ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΑΓΩΓΗ του παθόντα κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου

σε περίπτωση πτώχευσης Ή ανάκλησης αδείας ασφαλιστή,

συμπεριλαμβανομένης και της περίπτωσης ασφαλιστή που δραστηριοποιείται

στην Ελλάδα υπό καθεστώς ΕΠΥ

Ηλία Ι. Κλάππα

Δικηγόρου Πειραιά

Α          Εισαγωγικά

1                       Μετά το ν.4364/2016 (ΦΕΚ Α/13/5-2-2016) με τον οποίο η ελληνική νομοθεσία προσαρμόστηκε στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ),  ένα από τα πλέον εριζόμενα νομικά ζητήματα που απασχολούν τόσο τη θεωρία όσο και τη νομολογία, αφορά στην αποζημίωση των παθόντων από τροχαία ατυχήματα σε περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας ασφαλιστικής επιχείρησης.

2                       Το ζήτημα που ταλανίζει τα δικαστήρια, τους θεωρητικούς του δικαίου αλλά κυρίως τους παθόντες εστιάζεται στο κατά πόσο είναι αποκλειστική η διαδικασία ασφαλιστικής εκκαθάρισης σύμφωνα με τα άρθρα 235 επ. ν.4364/2016 (αναγγελία της απαίτησης στον διορισθέντα από την Εποπτική Αρχή ασφαλιστικό εκκαθαριστή, επαλήθευση αυτής, ανακοπή κατά του πίνακα των δικαιούχων στο Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου έδρας της επιχείρησης, εκδίκαση της ανακοπής κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, εκδίκαση της έφεσης από το αρμόδιο Εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, απόφαση Εφετείου που δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο) και αν υπάρχει παράλληλη νομική δυνατότητα παραδεκτής άσκησης νέας αγωγής ή συνέχισης εκκρεμούς δίκης κατά της υπό εκκαθάριση πλέον τελούσας ασφαλιστικής επιχείρησης, με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα.

3                     Ο ανωτέρω ιδιαιτέρως ενδιαφέρων και σημαντικός νομικός προβληματισμός θα ήταν πληρέστερος αν περιλάμβανε και το ζήτημα της παραδεκτής άσκησης αγωγής κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου μετά την πτώχευση ή την ανάκληση άδειας της ασφαλιστικής εταιρίας.

Με άλλα λόγια, πρέπει να διερευνηθεί η νομική δυνατότητα του παθόντα να αναζητήσει με χωριστή αγωγή ευθέως από το Επικουρικό Κεφάλαιο την αποζημίωσή του, παράλληλα και ανεξάρτητα από τις ενέργειες στις οποίες ενδεχομένως θα προβεί έναντι της τελούσας υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης είτε κατά την διαδικασία του άρθρου 242 ν.4364/2016 είτε κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (614 παρ. 6 επ. ΚΠολΔ).

Β        Δεν είναι δυνατή η συνέχιση εκκρεμούς δίκης κατά του ασφαλιστή από το Επικουρικό Κεφάλαιο

1                     Με το άρθρο 53 του ν. 4438/2016 (ΦΕΚ Α220/28-11-2016) που περιλήφθηκε σε ένα νομοσχέδιο που δεν σχετιζόταν με την ασφάλιση, το οποίο αφορούσε συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, καταργήθηκε η (εισαχθείσα με το άρθρο 50 παρ.13 ν.1569/1985) διάταξη του άρθρου 24 παρ. 4 του ν. 489/1976, όπως αυτή κωδικοποιήθηκε ως παρ. 4 του άρθρου 25 του π.δ. 237/1986.

 Η καταργηθείσα διάταξη προέβλεπε ότι

«4. Από την ημερομηνία που η ασφαλιστική επιχείρηση κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης ή ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της για παράβαση νόμου, το Επικουρικό Κεφάλαιο υπεισέρχεται αυτοδίκαια στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης που πηγάζουν από ασφαλιστικές συμβάσεις του Κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα. Εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται χωρίς άλλο από το Επικουρικού Κεφάλαιο».

           Κατά συνέπεια, δεδομένης της κατάργησης της εκ του νόμου υποκατάστασης από το Επικουρικό Κεφάλαιο της ασφαλιστικής επιχείρησης που κηρύσσεται σε πτώχευση ή ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της, οι εκκρεμείς κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης αγωγές, σε όποιο στάδιο της δίκης και αν βρίσκονται, δεν μπορούν να συνεχιστούν με εναγόμενο το Επικουρικό Κεφάλαιο.

