Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

ΚΑΙ Η ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΘΟΝΤΩΝ ΣΕ ΤΡΟΧΑΙΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ[1]

ΗΛΙΑΣ Ι. ΚΛΑΠΠΑΣ

Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΘΡΟΥ

Ι           Εισαγωγή

ΙΙ          Ιστορική αναδρομή

ΙΙΙ         Έννοιες – Συμβαλλόμενα μέρη

IV         Σκοπός και ρόλος της αντασφάλισης

V          Πηγές δικαίου του θεσμού της αντασφάλισης

VI         Πηγές δικαίου του θεσμού της αντεκχώρησης

VII        Είδη αντασφάλισης

Α          Με κριτήριο τον τρόπο ανάληψης του κινδύνου από τον αντασφαλιστή

Β          Με κριτήριο την κατανομή υποχρεώσεων και ασφαλίστρων μεταξύ πρωτασφαλιστή και αντασφαλιστή

VIII      Νομική φύση της αντασφαλιστικής σύμβασης

ΙΧ         Αντασφαλιστική δραστηριότητα στην Ελλάδα

             Α         Απαιτήσεις από αντασφαλιστές

             Β         Απαιτήσεις δημοσιότητας από την Εποπτική Αρχή

             Γ         Αντασφαλιστική κάλυψη ασφαλιστικής δραστηριότητας στην Ελλάδα

 Δ         Αντασφαλιστική κάλυψη ασφαλιστικών εταιριών στον κλάδο αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων – Παραδείγματα

Χ          Αντασφάλιση και δικαίωμα αποζημίωσης των παθόντων σε τροχαία ατυχήματα

Ι           ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1          Στην ασφάλιση αστικής ευθύνης τροχαίων ατυχημάτων υπάρχουν οι εμφανείς και οι λιγότερο εμφανείς πρωταγωνιστές. Στη δικαστηριακή πρακτική επικεντρωνόμαστε, αφενός, στον παθόντα και, αφετέρου, στον υπαίτιο και στον ασφαλιστή του υποτιμώντας, αν όχι αγνοώντας, ότι υπάρχει ένας ακόμη πρωταγωνιστής και αυτός είναι ο αντασφαλιστής, δηλαδή αυτός που ασφαλίζει εν όλω ή εν μέρει τον ασφαλιστή με τη σύμβαση αντασφάλισης.

2          Και αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς και πλήρεις, υπάρχει και ο αντεκδοχέας, δηλαδή αυτός που ασφαλίζει εν όλω ή εν μέρει τον αντασφαλιστή με τη σύμβαση αντεκχώρησης.

3          Ο θεσμός της αντασφάλισης είναι ιδιαιτέρως διαδεδομένος σε όλο το εύρος της ιδιωτικής ασφάλισης και στην ασφάλιση αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων.

Ο θεσμός της αντεκχώρησης εμφανίζεται σπάνια στην Ελλάδα και, όταν αυτό συμβαίνει, πρόκειται κυρίως για περιπτώσεις ασφάλισης πολύ μεγάλων κινδύνων, όπως αυτές που αφορούν θαλάσσιες μεταφορές, πιστώσεις, αεροπορικές και σιδηροδρομικές μεταφορές.

4          Μετά το ν.4364/2016 (Φερεγγυότητα/Solvency II) ο θεσμός της αντασφάλισης ρυθμίζεται διεξοδικά και ο αντασφαλιστής έρχεται πλέον στο προσκήνιο της ασφαλιστικής αγοράς.

ΙΙ          ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ[2]

1          Ο θεσμός της αντασφάλισης δεν είναι νέος θεσμός. Όπως στην πλειονότητα των περιπτώσεων στην ιδιωτική ασφάλιση, οι απαρχές του θεσμού αυτού είναι συνδεδεμένες με τις θαλάσσιες μεταφορές.

Η 1η σύμβαση αντασφάλισης θεωρείται ότι συνήφθη στη Γένοβα στις 12 Ιουνίου 1370, συντάχθηκε στα λατινικά και αφορούσε θαλάσσια μεταφορά εμπορευμάτων από τη Γένοβα στην πόλη Saint Louis της Φλάνδρας μέσω του Καντίθ (Caniz). Με τη σύμβαση αυτή ο πρωτασφαλιστής μεταβίβαζε την ασφάλεια του τμήματος εκείνου του ταξιδιού που προφανώς θεωρούσε το πλέον επικίνδυνο σε έναν άλλο ασφαλιστή και με τον τρόπο αυτό μείωνε τον κίνδυνο που ο ίδιος είχε αναλάβει.

Για την ιστορία, το τμήμα εκείνο του ταξιδιού που θεωρήθηκε πλέον επικίνδυνο και κρίθηκε σκόπιμο να αντασφαλιστεί ήταν από το Κάντιθ της Ανδαλουσίας μέχρι το Saint Louis της Φλάνδρας. Προφανώς, το ταξίδι πέραν από τη Μεσόγειο μετά τις Ηράκλειες Στήλες και εντός του Ατλαντικού τρόμαζε ιδιαίτερα.

2          Τον 17ο αιώνα η αντασφάλιση αποκτά μεγαλύτερη σημασία και διάδοση στις θαλάσσιες μεταφορές, πλην όμως, μία σειρά καταχρηστικών πρακτικών στην αγγλική αντασφαλιστική αγορά κατά το πρώτο ήμισυ του 18ου αιώνα, οδήγησε το 1746 στην επιβολή τέτοιων περιορισμών στην αντασφάλιση που ισοδυναμούσαν με την πλήρη απαγόρευσή της. Η περίοδος αυτή ευνόησε πρακτικές συνασφάλισης και, μεταξύ άλλων, ευνόησε την ανάπτυξη των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων των Lloyds. Το 1864 καταργήθηκαν οριστικά οι περιορισμοί που είχαν θεσμοθετηθεί για την αντασφάλιση.

3          Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα δημιουργούνται οι πρώτες επαγγελματικές εταιρίες αντασφάλισης, οι οποίες επεκτείνονται και πέραν της ασφάλισης θαλασσίων μεταφορών, σε ασφαλίσεις πυρός και ζωής. Σε αυτό συνετέλεσαν καταστροφικές πυρκαγιές σε μεγάλες πόλεις της Δυτικής Ευρώπης, όπως στο Αμβούργο το 1842. Οι κίνδυνοι πυρός αποτελούσαν μόνιμο και όχι προσωρινό κίνδυνο και, μάλιστα, μεγάλο, καθώς μπορούσαν να απειλήσουν όχι μόνο μεμονωμένες περιουσίες αλλά και ολόκληρες πόλεις[3].

4          Ο θεσμός της αντασφάλισης αναφέρεται στην Marine Insurance Act του 1906 (n.s.9 (1)) νομοθέτημα που αποτέλεσε τη βάση της ναυτασφάλισης και εν γένει της ιδιωτικής ασφάλισης και διατηρήθηκε σε ισχύ μέχρι τον Αύγουστο 2016 οπότε άρχισε να ισχύει η Insurance Act του 2015.

5          Σύγχρονη Εποχή

Οι μεγαλύτερες αντασφαλιστικές εταιρείες εδρεύουν στην Αγγλία, στη Γερμανία, στην Ελβετία, στην Αμερική, στην Κίνα και στην Κορέα.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, δεν υπάρχει αμιγώς αντασφαλιστική εταιρία με έδρα την Ελλάδα (πλην όμως υπάρχουν ασφαλιστικές εταιρίες που ασκούν έστω και περιορισμένα αντασφαλιστική δραστηριότητα), ενώ στην Κύπρο σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών της Κύπρου υπάρχουν δύο (Grawe Reinsurance LTD, KLPP Insurance & Reinsurance Company LTD).

Για να έχουμε μια εικόνα για το μέγεθος της αντασφαλιστικής αγοράς αρκεί να αναφέρουμε ότι οι δέκα μόνο μεγαλύτεροι παγκοσμίως αντασφαλιστικοί όμιλοι κατέγραψαν για το έτος 2018 μικτά αντασφάλιστρα ζωής και ζημιών ύψους περίπου 177 δισεκατομμυρίων δολαρίων, εκ των οποίων ποσοστό άνω του 60% αφορούν ασφαλίσεις ζημιών.

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: ΟΙ ΔΕΚΑ (10) ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΟΜΙΛΟΙ ΤΟ 2018

ΙΙΙ        ΕΝΝΟΙΕΣ-ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ

1          Η έννοια της αντασφάλισης (reinsurance) ορίζεται στο άρθρο 3 αρ.7 του Ν.4364/2016.[4]

Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό η αντασφάλιση είναι η δραστηριότητα που συνίσταται στην ανάληψη κινδύνων που εκχωρούνται από ασφαλιστική επιχείρηση και αναλαμβάνονται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.[5]

Η αντασφάλιση είναι στην ουσία η ασφάλιση του ασφαλιστή, με την οποία ο πρωτασφαλιστής-εκχωρητής-αντασφαλιζόμενος μειώνει τον αναληφθέντα κίνδυνο μεταβιβάζοντάς τον εν όλω ή εν μέρει στον αντασφαλιστή-εκδοχέα, χωρίς να δημιουργείται συμβατική σχέση ανάμεσα στον αντασφαλιστή και τον αρχικό λήπτη της ασφάλισης. Αντίστοιχα, η ασφάλιση της παροχής του από τον αντασφαλιστή διασφαλίζει τη φερεγγυότητα τού πρωτασφαλιστή[6].

