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από ένα ανώτατο δικαστήριο, όπως το δικαστήριο του άρθρου 99 του Συντάγματος» ( Λαϊνιώτη Α. , ο.π., σε ΔιοικΔίκη 2006,571)

[18]βλ. σχετικά  Γεωργακόπουλος Π. , επ. Πρόεδρος ΝΣΚ, «Α. Η νομική βάση της ευθύνης και Β. Έννοια της κατάφωρης παραβίασης», σελ.8 στην επιστημονική εκδήλωση του ΝΣΚ της 21-11-2013 με θέμα «Η αστική ευθύνη του κράτους μέλους της Ε.Ε. για τις παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου και η ένταξη της στην εθνική έννομη τάξη)