2                     Σημειώνεται ότι η διάταξη με την οποία καταργήθηκε η παρ. 4 του άρθρου 25 του π.δ. 237/1986 δεν αφορούσε και δεν επηρέασε σε καμία περίπτωση τα όρια ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, όπως αυτά ρυθμίζονται με το άρθρο 19 του π.δ. 237/1986.

Γ         Άσκηση αυτοτελούς αγωγής κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου

1                     Το γεγονός ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο δεν υποκαθίσταται πλέον στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης μετά την πτώχευση ή την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της έχει, ωστόσο, και την εξής συνέπεια. Η εκκρεμής αγωγή του παθόντα κατά της ασφαλιστικής εταιρίας,  σε όποιο στάδιο της δίκης και αν η αγωγή βρίσκεται κατά το χρόνο πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας του ασφαλιστή, δεν εμποδίζει δικονομικά τον παθόντα από την άσκηση αγωγής κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, ακόμα και για τις ίδιες αξιώσεις, καθώς δεν υφίσταται εκκρεμοδικία κατ’ άρθρον 222 επ. ΚΠολΔ ούτε δεδικασμένο κατ’ άρθρον 325 επ. ΚΠολΔ. Η νέα δίκη, είτε αφορά την ίδια επίδικη διαφορά είτε άλλες αξιώσεις που δεν είχαν αχθεί σε δίκη μέχρι την πτώχευση ή ανάκληση της αδείας του ασφαλιστή, ανοίγεται ανάμεσα σε διαφορετικούς διαδίκους και δεν καταλαμβάνεται από τα υποκειμενικά όρια της εκκρεμοδικίας και του δεδικασμένου.

  • Η δικονομική αυτοτέλεια της ευθείας αγωγής του παθόντα κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου συνεπάγεται ότι αυτοτελώς θα κριθεί και το ζήτημα τυχόν παραγραφής των αξιώσεών του κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 2 του π.δ. 237/1986, για τις αξιώσεις αποζημίωσης κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου ισχύει η ίδια παραγραφή που ισχύει κατά του ασφαλιστή σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 2 π.δ.237/1986, το οποίο μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 7 ν. 3557/2007 (ΦΕΚ Α 100/14-5-2007) προβλέπει πενταετή παραγραφή των αξιώσεων του παθόντα από την ημέρα του ατυχήματος, επιφυλασσομένων των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας για την αναστολή και την διακοπή της παραγραφής.[1]
  • Σύμφωνα με το π.δ. 237/1986 που κωδικοποίησε το ν.489/1976,  το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων» και συντετμημένα «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ» έχει ιδρυτικό σκοπό την «καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης για αστική ευθύνη από αυτοκινητικά ατυχήματα κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα στο άρθρο 19»(άρθρο 17).

             Το άρθρο 19 παρ. 1 πδ 237/1986 προβλέπει τις ειδικότερες περιπτώσεις ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου για αποζημίωση των παθόντων λόγω θανάτωσης ή σωματικών ζημιών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητιστικά ατυχήματα.

Ανάμεσα στις περιπτώσεις αυτές είναι και η περίπτωση όπου

« γ. Ο ασφαλιστής πτώχευσε ή η σε βάρος του εκτέλεση απέβη άκαρπη ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης

Μάλιστα, ο νομοθέτης εξοπλίζει το Επικουρικό Κεφάλαιο με το δικαίωμα να στραφεί το ίδιο κατά του αντασφαλιστή και, συγκεκριμένα, στο επόμενο εδάφιο της ίδιας παραγράφου, ορίζεται ότι

« Στην περίπτωση αυτή, το Επικουρικό Κεφάλαιο έχει ίδια αξίωση κατά του αντασφαλιστή για τις υποχρεώσεις του προς την ασφαλιστική επιχείρηση που προκύπτουν από την αντασφαλιστική σύμβαση αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα».

4                     Το άρθρο 19 παρ. 3 π.δ. 237/1986  προβλέπει ότι

«Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου το ζημιωθέν πρόσωπο έχει ιδΊα αξίωση κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, όχι  όμως και κατά των μελών αυτού»

Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι σε κάθε περίπτωση ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου και, συνεπώς, και στην περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας ασφαλιστικής επιχείρησης, ο παθών έχει δικαίωμα ευθείας εκ του νόμου αγωγής κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου και, αντίστοιχα, το Επικουρικό Κεφάλαιο έχει ιδΊα εκ του νόμου υποχρέωση προς αποζημίωση έναντι του ζημιωθέντος προσώπου  και άρα νομιμοποιείται παθητικά σε περίπτωση αγωγής του παθόντα κατά αυτού.