2          Στην έννομη αυτή σχέση έχουμε από τη μία τον αντασφαλιζόμενο πρωτασφαλιστή (επιχείρηση πρωτασφάλισης Ζωής ή κατά Ζημιών), ο οποίος ενεργώντας ως εκχωρητής κατά την έννοια του νόμου εκχωρεί το σύνολο ή μέρος του κινδύνου της ασφάλισης που έχει αναλάβει, χωρίς τη συναίνεση του λήπτη της πρωτασφάλισης, σε μία άλλη ασφαλιστική επιχείρηση, δηλαδή στον αντασφαλιστή, ο οποίος αναλαμβάνει τον κίνδυνο αυτόν ενεργώντας ως εκδοχέας.

3          Ο Ν.4364/2016 διακρίνει με βάση την έδρα ανάμεσα σε αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει έδρα στην Ελλάδα ή σε άλλο Κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας με καταστατική έδρα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4          Στην αντεκχώρηση (retrocession) η οποία σπανίως εμφανίζεται στην Ελλάδα, ο αντασφαλιστής-αντεκχωρητής εκχωρεί περαιτέρω το σύνολο ή μέρος του κινδύνου που έχει αναλάβει στον αντεκδοχέα.

5          Η αντασφάλιση πρέπει να διακρίνεται από την πολλαπλή ή διπλή ασφάλιση, καθώς και από την συνασφάλιση.

       Στην περίπτωση της πολλαπλής ή διπλής ασφάλισης (άρθρο 15 παρ.1 ν.2496/1997), το ίδιο συμφέρον ασφαλίζεται κατά του ίδιου κινδύνου και για την ίδια χρονική περίοδο σε περισσότερους ασφαλιστές (δύο ασφαλιστικές εταιρείες ή ιδιωτική και κοινωνική ασφάλιση ταυτόχρονα). Εφόσον δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, οι περισσότεροι ασφαλιστές ευθύνονται σε ολόκληρον μέχρι το ασφαλιστικό ποσό της σύμβασής τους.

      Στην περίπτωση της συνασφάλισης (άρθρο 15 παρ.4 ν.2496/1997), δύο ή περισσότεροι ασφαλιστές αναλαμβάνουν με κοινή συμφωνία να ασφαλίσουν το αντικείμενο της ασφάλισης (φορτίο, αστική ευθύνη, πλοίο) κατά του ίδιου κινδύνου, και, συγκεκριμένα, ο καθένας εξ αυτών αναλαμβάνει το ασφαλισμένο σε αυτόν ποσοστό κάλυψης κινδύνου. Σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου συνενάγονται όλοι οι ασφαλιστές.

ΙV        ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

1          Αναφορικά με τον σκοπό της αντασφάλισης είναι πολύ περιεκτική η σκέψη 4 στην Εισαγωγή της Οδηγίας  2005/68/ΕΚ σχετικά με τις αντασφαλίσεις. Σύμφωνα με αυτήν

«Η αντασφάλιση αποτελεί μείζονα οικονομική δραστηριότητα, διότι επιτρέπει στις επιχειρήσεις πρωτασφάλισης, μέσω της διευκόλυνσης της ευρύτερης διασποράς των κινδύνων σε παγκόσμιο επίπεδο, να διαθέτουν υψηλότερη δυνατότητα ασφαλιστικής κάλυψης κατά την άσκηση των ασφαλιστικών τους δραστηριοτήτων και να παρέχουν την κάλυψη αυτή, καθώς και να μειώνουν το κόστος κεφαλαίου τους.

Περαιτέρω, η αντασφάλιση παίζει ζωτικό ρόλο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, δεδομένου ότι αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για την εξασφάλιση της οικονομικής ευρωστίας και της σταθερότητας των αγορών της πρωτασφάλισης, όπως και ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δεδομένου ότι αφορά μείζονες χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές και θεσμικούς επενδυτές»

Με άλλα λόγια, με την αντασφάλιση επιτυγχάνεται

(1) μείωση και επιμερισμός του ασφαλιστικού κινδύνου μέσα από την εκχώρηση μέρους αυτού από τον πρωτασφαλιστή στον αντασφαλιστή

(2) αύξηση της ικανότητας ασφάλισης του πρωτασφαλιστή

(3) η μείωση της ανάγκης του πρωτασφαλιστή για αποθεματοποίηση μεγάλου όγκου ασφαλίστρων για κάλυψη μελλοντικών κινδύνων, γεγονός που συμβάλλει στη διατήρηση της φερεγγυότητας της ασφαλιστικής εταιρείας[7].

V         ΠΗΓΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς εμφανίζεται ο θεσμός της αντασφάλισης στα βασικά νομοθετήματα που διέπουν την ιδιωτική ασφάλιση στη χώρα μας, καθώς και στον ν.489/1976 περί ασφάλισης αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων.

Α         Νόμος 489/1976 (κωδ. π.δ. 237/1986) περί υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης από τροχαία ατυχήματα,

Η αντασφάλιση ως θεσμός υφίσταται και μνημονεύεται στον ν.489/1976 περί ασφάλισης αστικής ευθύνης τροχαίων ατυχημάτων, όπως έχει κωδικοποιηθεί και ισχύει με το π.δ. 237/1986.

Αν και οι σχετικές αναφορές είναι περιορισμένες, έχει ενδιαφέρον ότι, σε περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης αδείας της ασφαλιστικής επιχείρησης, ιδρύεται εκ του νόμου ίδια αξίωση του Επικουρικού Κεφαλαίου κατά του αντασφαλιστή για τις υποχρεώσεις του προς την ασφαλιστική επιχείρηση που προκύπτουν από την αντασφαλιστική σύμβαση αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα (άρθρο 19 παρ.1γ π.δ. 237/1986, όπως προστέθηκε με το ν.2496/1997). Επίσης, στον νόμο υπάρχει αναφορά ακόμη και στην αντασφάλιση της ευθύνης του Γραφείου Διεθνούς Ασφάλισης και στην κάλυψη της σχετικής δαπάνης με ετήσια αναλογική εισφορά των μελών του (άρθρο 33 παρ.3β π.δ.237/1986, όπως προστέθηκε με το ν.2496/1997).

Β         Εμπορικός Νόμος (9ο τμήμα περί ασφαλιστικής συμβάσεως, άρθρα 189-225) και ν.2496/1997 (Ασφαλιστικός Νόμος)

Στον Εμπορικό Νόμο υπήρχε ρητή αναφορά στην αντασφάλιση και, συγκεκριμένα, στο άρθρο 194 παρ. 1 προβλεπόταν ότι «ο ασφαλιστής δύναται να ασφαλίση παρ’ ετέρω τα υπ’ αυτού ασφαλισθέντα πράγματα».

Αντίθετα, στον ν.2496/1997 (ΑσφΝ) που κατήργησε το 9ο τμήμα του ΕμπΝ, δεν υπάρχει καμία αναφορά στην αντασφάλιση.

Η έλλειψη οιασδήποτε αναφοράς στον Ασφαλιστικό Νόμο που κατά κύριο λόγο ρυθμίζει την ασφαλιστική σύμβαση, έχει δώσει τροφή σε αμφισβητήσεις που αφορούν την νομική φύση της αντασφαλιστικής σύμβασης και στο κατά πόσο εφαρμόζεται ο Ασφαλιστικός Νόμος ή υπερισχύει το άρθρο 361 ΑΚ περί της ελευθερίας των συμβάσεων.

Γ          Ν.Δ. 400/1970 περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως

Στην αρχική του μορφή το ν.δ. 400/1970, το οποίο ίσχυσε μέχρι 31-12-2015 οπότε καταργήθηκε με τον ν.4364/2016, δεν περιείχε αναφορά στην αντασφάλιση.

Με το π.δ. 252/1996, το οποίο τροποποίησε το ν.δ. 400/1970, ενσωματώθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη Κοινοτικές Οδηγίες και προστέθηκαν διατάξεις με αναφορές σε αντασφαλιστικές αναλήψεις κινδύνου.

 Με τον νόμο 3746/2009 ενσωματώθηκε η Οδηγία 2005/68/ΕΚ που αφορούσε ειδικά στην αντασφάλιση και τροποποιήθηκε εκτενώς το ν.δ. 400/1970 με την εισαγωγή σε αυτό αναλυτικών ρυθμίσεων για την αντασφάλιση.

Δ         Ν.4364/2016 που ενσωμάτωσε την Οδηγία 2009/138/ΕΚ
(Φερεγγυότητα/ Solvency II)[8]

Με τον νόμο 4364/2016 η αντασφάλιση παίρνει νομοθετικά ισότιμη θέση με την ασφάλιση. Ήδη με το άρθρο 1 ορίζεται ότι ο νόμος αποσκοπεί στη θέσπιση κανόνων και τη ρύθμιση της ανάληψης και της άσκησης δραστηριοτήτων τόσο πρωτασφάλισης όσο και αντασφάλισης, καθώς και της εποπτείας αυτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο όρος που χρησιμοποιεί ο νόμος είναι «πρωτασφάλιση», αν και σε ορισμένα άρθρα χρησιμοποιείται ο όρος «ασφάλιση», ώστε να γίνεται διάκριση από την αντασφάλιση.