Σε περίπτωση σώρευσης στο ίδιο δικόγραφο αγωγής κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου και της υπό εκκαθάριση τελούσας ασφαλιστικής εταιρίας υφίσταται απλή ομοδικία και η κρίση περί του παραδεκτού ή μη της αγωγής κατά της υπό εκκαθάριση τελούσας ασφαλιστικής εταιρίας δεν προδικάζει το παραδεκτό της αγωγής κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, καθώς η παθητική νομιμοποίηση αυτών των δύο νομικών προσώπων έχει τελείως διαφορετική νομική βάση.

Η επίκληση των διατάξεων περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης του ν. 4364/2016 και, μεταξύ άλλων, της διάταξης περί αναστολής των ατομικών διώξεων των δικαιούχων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης κατά το χρόνο που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση  (άρθρο 239 παρ. 5) και των διατάξεων του Πτωχευτικού Κώδικα, οι οποίες κατ’ άρθρο 235 παρ. 3 του ίδιου νόμου «εφαρμόζονται συμπληρωματικά» στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, δεν είναι νομικά επιτρεπτή αναφορικά με το Επικουρικό Κεφάλαιο. Το καθεστώς του Επικουρικού Κεφαλαίου καθορίζεται από τις οικείες διατάξεις του π.δ. 237/1986 και όχι από τις διατάξεις περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης του ν. 4364/2016.

5                      Οι διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 περ. γ’ και 3 π.δ. 237/1986 επιβίωσαν της κατάργησης με τον ν.4438/2016 της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 4 π.δ.237/1986 περί αυτοδίκαιης υποκατάστασης του Επικουρικού Κεφαλαίου στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ασφαλιστή που πηγάζουν από ασφαλιστικές συμβάσεις του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα μετά την πτώχευση ή την ανάκληση της αδείας του

Αν ο νομοθέτης είχε τη βούληση να εμποδίσει την άσκηση αυτοτελούς αγωγής κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου μετά την πτώχευση ή την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, τότε, μαζί με την κατάργηση της αυτοδίκαιης υποκατάστασης του Επικουρικού Κεφαλαίου στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της, θα περιόριζε είτε την έκταση ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου αφαιρώντας από τις περιπτώσεις νόμιμης υποχρέωσης του προς αποζημίωση την περίπτωση της πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του ασφαλιστή είτε θα περιόριζε, στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμα του ζημιωθέντος να έχει ιδία αξίωση κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου.

Προφανώς δεν υπήρχε νομοθετική βούληση να περιοριστούν τα δικαιώματα του παθόντα έναντι του Επικουρικού Κεφαλαίου σε περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας του ασφαλιστή, γεγονός το οποίο ούτως άλλως θα προσέκρουε σε διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος όπως, με σπάνια για τα δικαστικά χρονικά ομοφωνία έκρινε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με αλλεπάλληλες αποφάσεις της τόσο αναφορικά με το θέμα του περιορισμού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης από το Επικουρικό Κεφάλαιο και του ποσοστού του τόκου υπερημερίας επί των αποζημιώσεων που καταβάλλονται από αυτό (ΟλΑΠ 3,4,5/2017) όσο και αναφορικά με το θέμα του περιορισμού της αποζημίωσης (αποθετικής ζημίας και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης) του παθόντα από το Επικουρικό Κεφάλαιο στην περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας του ασφαλιστή (ΟλΑΠ 3/2019).

            Όπως, μεταξύ άλλων, αναφέρεται στην εντελώς πρόσφατη απόφαση ΟλΑΠ 3/2019, η ίδρυση του προβλεπόμενου από τη Δεύτερη Οδηγία του Συμβουλίου της 30.12.1983 (84/5/ΕΟΚ), Οργανισμού για την αποζημίωση των παθόντων από οχήματα αγνώστων στοιχείων ή για τα οποία δεν έχει εκπληρωθεί η απαιτούμενη υποχρέωση ασφάλισης, είχε ήδη πραγματοποιηθεί και εισαχθεί στο ελληνικό δίκαιο  με το ν.489/1976 με τον οποίο ιδρύθηκε το Επικουρικό Κεφάλαιο.  Πλην όμως, «η ανάκληση της άδειας λειτουργίας του ασφαλιστή διαμορφώθηκε ως λόγος ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου για πρώτη φορά με το αρ. 50 παρ. 7 του ν. 1569/1985», ήτοι μετά τη Δεύτερη Οδηγία του Συμβουλίου της 30.12.1983 (84/5/ΕΟΚ) και σε εναρμόνιση με αυτή.