Αναζητώντας τις καινοτομίες του ν.4364/2016 σε σχέση με το καταργημένο ν.δ. 400/1970 ως προς την αντασφάλιση, αξίζει να σημειωθούν τα κατωτέρω

1          Ο κανόνας πλέον είναι οι κοινές διατάξεις για ασφάλιση και αντασφάλιση και για ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και, μόνο κατ’ εξαίρεση, χωριστές διατάξεις που αφορούν είτε μόνο την πρωτασφάλιση, όπως είναι οι σχετικές με τα θέματα της εξυγίανσης και εκκαθάρισης των επιχειρήσεων πρωτασφάλισης είτε μόνο την αντασφάλισηκαι τους αντασφαλιστές.

2          Προβλέπονται διατάξεις για αποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης κινδύνων και σύστημα εσωτερικού ελέγχου (Άρθρα 32-37)

3          Εισάγονται διατάξεις για Διαφάνεια και Δημόσια Πληροφόρηση (Άρθρα 38-41)

Συγκεκριμένα, με τον ν. 4364/2016, στα άρθρα 38-40, ρυθμίζεται για πρώτη φορά η υποχρέωση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών εταιριών να δημοσιοποιούν σε ετήσια βάση Έκθεση για την Φερεγγυότητα και Έκθεση για την χρηματοοικονομική τους κατάσταση την οποία υποβάλουν στην Εποπτική Αρχή (βάσει του υποδείγματος που περιέχεται στο Παράρτημα ΧΧ του Κανονισμού 35/2015)[9].

 Οι ως άνω εκθέσεις περιέχουν λεπτομερή αναφορά ιδίως στις δραστηριότητες και τις επιδόσεις της εταιρίας, στο σύστημα διακυβέρνησης, με αναλυτικές τεχνικές προβλέψεις στην κάθε κατηγορία κινδύνου ξεχωριστά, στη διαχείριση κεφαλαίων  και ειδικότερα του ύψους των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας και των ποσών της Κεφαλαιακής Απαίτησης Φερεγγυότητας και της Ελάχιστης Κεφαλαιακής Απαίτησης) στη βάση της αρχής της διαφάνειας κατά τρόπο σαφή, κατανοητό και αξιόπιστο.

Η υποχρέωση αυτή εισάγεται με τον ν.4364/2016 κατά τρόπο πλήρη και αναλυτικό για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη και αποτελούν Εκθέσεις που απευθύνονται στην Εποπτική Αρχή (γι’αυτό ονομάζονται Εποπτικές Εκθέσεις).

Κατά το προισχύσαν δίκαιο και συγκεκριμένα το άρθρο 5α του νδ 400/1970 (που παρέπεμπε, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 42α κν 2190/1920 για τις ΑΕ) υπήρχε υποχρέωση μόνο για ετήσιες οικονομικές καταστάσεις (οι οποίες, συγκεκριμένα, έπρεπε να περιέχουν τον ισολογισμό, το λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεων και τον πίνακα διαθέσεως αποτελεσμάτων  καθώς και τις καταστάσεις των λογαριασμών εκμεταλλεύσεων από ασφαλίσεις ζωής, αστικής ευθύνης από χερσαία ατυχήματα και  λοιπών ζημιών).

4          Προβλέπονται διατάξεις σχετικά με την κατάρτιση τεχνικών προβλέψεων για την αποτίμηση των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, τον προσδιορισμό, ταξινόμηση και επιλεξιμότητα των Ιδίων Κεφαλαίων καθώς και για τις απαιτήσεις Φερεγγυότητας (Άρθρα 50-100)

5          Προβλέπονται διατάξεις για τον εντοπισμό της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης και την άμεση ενημέρωση της Εποπτικής Αρχής (Άρθρο 107)

VΙ        ΠΗΓΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ αντεκχώρησης

1          Η εξέλιξη του δικαίου αναφορικά με το θεσμό της αντεκχώρησης συμβαδίζει με αυτή που αφορά στην αντασφάλιση.

Οι λιγοστές ρυθμίσεις που υπήρχαν στο ήδη καταργηθέν
 ν.δ. 400/1970 είχαν προστεθεί με το πδ 252/1996 και εν συνεχεία με το ν. 3746/2009.

2          Με το υφιστάμενο νομικό καθεστώς του νόμου 4364/2016 προβλέπονται ειδικές αν και λιγοστές διατάξεις για την αντεκχώρηση, όπως αυτές που αφορούν στην λήψη άδειας λειτουργίας της σχετικής επιχείρησης (άρθρο 16) και την εποπτεία στις συμβάσεις αντεκχώρησης (άρθρο 22).

VΙΙ       ΕΙΔΗ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ[10]

A         ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΕ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΑΝΑΛΗΨΗΣ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΗ

Με βάση τον τρόπο ανάληψης του αντασφαλιστικού κινδύνου, η αντασφάλιση χωρίζεται σε προαιρετική και υποχρεωτική ή συμβατική.

Για την αποφυγή σύγχυσης επισημαίνεται ότι ο όρος υποχρεωτική δεν συνδέεται με τυχόν πρόβλεψη στο νόμο, αλλά αφορά στην έννομη σχέση ασφαλιστή και αντασφαλιστή και, ειδικότερα, στην υποχρέωση ή όχι του αντασφαλιστή να αποδεχθεί τον κίνδυνο που προσφέρεται να του εκχωρήσει ο πρωτασφαλιστής.

1          Η προαιρετική αντασφάλιση (facultative coverage) είναι η παλαιότερη μέθοδος αντασφάλισης και αφορά μεμονωμένους κινδύνους (π.χ. μία συγκεκριμένη θαλάσσια μεταφορά ή ένα εργοστάσιο).

Ονομάζεται προαιρετική γιατί ο αντασφαλιστής δεν υποχρεούται να αποδεχθεί τον κίνδυνο που του προσφέρεται.

Τα έξοδα είναι μεγαλύτερα για τον πρωτασφαλιστή και απαιτείται συνήθως μεγάλη διαπραγμάτευση.

2          Η υποχρεωτική ή, άλλως, αντασφάλιση βάσει σύμβασηςπου έχει συναφθεί μεταξύ ασφαλιστή και αντασφαλιστή (obligatory or treaty reinsurance), καλύπτει μία κατηγορία κινδύνων για μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο (π.χ. όλα τα ασφαλιστήρια αυτοκινήτων του πρωτασφαλιστή για μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο).

Ονομάζεται υποχρεωτική γιατί ο αντασφαλιστής υποχρεούται να δεχθεί την αντασφάλιση όλων των κινδύνων που περιλαμβάνονται στους όρους της σύμβασης. Κατά τον τρόπο αυτό ο πρωτασφαλιστής γνωρίζει εκ των προτέρων ότι τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που θα συνάψει θα καλυφθούν από τον αντασφαλιστή με βάση τους όρους της σύμβασης που έχουν υπογράψει.

 ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ (ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ) ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ      

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: ΕΙΔΗ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ (ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ) ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

B        ΔΙΑΚΡΙΣΗ Συμβατικής (υποχρεωτικής) αντασφάλισης ΜΕ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΩΤΑΣΦΑΛΙΣΤΗ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΗ

1          ΕΙΔΗ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ (ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ) ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Η δεύτερη βασική διάκριση, αυτή τη φορά στα πλαίσια της συμβατικής (υποχρεωτικής) αντασφάλισης, γίνεται με κριτήριο την κατανομή υποχρεώσεων και ασφαλίστρων μεταξύ πρωτασφαλιστή και αντασφαλιστή[11].

       Υπάρχει η αναλογική αντασφάλιση (proportional) όταν η ευθύνη κατανέμεται με βάση τα ποσά του κεφαλαίου που είναι ασφαλισμένα και για το λόγο αυτό ο κίνδυνος, τα ασφάλιστρα και οι ζημίες κατανέμονται μεταξύ πρωτασφαλιστή και αντασφαλιστή βάσει συμφωνημένου ποσοστού.

Επίσης, υπάρχει η μη-αναλογική αντασφάλιση (nonproportional) όταν η ευθύνη κατανέμεται με βάση τις ζημίες και όχι τα ασφαλισμένα ποσά και το ποσοστό της εκχωρούμενης ευθύνης δεν αντιστοιχεί στο ποσοστό του πρωτασφαλίστρου, αλλά λαμβάνονται υπόψη οι ζημίες που πραγματοποιούνται.

Με την αναλογική αντασφάλιση επιτυγχάνεται η διασπορά του κινδύνου και η κατ’ αναλογία ελάττωση του κινδύνου που διακρατεί ο ασφαλιστής.

Η αναλογική αντασφάλιση δεν είναι αποτελεσματική για τον ασφαλιστή σε περιπτώσεις πολύ μεγάλων κινδύνων, όπως στην κάλυψη αστικής ευθύνης, σε περίπτωση επέλευσης αυτών. Στις περιπτώσεις αυτές προτιμάται η μη-αναλογική αντασφάλιση.

2          ΕΙΔΗ ΑΝΑΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ (ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ) ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Η αναλογική αντασφάλιση, όπως φαίνεται και στον συνοδευτικό πίνακα ΙΙ, διακρίνεται περαιτέρω σε αναλογική σταθερού ποσοστού και αναλογική υπερβάλλοντος ποσού.

       Στην αναλογική αντασφάλιση σταθερού ποσοστού ή, άλλως, ποσοστιαίας εκχώρησης (Quota Share) ο ασφαλιστής εκχωρεί συγκεκριμένο ποσοστό επί του ασφαλισμένου ποσού και αντίστοιχα του κινδύνου που αυτό συνεπάγεται, των ασφαλίστρων και των ζημιών στον αντασφαλιστή.

Έστω, ως παράδειγμα, ότι το ασφαλισμένο ποσό είναι 100.000 € με ασφάλιστρα (στο 1% του ασφαλισμένου ποσού) 1000 € και έστω ότι οι ζημίες που τυχόν προκαλούνται και καλύπτονται από το συμβόλαιο είναι δύο στον αριθμό, ποσού 5.000 και 50.000 €.

Αν το ποσοστό εκχώρησης είναι 20% τότε ο αντασφαλιστής αναλαμβάνει κίνδυνο για ασφαλισμένο ποσό 20.000 € λαμβάνει ασφάλιστρα 200 € και υποχρεούται να συμμετάσχει στις ζημίες με ποσό 1.000 και 10.000 € αντίστοιχα.

Με άλλα λόγια,

(i)        ο αντασφαλιστής καλύπτει αναλογικά ένα τμήμα του κινδύνου ,

(ii)       στον αντασφαλιστή αποδίδεται η ίδια αναλογία ασφαλίστρου που λαμβάνεται από τον ασφαλισμένο,

(iii)      ο αντασφαλιστής αποδίδει στον ασφαλιστή για κάθε ζημία το αντίστοιχο ποσοστό επί του ποσού της ζημίας.

Συνήθως, στις αναλογικές αντασφαλίσεις υπάρχει μέγιστο όριο ευθύνης του αντασφαλιστή, πάνω από το οποίο η ασφαλιστική εταιρία εφόσον επιθυμεί κάλυψη με αντασφάλιση οφείλει να προσφύγει στην προαιρετική αντασφάλιση.

Αναφερόμενοι στα πλεονεκτήματα της αναλογικής αντασφάλισης, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι είναι αποτελεσματική για μικρού μεγέθους ασφαλιστές και χρησιμοποιείται κυρίως στους κλάδους ζωής και μεταφορών, ενώ έχει το μειονέκτημα ότι είναι ακριβή ως προς το κόστος της.

       Στη δεύτερη περίπτωση αναλογικής αντασφάλισης, δηλαδή στην περίπτωση της πλεονάζουσας ή υπερβάλλοντος ποσού αντασφάλισης (surplus), ο αντασφαλιστής καλύπτει ποσό ζημίας πάνω από το ποσό ευθύνης που διακρατεί ο ασφαλιστής και ορίζεται ένα μέγιστο όριο ευθύνης του αντασφαλιστή.

Στην ασφάλιση αυτή, το ποσό που καλύπτει ο αντασφαλιστής εκφράζεται ως πολλαπλάσιο του ποσού ιδίας κράτησης του αντασφαλισμένου πρωτασφαλιστή (το οποίο ονομάζεται line).

Έστω, για παράδειγμα, ότι το ασφαλισμένο ποσό είναι 100.000 € με ασφάλιστρα (στο 1% του ασφαλισμένου ποσού) 1.000 € και έστω ότι οι ζημίες που τυχόν προκαλούνται και καλύπτονται από το συμβόλαιο είναι δύο στον αριθμό, ποσού 5.000 και 50.000 €.

Εφόσον έχουμε πλεονάζουσα αντασφάλιση six line με τον πρωτασφαλιστή να παρακρατά το ποσό των 10.000 € (ιδία κράτηση-line), τότε ο ασφαλιστής καλύπτει το ποσό μέχρι 10.000 €, ο αντασφαλιστής τις επόμενες έξι (6) γραμμές (six line), δηλαδή για ένα ασφαλισμένο ποσό 60.000 € και τα ποσά που ξεπερνούν τις (10.000 + 60.000=) 70.000 € υποχρεούται να τα καλύψει ο ασφαλιστής.

Άρα στο παράδειγμά μας με ασφαλισμένο ποσό 100.000 € το ποσοστό εκχώρησης του κινδύνου στον αντασφαλιστή είναι 60% και αντίστοιχα 60% είναι, στην προκειμένη περίπτωση, και το ποσοστό του εκχωρούμενου ασφαλίστρου και η συμμετοχή του στη ζημία των 5.000 € είναι 0, στη δε ζημία των 50.000 € είναι 40.000 €.

(i)        Επισημαίνεται ότι πολλές φορές στην ασφαλιστική πρακτική συνδυάζεται η αντασφάλιση σταθερού ποσοστού με την πλεονάζουσα αντασφάλιση για την καλύτερη διασφάλιση του πρωτασφαλιστή.

(ii) Στα πλεονεκτήματα της πλεονάζουσας αντασφάλισης (surplus), συμπεριλαμβάνεται η δυνατότητα του πρωτασφαλιστή να επιλέξει τους κινδύνους που θα αντασφαλίσει, εξοικονομώντας αντασφάλιστρα για τους κινδύνους που δεν θεωρηθεί ριψοκίνδυνο να αποδέχεται εξ ολοκλήρου.

Η πλεονάζουσα αντασφάλιση επιτρέπει στον πρωτασφαλιστή να αναλάβει μεγαλύτερους κινδύνους σε σχέση με την αντασφάλιση σταθερού ποσοστού (quota share). Επίσης η πλεονάζουσα αντασφάλιση είναι κατάλληλη για την κάλυψη μεγάλων ζημιών, όπως αυτές σε πλοία ή αεροσκάφη (διευκρινίζεται ότι αναφερόμαστε σε ζημίες του ίδιου του σκάφους και όχι εκ της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία του), δεν είναι όμως κατάλληλη  σε περιπτώσεις αστικής ευθύνης από συσσώρευση πολλών ζημιών από το ίδιο και το αυτό γεγονός.

3          ΕΙΔΗ ΜΗ-ΑΝΑΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ (ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ) ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Προκειμένου να αντιμετωπιστούν μεγάλοι κίνδυνοι κυρίως από αστική ευθύνη, χρησιμοποιούνται μη-αναλογικές αντασφαλίσεις (non-proportional) που αποτελούν εξελιγμένη μορφή αντασφαλιστικής σύμβασης.

Ενώ στις αναλογικές συμβάσεις αντασφάλισης εκχωρείται εξαρχής στον αντασφαλιστή ασφαλισμένο κεφάλαιο, ασφάλιστρα και ζημίες με βάση κάποιο ποσοστό, στις μη-αναλογικές συμβάσεις ο ασφαλιστής

(i)        εκχωρεί μόνο τη ζημία πάνω από έναν συγκεκριμένο επίπεδο (layer) και ως ένα συγκεκριμένο ανώτατο όριο

(ii)       και το αντασφάλιστρο ορίζεται ως μία αναλογία επί του χαρτοφυλακίου που αντασφαλίζεται και όχι επί του ασφαλισμένου ποσού.

3α       Συμβάσεις υπερβάλλουσας ζημίας (excess of loss)

3α.1   Στην απλή σύμβαση υπερβάλλουσας ζημίας, η οποία αφορά μεγάλες ζημίες από μεμονωμένους κινδύνους, ο ασφαλιστής διακρατεί ένα επίπεδο ιδίας ευθύνης (το οποίο ονομάζεται και «προτεραιότητα») και αγοράζει από αντασφαλιστή ή αντασφαλιστές διάφορα επίπεδα κάλυψης (layers) πάνω από αυτό. Κάθε ένα επίπεδο κάλυψης μπορεί να είναι διαφορετικό ποσοτικά από τα άλλα (για παράδειγμα layer 10.000 €, layer 50.000 €).

3α.2   Στη σωρευτική σύμβαση υπερβάλλουσας ζημίας ή αλλιώς σύμβαση υπερβάλλουσας ζημίας σε σύνολο ζημιών (Aggregate Excess of Loss) όλες οι ζημίες οι προερχόμενες από μοναδικό γεγονός, λαμβάνονται ως σύνολο[12].

Με τον τρόπο αυτό, ο ασφαλιστής επιδιώκει να αντιμετωπίσει συναθροισμένες ζημίες από το ίδιο μοναδικό γεγονός (π.χ. πολλαπλή σύγκρουση οχημάτων, έκρηξη κλπ.) που χωρίς αυτού του είδους την αντασφάλιση θα όφειλε να αντιμετωπίσει ο ίδιος, καθώς θα ενέπιπταν, κατά κύριο λόγο, στο επίπεδο ιδίας κράτησης («προτεραιότητα»).

Με τη σωρευτική αντασφάλιση όλες αυτές οι ζημίες συναθροίζονται σε ένα σύνολο και ο αντασφαλιστής καλύπτει τις ζημίες που εμπίπτουν στο δικό του επίπεδο κάλυψης.