 Μάλιστα, όπως έκρινε με τις προμνημονευθείσες αποφάσεις της η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με αναφορά σε αποφάσεις του ΔΕΕ (ΔΕΕ С-277/12  υπόθεση Drozdovs, ΔΕΚ C-348/1998 υπόθεση Ferreira), μόνη η νομοθετική εναρμόνιση με τις Οδηγίες δεν αρκεί, αλλά είναι υποχρέωση τόσο του εθνικού νομοθέτη όσο και του εφαρμοστή του Δικαίου η εξασφάλιση της «πρακτικής αποτελεσματικότητας» των Κοινοτικών Οδηγιών και αυτό επιτυγχάνεται μόνο εφόσον δεν περιορίζεται το δικαίωμα του παθόντα να ενάγει το Επικουρικό Κεφάλαιο σε όλες τις περιπτώσεις της κατά το νόμο ευθύνης του.

Δ          Ευθεία εναγωγή του Επικουρικού Κεφαλαίου στην περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης της αδείας ασφαλιστή που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα υπό καθεστώς ΕΠΥ

1                       Τα ίδια δικαιώματα ευθείας εναγωγής του Επικουρικού Κεφαλαίου έχουν και οι παθόντες σε περίπτωση που το ζημιογόνο όχημα είναι ασφαλισμένο σε ασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει σε άλλο κράτος-μέλος και δραστηριοποιείται  στην Ελλάδα υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (ΕΠΥ) και η οποία μετά το ατύχημα πτωχεύει ή ανακαλείται η άδειά της καθώς αποφάσεις των άλλων κρατών μελών εφόσον λαμβάνονται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής, παράγουν αποτελέσματα στην Ελλάδα (άρθρο 235 παρ. 1 εδ. στ’).

2                       Η ισότιμη μεταχείριση των παθόντων στις περιπτώσεις αυτές επιβάλλεται κατ’ αρχήν από το άρθρο 4 παρ.1 και 2 Συντ. περί της ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου που συνέπαγεται ισότητα του νόμου έναντι των πολιτών με την έννοια ότι ο νομοθέτης «κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων  και κατηγοριών ή προσώπων, δεν μπορεί να νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή δε των ειδικών περιστάσεων ή του κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων»(ΟλΑΠ 3/2006).

                        Αλλά και χωρίς προσφυγή στις διατάξεις του Συντάγματος, για την υποστήριξη της ανωτέρω άποψης αρκεί η αναφορά στο άρθρο 120 παρ. 1,2,3,4 ν.4364/2016 με το οποίο ενσωματώνονται στην εθνική νομοθεσία τα άρθρα 150, 151 και 152 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και το οποίο έχει τον τίτλο «Υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα, ισότιμη μεταχείριση αιτούντων αποζημίωση και αντιπρόσωπος» και προβλέπει ρητά την υποχρέωση τήρησης από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις  που λειτουργούν με καθεστώς ΕΠΥ των διατάξεων του ν.489/1976 που αφορούν στην προστασία των αιτούντων αποζημίωση συνεπεία τροχαίου ατυχήματος που συνέβη στην Ελλάδα.

Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι

«1. Σε περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία μέσω εγκατάστασής της σε άλλο κράτος – μέλος, καλύπτει υπό το καθεστώς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κινδύνους του κλάδου 10 «ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα», εκτός της ευθύνης του μεταφορέα, στην Ελλάδα, η εν λόγω επιχείρηση οφείλει να εγγραφεί στο Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης και στο Επικουρικό Κεφάλαιο και να καταβάλει τις προβλεπόμενες από τον κ.ν. 489/1976 (Α` 331) εισφορές.

2. Οι ως άνω εισφορές καταβάλλονται αποκλειστικά και μόνο για τους κινδύνους του κλάδου 10 «ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα», εκτός της ευθύνης του μεταφορέα, που καλύπτονται μέσω της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, οι εισφορές δε αυτές υπολογίζονται υποχρεωτικά επί της ίδιας βάσης, για τις επιχειρήσεις που καλύπτουν τους ίδιους κινδύνους μέσω εγκατάστασης στην Ελλάδα.