3α.3   Ειδικότερη μορφή σωρευτικής σύμβασης υπερβάλλουσας ζημίας είναι οι λεγόμενες καταστροφικές συμβάσεις ή αλλιώς καταστροφική αντασφάλιση υπερβάλλουσας ζημίας (catastrophe excess of loss) που αφορούν ασφαλίσιμους κινδύνους, όπως ο σεισμός, η πλημμύρα, ο τυφώνας κλπ., η δε επέλευσή τους καταλαμβάνει ταυτόχρονα πολλά ασφαλιστήρια συμβόλαια.

Συχνά στις συμβάσεις αυτές τίθεται ρήτρα χρονικής ή τοπικής περιόδου ώστε να τεθεί όριο στην ευθύνη του αντασφαλιστή.

3β       Συμβάσεις υπερβάλλουσας απώλειας (stop loss treaty)

Οι συμβάσεις υπερβάλλουσας απώλειας μοιάζουν με τις σωρευτικές συμβάσεις υπερβάλλουσας ζημίας, πλην όμως δεν αφορούν ένα μεμονωμένο γεγονός αλλά τις ζημίες από όλα τα ασφαλιστήρια ενός κλάδου ασφάλισης μέσα σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο, συνήθως ενός έτους. Αν οι συνολικές ζημίες μέσα στη χρονική αυτή περίοδο υπερβαίνουν το επίπεδο ιδίας κράτησης του ασφαλιστή («προτεραιότητα»), τότε ενεργοποιείται η ευθύνη του αντασφαλιστή.

Συνήθως, ο πρωτασφαλιστής συνεχίζει να συμμετέχει και αυτός με μικρό ποσοστό στις αποζημιώσεις και πάνω από το επίπεδο ιδίας κράτησής του.

Σκοπός της αντασφάλισης είναι η προστασία του ετήσιου αποτελέσματος ενός χαρτοφυλακίου ή ενός κλάδου ασφάλισης ενός ασφαλιστή είτε από υψηλές ζημίες είτε από υψηλά ασφάλιστρα.

Η αντασφάλιση αυτή χρησιμοποιείται για κάλυψη συνήθως χαρτοφυλακίου περιουσίας και όχι γενικής αστικής ευθύνης.

VIII      Νομική φύση της αντασφαλιστικής σύμβασης[13]

1          Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, η σύμβαση αντασφάλισης είναι γνήσια ασφαλιστική σύμβαση. Η διαπίστωση αυτή έχει σημασία καθώς στην περίπτωση αυτή είναι επιτρεπτή η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του Ασφαλιστικού Νόμου, ακόμη και του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου και του Κώδικα Αεροπορικού Δικαίου, γεγονός που πράγματι οδηγεί σε ασφάλεια δικαίου. Αντίθετη άποψη, ερειδόμενη στην απουσία στον Ασφαλιστικό Νόμο οιασδήποτε αναφοράς στην αντασφάλιση, υποστηρίζει την εφαρμογή του άρθρου 361 ΑΚ περί της ελευθερίας των συμβάσεων.

2          Ο πρωτασφαλιστής στερείται της προστασίας του νόμου για τον καταναλωτή. Δεδομένου ότι η αντασφάλιση συνιστά εμπορική ασφάλιση, οι διατάξεις του ασφαλιστικού νόμου για την προστασία του πρωτασφαλιστή ως αντασφαλιζόμενου στην σύμβαση αντασφάλισης, δεν είναι αναγκαστικού δικαίου, κατά παρέκκλιση από τον κανόνα του άρθρου 33 παρ.1 ν.2496/1997, καθώς πρόκειται για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων (βλ. άρθρο 7 παρ. 6  ν. 2496/1997). Όπως έχει δεχθεί ο Άρειος Πάγος[14], όταν πρόκειται για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων, τότε η ανάγκη προστατευτικής παρέμβασης υπέρ του ασφαλισμένου καταναλωτή ελλείπει, καθώς θεωρητικά υπάρχει διαπραγματευτική ισοδυναμία των μερών και μικρότερος κίνδυνος φαλκίδευσης της βούλησής τους .

3          Διχογνωμίες υπάρχουν αν πρόκειται για ασφάλιση ζημίας ενεργητικού (Κιάντος, Η θαλάσσια ασφάλισις του φορτίου) ή ασφάλιση ζημίας παθητικού (Αργυριάδης) προφανώς λόγω της ποικιλίας των κινδύνων που αντασφαλιστικά καλύπτονται.

4α       Στην περίπτωση της προαιρετικής αντασφάλισης, η σύμβαση αντασφάλισης ακολουθεί την τύχη της κύριας ασφάλισης (as per original policy) – πρόκειται για εξαρτημένη σύμβαση και ο αντασφαλιστής ακολουθεί τους όρους του ασφαλιστηρίου και τον διακανονισμό του πρωτασφαλιστή (follow the settlement).

4β       Στην περίπτωση της συμβατικής αντασφάλισης, η αντασφαλιστική σύμβαση είναι νομικά και οικονομικά ανεξάρτητη από την κύρια ασφάλιση, γι’αυτό και συχνά ο αντασφαλιστής επιδιώκει να περιορίσει με ειδικές ρήτρες και όρους το περιεχόμενο της πρωτασφάλισης, καθώς και το χειρισμό των ζημιών και των απαιτήσεων τρίτου (Claims control clause).

ΙΧ      Αντασφαλιστική δραστηριότητα στην Ελλάδα

Α         ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΕΣ

Τα οφέλη που λαμβάνει κάθε ασφαλιστική εταιρεία από τις αντασφαλιστικές συμβάσεις που έχει συνάψει αναγνωρίζονται ως στοιχεία ενεργητικού.

1          Οι απαιτήσεις από αντασφαλιστές διακρίνονται σε

α         ανακτήσιμα ποσά από αντασφαλίσεις (άρθρο 62 ν. 4364/2016), δηλαδή η αναλογία κάλυψης από τους αντασφαλιστές σε ασφαλιστικές τεχνικές προβλέψεις (άρθρα 51-61 ν.4364/2016).

Τα ανακτήσιμα ποσά από αντασφαλιστές ισούνται με την παρούσα αξία των μελλοντικών ανακτήσιμων ταμειακών ροών που αντιστοιχούν στην  αναλογία των αντασφαλιστών στις εκκρεμείς αποζημιώσεις σύμφωνα με τις αντασφαλιστικές συμβάσεις. Ο υπολογισμός των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις ακολουθεί τις ίδιες αρχές και την ίδια μεθοδολογία όπως παρουσιάζεται στην ενότητα για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων.

β          (λοιπές) αντασφαλιστικές απαιτήσεις που περιλαμβάνουν τις απαιτήσεις της εταιρείας έναντι των αντασφαλιστών από την κίνηση τρέχοντος λογαριασμού εξαιρουμένων των τεχνικών προβλέψεων. Με άλλα λόγια, είναι οι απαιτήσεις από αντασφαλιστές που συνδέονται με διακανονισθείσες αποζημιώσεις αντισυμβαλλομένων ή τρίτων δικαιούχων.

γ          Πλέον των αντασφαλιστικών απαιτήσεων, υπάρχουν τα καταβληθέντα εντός της χρήσης ποσά από αντασφαλιστές που αφορούν καταβληθείσες αποζημιώσεις.

 Απαιτήσεις από αντασφαλιστές  
Τεχνικές ασφαλιστικές προβλέψεις για εκκρεμείς ζημίεςΑνακτήσιμα ποσά Αναφέρονται στην έκθεση Φερεγγυότητας(Ενεργητικό)
Διακανονισθείσες ζημίες(λοιπές)αντασφαλιστικές απαιτήσεις πέραν των τεχνικών προβλέψεων Αναφέρονται και στην έκθεση φερεγγυότητας και στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις (Ενεργητικό)
Καταβληθείσες αποζημιώσεις Καταβληθείσα αναλογία από αντασφαλιστέςΑναφέρονται στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις (βρίσκονται στα στοιχεία Παθητικού έχοντας αφαιρεθεί από τις καταβληθείσες αποζημιώσεις)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: ΕΙΔΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΗ

2          Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία που αφορά απαιτήσεις από αντασφαλιστικές δραστηριότητες, η οποία στις ετήσιες οικονομικές εκθέσεις αναφέρεται ως καταθέσεις προς αντασφαλιζόμενους.

Πρόκειται για απαιτήσεις που έχει η εταιρία ως αντασφαλίστρια (και όχι ως αντασφαλιζόμενη) στα αποθέματα των αντασφαλιζόμενων σε αυτήν, το οποίο παρακρατείται συμβατικά από τους αντασφαλιζόμενους και συνιστά απαιτήσεις της εταιρίας έναντι αυτών.

Παρότι στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις επίσημες καταστάσεις της ΤτΕ, δεν υπάρχουν αμιγώς αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ωστόσο υπάρχουν ασφαλιστικές εταιρίες που ασκούν, έστω και περιορισμένα, αντασφαλιστική δραστηριότητα[15].

Β         ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

Τα συγκεντρωτικά στοιχεία που αφορούν το ενεργητικό και παθητικό και γενικά τα πεπραγμένα των ασφαλιστικών εταιρών δημοσιεύονται

1          στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος/Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης ως Εποπτικής Αρχής και, συγκεκριμένα, δημοσιεύονται ως πίνακας συγκεντρωτικών στατιστικών δεδομένων κατ’ επιταγή του άρθρου 21 του ν. 4364/2016 [16]και

2          σε Δελτία Τύπου από το Κέντρο Ενημέρωσης της ΤτΕ.

Γ          ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΑΛΥΨΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΑ ΕΤΗ 2016-2017

ΠΙΝΑΚΑΣ IV:  ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΑΛΥΨΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΑ ΕΤΗ 2016-2017 [17]

Στον συνοδευτικό Πίνακα IV που αφορά στην αντασφαλιστική κάλυψη της ασφαλιστικής δραστηριότητας στην Ελλάδα για τα έτη 2016-2017, φαίνονται τα ανακτήσιμα ποσά από αντασφαλίσεις και οι λοιπές αντασφαλιστικές απαιτήσεις όλων των εποπτευόμενων από την ΤτΕ ασφαλιστικών εταιρειών, όπως αυτά δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα της ΤτΕ/ Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης.

Όπως φαίνεται στον πίνακα αυτόν, μεταξύ άλλων, στις 31.12.2017 τα ανακτήσιμα ποσά για όλες τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ανέρχονταν συνολικά σε 408,39 εκ. ΕΥΡΩ (εκ των οποίων  92,3 εκ. ΕΥΡΩ για τις επιχειρήσεις ασφάλειας ζημιών και 298,78 εκ. ΕΥΡΩ για τις επιχειρήσεις ασφάλειας ζωής και ζημιών).

Το συνολικό ποσό των ανακτήσιμων ποσών για όλες τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις αυξήθηκε στις 31.12.2018, σε 454 εκ. ευρώ, όπως προκύπτει από το Δελτίο Τύπου ΤτΕ της 3/6/2019 για τα Στατιστικά Στοιχεία Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων[18].

Αντίστοιχα, οι αντασφαλιστικές απαιτήσεις όλων των εποπτευόμενων από την ΤτΕ ασφαλιστικών εταιρειών ανέρχονταν σε 70,36 εκ. ΕΥΡΩ στις 31-12-2017.

Δ         Αντασφαλιστική κάλυψη ασφαλιστικών εταιρειών ΣΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ εκ τροχαιων ατυχηματων

  1. ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΈΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

Όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, μία από τις καινοτομίες του ν.4364/2016 είναι η διαφάνεια και δημοσιότητα των στοιχείων των ασφαλιστικών εταιρειών, καθώς και η κεφαλαιακή θωράκιση των επιχειρήσεων μέσω σύγχρονων κανόνων αποτίμησης, προκειμένου να περιοριστεί η πιθανότητα πτώχευσής τους.

Σε εκπλήρωση αυτών, πλέον των υποχρεώσεων δημοσιότητας που αφορούν την Εποπτική Αρχή κατ’ άρθρο 21 ν. 4364/2016, οι ασφαλιστικές εταιρείες υποχρεούνται, κατ’ άρθρο 38 περί δημόσιας πληροφόρησης, να δημοσιοποιούν σε ετήσια βάση Έκθεση Φερεγγυότητας και Χρηματοοικονομικής κατάστασης.

Η έκθεση αυτή δημοσιεύεται παράλληλα και ανεξάρτητα των Ετήσιων (Χρηματο)Οικονομικών Καταστάσεων (ή Εκθέσεων) που συντάσσουν σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς (ΔΠΧΑ). 

Η Έκθεση Φερεγγυότητας έχει σκοπό να παρουσιάσει όχι απλά την δραστηριότητα και τα πεπραγμένα της εταιρείας, όπως η Ετήσια Οικονομική Κατάσταση, αλλά επίσης, το προφίλ κινδύνου, την ποιοτική σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων, τις κεφαλαιακές απαιτήσεις της εταιρείας, καθώς και τους δείκτες κάλυψής τους.

Οι εκθέσεις αυτές είναι διαθέσιμες στην ιστοσελίδα κάθε εταιρείας.

2          ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΗ ΣΤΙΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΚ ΤΡΟΧΑΙΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ

Με βάση τις εκθέσεις αυτές, διαπιστώνεται μεγάλη και αυξανόμενη κάλυψη από αντασφαλιστές των ασφαλιστικών εταιρειών στον κλάδο αυτοκινήτου.

Επίσης, παρατηρείται μεγάλη διαφοροποίηση ανά εταιρεία τόσο στο είδος της αντασφάλισης που ακολουθείται όσο και στο ποσοστό συμμετοχής του αντασφαλιστή στον ασφαλιστικό κίνδυνο και στις αποζημιώσεις, καθώς υπάρχουν εταιρείες που η αντασφαλιστική κάλυψη φτάνει και υπερβαίνει το 50% των καταβληθεισών αποζημιώσεων και των ανακτήσιμων ποσών (βλ. Πίνακα V), αλλά και εταιρείες που η αντασφαλιστική κάλυψη παραμένει σε χαμηλότερα ποσοστά. 

Πηγή: Εκθέσεις Φερεγγυότητας και ΕΚΧ Ασφαλιστικών Εταιρειών (άρθρο 38 ν.4364/2016)

ΠΙΝΑΚΑΣ V: ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΛΥΨΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΚ ΤΡΟΧΑΙΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΤΟ ΕΤΟΣ 2017[19]

3        Είδη αντασφάλισης στον κλάδο αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων

Από τις δημοσιευόμενες Ετήσιες Εκθέσεις Φερεγγυότητας του έτους 2018 προκύπτει μεγάλη διαφοροποίηση ανά εταιρεία στο είδος της αντασφάλισης που ακολουθείται για αντασφαλιστική κάλυψη αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων.

Από την επισκόπηση των Ετήσιων Εκθέσεων Φερεγγυότητας 2017-2018 και των Εκθέσεων Χρηματοοικονομικής Κατάστασης του 2017 που έχουν δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα των ασφαλιστικών εταιρειών, προκύπτει ότι υπάρχουν περιπτώσεις:

α         προαιρετικής αντασφάλισης σε περίπτωση υπέρβασης από την ασφαλιστική εταιρεία του ορισθέντος από αυτήν μέγιστου ορίου ασφάλισης ανά ασφαλισμένο κίνδυνο[20]

β          συμβατικής αναλογικής αντασφάλισης σταθερού ποσού (QuotaShare)[21]

γ          συμβατικής μη-αναλογικής αντασφάλισης υπερβάλλουσας ζημίας (Excess of loss)[22]

δ          μη-αναλογικής καταστροφικής σύμβασης (Catastrophe Excess of loss) [23]

ε          συμβατικής μη-αναλογικής αντασφάλισης υπερβάλλουσας απώλειας για μέρος του χαρτοφυλακίου [24]

Συμπερασματικά, στις περιπτώσεις κάλυψης αστικής ευθύνης από τροχαία ατυχήματα, χρησιμοποιούνται λιγότερο οι αναλογικές υποχρεωτικές συμβάσεις και περισσότερο οι συμβάσεις υπερβάλλουσας ζημίας, είτε οι απλές είτε οι σωρευτικές, οι οποίες αποτελούν είδος μη-αναλογικής συμβατικής (υποχρεωτικής) αντασφάλισης. Επίσης, χρησιμοποιούνται οι μη-αναλογικές υποχρεωτικές συμβάσεις υπερβάλλουσας απώλειας (stop loss treaty) όταν κύριος σκοπός είναι η προστασία του ετήσιου αποτελέσματος του σχετικού χαρτοφυλακίου.

Χ         ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΠΑΘΟΝΤΩΝ ΣΕ ΤΡΟΧΑΙΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ

Α         Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Μετά το ν.4364/2016 και την αυξημένη δημοσιότητα που καθιέρωσε, κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι δεν γνωρίζει πλέον τον θεσμό της αντασφάλισης και κανείς δεν μπορεί να υποτιμήσει τον ρόλο της στην ασφαλιστική αγορά και ειδικά στον κλάδο ασφάλισης αστικής ευθύνης από τροχαία ατυχήματα.

  • Ο αντασφαλιστής είναι πλέον ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές της ασφαλιστικής αγοράς.
  • Με το ν.4364/2016 (Solvency II) αναγνωρίζεται η σημασία του θεσμού για τη φερεγγυότητα της ασφαλιστικής αγοράς, ρυθμίζεται πλέον διεξοδικά η αντασφάλιση και λαμβάνει ο θεσμός αυξημένη δημοσιότητα στα πλαίσια των Εκθέσεων Φερεγγυότητας των ασφαλιστικών εταιρειών.
  • Παρατηρείται διαρκώς αυξανόμενη κάλυψη των ασφαλιστικών εταιρειών από αντασφαλιστές στον κλάδο ζημιών από τροχαία ατυχήματα, αλλά και μεγάλη διαφοροποίηση ανά εταιρεία τόσο στο είδος της αντασφάλισης που ακολουθείται όσο και στο ποσοστό συμμετοχής του αντασφαλιστή στον ασφαλιστικό κίνδυνο και στις αποζημιώσεις.
  • Η αντασφάλιση έχει μεγάλη σημασία στην ελληνική ασφαλιστική αγορά, αλλά και ειδικότερα στην κάλυψη αστικής ευθύνης από τροχαία ατυχήματα και στην αποζημίωση των θυμάτων.