3. Η ασφαλιστική επιχείρηση που ασκεί στην Ελλάδα μέσω ελεύθερης παροχής υπηρεσιών τον κλάδο 10 «ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα» οφείλει να τηρεί τις διατάξεις του κ.ν. 489/1976 (Α` 331) και τις εκδοθείσες κατ’ εξουσιοδότηση που σχετίζονται με την προστασία του αιτούντος αποζημίωση αυτού κανονιστικές πράξεις συνεπεία τροχαίου ατυχήματος που συνέβη στην Ελλάδα.

4. Για τους ως άνω αναφερόμενους σκοπούς, η επιχείρηση που καλύπτει κινδύνους του κλάδου 10 «ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα» με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα υποχρεούται να διορίζει ειδικό αντιπρόσωπο, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα.»

3                      Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 1 εδ. στ΄ του π.δ. 237/1986 (που κωδικοποίησε το ν.489/1976), όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 34 π.δ. 252/1996

«στ. Ασφάλιση με καθεστώς Ελεύθερης Παροχής Υπηρεσιών στην Ελλάδα, σημαίνει κάλυψη του κινδύνου της αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα εξαιρουμένης της ευθύνης του μεταφορέα από ασφαλιστική επιχείρηση που έχει έδρα σε άλλο κράτος-μέλος ή υποκατάστημα ή πρακτορείο της επιχείρησης αυτής σε άλλο κράτος-μέλος»

                        Με το άρθρο 18 π.δ. 237/1986, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 π.δ. 252/1996,προβλέπεται ότι

«μέλη του Επικουρικού Κεφαλαίου καθίστανται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν την ασφάλιση  αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασκούν στην Ελλάδα την ασφάλιση με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχ. στ’ του παρόντος»,

Το Επικουρικό Κεφάλαιο, μάλιστα, δημοσιεύει τα μέλη του στην ιστοσελίδα του www.epikef.gr/members, στην κατάσταση δε αυτή συμπεριλαμβάνονται ως μέλη του και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών που ασκούν στην Ελλάδα την ασφάλιση υπό καθεστώς ΕΠΥ.

4                       Συνεπώς και στην περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστή με έδρα σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος δραστηριοποιείται στην Ελλάδα με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (ΕΠΥ) με ειδικό αντιπρόσωπο ζημιών, το Επικουρικό Κεφάλαιο νομιμοποιείται παθητικά έναντι του ζημιωθέντα σχετικά με τις αξιώσεις αυτού από ασφάλιση της αστικής ευθύνης εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων.

Ε        Συμπέρασμα

Συμπερασματικά, σε περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης της αδείας της ασφαλιστικής επιχείρησης ο παθών νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει ευθεία αγωγή κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου ανεξάρτητα αν υπάρχει εκκρεμής αγωγή κατά της ασφαλιστικής εταιρίας και ανεξάρτητα από τις ενέργειες τις οποίες θα προβεί έναντι της τελούσας υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρίας, υπό την προϋπόθεση ασφαλώς ότι οι αξιώσεις του έναντι του Επικουρικού Κεφαλαίου δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή και ότι θα τηρηθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 19 παρ. 8 π.δ. 237/1986 προπαρασκευαστική διαδικασία με την υποβολή έγγραφης αίτησης αποζημίωσης προς το Επικουρικό Κεφάλαιο.


[1] Η κατάργηση του άρθρου 25 παρ.4 ν.237/1986 περί νόμιμης υποκατάστασης του Επικουρικού Κεφαλαίου στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ασφαλιστή που πτώχευσε ή ανακλήθηκε η άδειά του, έχει ως συνέπεια  να παραγράφονται οι αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου πριν καν δοθεί η δικονομική δυνατότητα στον παθόντα να τις ασκήσει στις περιπτώσεις που η πτώχευση ή ανάκληση της άδειας του ασφαλιστή επέρχεται μετά την πάροδο πενταετίας από το ατύχημα, ακόμη και αν έχει ασκηθεί εντός αυτής αγωγή κατά του ασφαλιστή που πτώχευσε ή ανακλήθηκε η άδειά του.  Είναι αξιοσημείωτο ότι στην δεκαετία του 1980 ήταν ιδιαίτερα επίκαιρη η θεωρητική και νομολογιακή διαμάχη περί του χρόνου έναρξης της παραγραφής των αξιώσεων κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου σε περιπτώσεις πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας του ασφαλιστή και, συγκεκριμένα, αναφορικά με το αν η παραγραφή των αξιώσεων κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου αρχίζει από την επομένη της ημέρας του ατυχήματος ή από την πτώχευση ή ανάκληση της αδείας του ασφαλιστή.