Β         ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΑΘΟΝΤΩΝ

1       Η αντασφάλιση στηρίζει και ενισχύει τον θεσμό της υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων

Κατά τα γνωστά, το θύμα τροχαίου ατυχήματος αντλεί αμέσως δικαιώματα εκ της ασφαλιστικής σύμβασης που καλύπτει την αστική ευθύνη του υπαίτιου οδηγού, καθώς ο νόμος καθιερώνει ίδια ευθεία αξίωση του παθόντα του ασφαλιστή (10 παρ.1 π.δ. 489/1976).

Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με τη σύμβαση ασφάλισης, ο παθών δεν αντλεί άμεσα δικαιώματα από την σύμβαση αντασφάλισης.

 Είναι ωστόσο αδιαμφισβήτητο ότι η αντασφάλιση στηρίζει και ενισχύει τον θεσμό της υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων, ο οποίος διαρθρώνεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε ο ασφαλιστής, όποτε και στον βαθμό που το χρειάζεται, να μπορεί να στηρίζεται στον αντασφαλιστή προκειμένου να ανταπεξέλθει στις εκ του νόμου υποχρεώσεις του για αποζημιωτική κάλυψη των θυμάτων.

2          Η σημασία της αντασφάλισης για την υψηλότερη δυνατότητα ασφαλιστικής κάλυψης του πρωτασφαλιστή

Η σύνδεση ασφάλισης και αντασφάλισης εξηγεί και την αυξητική τάση στα ελάχιστα ποσά ασφαλιστικής κάλυψης των θυμάτων, τα οποία  προέβλεψε η Οδηγία 2005/14/ΕΚ «ώστε να βελτιωθεί η προστασία των θυμάτων (…) και να καταβάλλεται πλήρης και δίκαιη αποζημίωση σε όλα τα θύματα που έχουν υποστεί πολύ σοβαρές βλάβες», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Σκέψη 10 της Οδηγίας. Τα ποσά αυτά που θεσμοθέτησε ο κοινοτικός νομοθέτης ενσωματώθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη με το άρθρο 33 παρ. 2 νόμου 3746/2009 τροποποιώντας αντίστοιχα το άρθρο 6 παρ. 5 π.δ. 237/1986.

Τη σημασία της αντασφάλισης για την υψηλότερη δυνατότητα ασφαλιστικής κάλυψης του πρωτασφαλιστή υιοθετεί ρητά ο κοινοτικός νομοθέτης, ο οποίος θεωρεί την αντασφάλιση καθοριστικό παράγοντα της όλης δομής του ασφαλιστικού συστήματος. Στην Σκέψη 4 της Οδηγίας 2005/68/ΕΚ σχετικά με τις αντασφαλίσεις, η οποία υιοθετήθηκε την ίδια χρονιά με την ανωτέρω Οδηγία 2005/14/ΕΚ που θέσπισε υψηλά ελάχιστα ποσά ασφαλιστικής κάλυψης των θυμάτων, ρητά αναφέρεται ότι

«Η αντασφάλιση αποτελεί μείζονα οικονομική δραστηριότητα, διότι επιτρέπει στις επιχειρήσεις πρωτασφάλισης, μέσω της διευκόλυνσης της ευρύτερης διασποράς των κινδύνων σε παγκόσμιο επίπεδο, να διαθέτουν υψηλότερη δυνατότητα ασφαλιστικής κάλυψης κατά την άσκηση των ασφαλιστικών τους δραστηριοτήτων και να παρέχουν την κάλυψη αυτή, καθώς και να μειώνουν το κόστος κεφαλαίου τους.»

3          Κύριος στόχος της ασφάλισης και της αντασφάλισης και του καθεστώτος φερεγγυότητας είναι η προστασία των δικαιούχων

Με την Οδηγία 2009/138/ΕΚ σχετικά με την ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ / Solvency II) η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το νόμο 4364/2016, ο ασφαλιστικός και αντασφαλιστικός κλάδος αντιμετωπίζονται πλέον ενιαία και εποπτεύονται ενιαία.

Το δε σημαντικότερο είναι ότι, χωρίς να υποτιμάται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, διακηρύσσεταιότι κύριος στόχος της ασφάλισης και αντασφάλισης και του καθεστώτος φερεγγυότητας, το οποίο εισάγει η Κοινοτική Οδηγία Solvency II και προβλέπει αυξημένη ρύθμιση και εποπτεία του ασφαλιστικού και αντασφαλιστικού κλάδου, είναι η προστασία των αντισυμβαλλομένων και των δικαιούχων.

Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, στις Σκέψεις 16 και 17 της Οδηγίας ρητά αναφέρεται ότι

«(16) Ο ΚΥΡΙΟΣ ΣΤΟΧΟΣ της ρύθμισης και της εποπτείας του ασφαλιστικού και αντασφαλιστικού κλάδου είναι Η ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ. Ο όρος “δικαιούχος” καλύπτει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει κάποιο δικαίωμα στο πλαίσιο ασφαλιστικής σύμβασης. Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και η παγίωση δίκαιων και σταθερών αγορών αποτελούν περαιτέρω στόχους της ρύθμισης και της εποπτείας του ασφαλιστικού και αντασφαλιστικού κλάδου, οι οποίοι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ΧΩΡΙΣ ΟΜΩΣ ΝΑ ΥΠΟΝΟΜΕΥΟΥΝ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΣΤΟΧΟ.

(17) Το νέο καθεστώς φερεγγυότητας της παρούσας οδηγίας αναμένεται να επιφέρει ακόμη μεγαλύτερη προστασία των αντισυμβαλλομένων. Θα επιβάλει στα κράτη μέλη να μεριμνήσουν για την ύπαρξη αρχών εποπτείας οι οποίες θα διαθέτουν τα μέσα για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. (…)».

4          Η ενισχυμένη θεσμικά παρουσία του αντασφαλιστή υπηρετεί τον νομοθετικό σκοπό της δίκαιης και πλήρους αποζημίωσης των παθόντων

Ενόψει των θεσμικών αυτών αλλαγών, των νομοθετικών προτεραιοτήτων  και της ζωτικής σημασίας τής αντασφάλισης στον ευρύτερο χώρο της ασφαλιστικής αγοράς, η επίκληση της ανάγκης εξασφάλισης της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων δεν μπορεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο να αποτελέσει πειστικό δικαιολογητικό λόγο περιορισμού των αποζημιωτικών δικαιωμάτων των θυμάτων. Αντίθετα, θα αποτελούσε παραβίαση και του γράμματος του νόμου και του πνεύματος του κοινοτικού και εγχώριου νομοθέτη που ανάγει ρητά την προστασία του δικαιούχου της αποζημίωσης στον κύριο στόχο της ασφάλισης.

Η ενισχυμένη θεσμικά παρουσία του αντασφαλιστή στην ασφαλιστική αγορά υπηρετεί το νομοθετικό σκοπό της υποχρεωτικής ασφάλισης αστικής ευθύνης εκ τροχαίων ατυχημάτων που συνίσταται όχι απλά στην δυνατότητα υψηλής ασφαλιστικής κάλυψης των θυμάτων από τον (πρωτ)ασφαλιστή, αλλά στην πραγματική παροχή της κάλυψης αυτής ώστε να επιτυγχάνεται δίκαιη και πλήρης αποζημιωτική κάλυψη των παθόντων χωρίς καμία έκπτωση στα δικαιώματά τους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Αθανασιάδης Γ., Η Βασική Λειτουργία της Αντασφαλιστικής Σύμβασης, Αρμενόπουλος 2012.1377.
  • Λυκοτραφίτη Ε., Μέθοδοι Οικονομικής Αντασφάλισης: Ο Σχεδιασμός και η Τιμολόγηση Αντασφαλιστικών Συμβολαίων, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Στατιστικής και Ασφαλιστικής Επιστήμης, Διπλωματική Εργασία 2018, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα https://dione.lib.unipi.gr.
  • Ρόκας Ι., Solvency II, Εποπτεία των Αντασφαλιστικών Επιχειρήσεων, Αθήνα 2016.
  • Σικιαρίδης Πρ. Ιδιωτική Ασφάλιση και αντασφάλιση – Πρακτικά Ζητήματα και Τάσεις, Σεμινάριο Νομικής Βιβλιοθήκης, 12-13/5/2017.
  • Σίμιτσεκ Π.,  Η αντασφάλιση, Αθήνα 1976.
  • Di Gropello G./ Gionta G./ Manghetti G., H Αντασφάλιση, Forum 2005

[1]  Το παρόν άρθρο βασίσθηκε σε εισήγηση που παρουσιάσθηκε στις 21-9-2019 στο 6ο Πανελλήνιο Νομικό Συνέδριο της Επιθεώρησης Συγκοινωνιακού Δικαίου, η οποία διοργανώθηκε το διήμερο 20-21/9/2019 στην Κομοτηνή σε συνεργασία με το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και τον Δικηγορικό Σύλλογο Ροδόπης, με θέμα «Το Τροχαίο Ατύχημα – Αστική και Ποινική Ευθύνη των εμπλεκόμενων μερών. Ανάδειξη σύγχρονων προβλημάτων δικαστηριακής πρακτικής».

[2] Αναλυτική ιστορική αναδρομή της αντασφάλισης ανά χώρα σε Σίμιτσεκ.Π, Η αντασφάλιση, Αθήνα 1976,
σελ. 11-18.

[3] Το 1846 ιδρύθηκε η Koelnische Rueck και κατόπιν η Aachener Rueck. Και οι δύο είχαν συνδεθεί με την πυρκαγιά του Αμβούργου, το 1842. Στην Ιταλία, ιδρύθηκε το 1898 η Ausonia,η οποία άρχισε να δραστηριοποιείται αντασφαλιστικά το 1924 (Βλ. Λυκοτραφίτη Ε., Μέθοδοι Οικονομικής Αντασφάλισης: Ο Σχεδιασμός και η Τιμολόγηση Αντασφαλιστικών Συμβολαίων, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Διπλωματική Εργασία 2018, σελ.11).

[4] Ο ορισμός της αντασφάλισης που προβλέπεται στο άρθρο 3 αρ. 7 του ν.4364/2016 τροποποιήθηκε πρόσφατα με το άρθρο 61 ν.4680/2020 ώστε να περιλαμβάνει και τις περιπτώσεις παροχής κάλυψης από αντασφαλιστική επιχείρηση σε οντότητα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2016/2341/ΕΚ, δηλαδή σε Ιδρύματα Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών ( Ι.Ε.Σ.Π), η έννοια των οποίων ορίζεται στο άρθρο 5 του ν.4680/2020.

[5] Σύμφωνα με τις Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Fennelly στην υπόθεση ΔΕΚ C-412/98, η αντασφάλιση ορίζεται ως «αυτοτελής σύμβαση ασφαλίσεως, όπου ο αντασφαλιστής δεσμεύεται να διασφαλίσει τον αντασφαλισθέντα πλήρως ή εν μέρει έναντι ζημιών για τις οποίες ο δεύτερος ευθύνεται έναντι του ασφαλισθέντος στο πλαίσιο της αρχικής συμβάσεως ασφαλίσεως» (Σκέψη 27).

[6] Στη θεωρία συναντάται ο όρος «παθητική αντασφάλιση» για την ασφάλιση που συνάπτεται από τον ασφαλιστή -εκχωρητή, ο οποίος εκχωρεί τα ασφάλιστρα και τους κινδύνους για την αντασφάλισή τους και «ενεργητική αντασφάλιση» για την ασφάλιση που συνάπτεται από τον αντασφαλιστή ο οποίος αναλαμβάνει την αντασφάλιση των ασφαλίστρων και των κινδύνων.(Di Gropello G. κ.α. Αντασφάλιση, Forum 2005, σελ 22.)

[7]         Η φερεγγυότητα μίας εταιρείας υπολογίζεται από τον λόγο τού αθροίσματος κεφαλαίου και ελεύθερων αποθεμάτων προς τα καθαρά ασφάλιστρα (=μικτά ασφάλιστρα – ασφάλιστρα που εκχωρήθηκαν σε αντασφάλιση).

[8] Ο ν. 4364/2016 τροποποιήθηκε ως προς τον ορισμό της αντασφάλισης με τον ν. 4680/2020 (άρθρο 61) ενώ με το άρθρο 62 του ίδιου νόμου καταργήθηκαν και τα άρθρα 264-268 που αφορούσαν οντότητες παροχής ή διαχείρισης συνταξιοδοτικών προγραμμάτων.

Επίσης ο ν. 4364/2016 τροποποιήθηκε περαιτέρω με τον ν.4701/2020 (άρθρο 29) σε θέματα που αφορούν την εποπτεία της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης. Με τις τροποποιήσεις αυτές επιδιώκεται, μεταξύ άλλων, η ενημέρωση, στις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος, της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ) από την Εποπτική Αρχή.

[9] Βλ.Ρόκας Ι., Solvency II, Εποπτεία των Αντασφαλιστικών Επιχειρήσεων, Αθήνα 2016, σελ 12, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι η Οδηγία και ο ν.4364/2016 εισάγουν «για πρώτη φορά ρυθμίσεις που αφορούν ειδικά την υποχρέωση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων για αναγνώριση, επιμέτρηση και αποτελεσματική προληπτική διαχείριση των κινδύνων» ώστε οι ασφαλιστικές εταιρίες να λαμβάνουν υπόψη κάθε μελλοντικό συμβάν που ενδέχεται να επηρεάσει την οικονομική τους κατάσταση.

[10] Βασικές πηγές για τα είδη αντασφάλισης:

Αθανασιάδης Γ., Η Βασική Λειτουργία της Αντασφαλιστικής Σύμβασης, Αρμενόπουλος 2012.1377

Κακαβίτσας Ι., Βασικές Αρχές της Αντασφάλισης, Αθήνα 1993, σελ 25-50.

Λυκοτραφίτη Ε., Μέθοδοι Οικονομικής Αντασφάλισης: Ο Σχεδιασμός και η Τιμολόγηση Αντασφαλιστικών Συμβολαίων, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Διπλωματική Εργασία 2018, σελ.18-35 με σχετικό πίνακα στην σελίδα 18.

[11] Στην αντασφάλιση συνήθως μοιράζεται ο κίνδυνος μεταξύ πρωτασφαλιστή και αντασφαλιστή και δεν έχουμε μεταβίβαση ρίσκου 100% στον αντασφαλιστή, εκτός από τις περιπτώσεις fronting, η οποία είναι μια πρακτική που ακολουθείται είτε για κανονιστικούς λόγους (αποφυγή νομικών περιορισμών) είτε για εμπορικούς.

[12] Στην Έκθεση Φερεγγυότητας 2017 της Εθνικής Ασφαλιστικής γίνεται λόγος για «Σύμβαση υπερβαλλούσης ζημίας ανά γεγονός.»

[13] Βλ. σχετικά άρθρο Αθανασιάδη Γ., Η βασική λειτουργία της αντασφαλιστικής σύμβασης, Αρμενόπουλος 2012, 1382 με αναλυτικές παραπομπές στη θεωρία.

[14] ΟλΑΠ 14/2013,  ΟλΑΠ 18/2015. Στην ίδια κρίση κατέληξε και το  Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) στην απόφαση  Group Josi C-412/98 (13-7-2000), όπου έκρινε ότι «ουδεμία ιδιαίτερη προστασία δικαιολογείται όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ αντασφαλιζομένου και του αντασφαλιστή του. Συγκεκριμένα, τα δύο μέρη της συμβάσεως αντασφαλίσεως είναι επαγγελματίες του ασφαλιστικού τομέα και για κανέναν από αυτούς δεν μπορεί να τεκμαρθεί ότι βρίσκεται σε κατάσταση αδυναμίας σε σχέση με τον αντισυμβαλλόμενό του.» (Σκέψη 66).

[15] Από τις Ετήσιες Χρηματοοικονομικές Καταστάσεις(ΕΧΚ) προκύπτει αντασφαλιστική δραστηριότητα ενδεικτικά των κατωτέρω εταιρειών

Εθνική Ασφαλιστική: απαιτήσεις από αντασφαλιζόμενους 920.000€ (31.12.2018,Ε.Χ.Κ. 2018)

Ευρωπαική Ένωσις (Μινέττα) Ασφαλιστική: απαιτήσεις από αντασφαλιζόμενους 63.708€ (31.12.2017,Ε.Χ.Κ. 2017)

[16] Το άρθρο 21 ν.4364/2016 απαιτεί τη δημοσίευση συγκεντρωτικών στοιχειών για βασικές παραμέτρους εφαρμογής του πλαισίου της προληπτικής εποπτείας.

[17] Βλ. «Πίνακα για τη Δημοσίευση Συγκεντρωτικών Στατιστικών Δεδομένων όσον αφορά τις εποπτευόμενες Ασφαλιστικές και Αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δυνάμει της Οδηγίας 2009/38/ΕΚ», με δεδομένα που αφορούν την 31-12-2016 και 31-12-2017 αντίστοιχα, δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα www.bankofgreece.gr (στην ενότητα Εποπτεία Ιδιωτικής Ασφάλισης, υποενότητα Φερεγγυότητα ΙΙ)

[18] Δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα www.bankofgreece.gr (στην ενότητα Κέντρο Ενημέρωσης, Υποενότητα Δελτίο Τύπου)

[19] Βλ. Ευρωπαϊκή Ένωσις (Μινέττα), Ετήσιες Χρηματοοικονομικές Καταστάσεις της 31-12-2017,

 Υδρόγειος Έκθεση Οικονομικών Καταστάσεων της 31-12-2017 ,

 Συνεταιριστική ΑΕΕΓΑ, Έκθεση Φερεγγυότητας και Χρηματοοικονομικής Κατάστασης 2017, δημοσιευθείσες στις ιστοσελίδες των αντίστοιχων ασφαλιστικών εταιρειών.

[20] Έκθεση Φερεγγυότητας & Χρηματοοικονομικής Κατάστασης 2017| Εθνική Ασφαλιστική.

[21] Ετήσιας Έκθεσης Φερεγγυότητας 2018/Ευρωπαϊκή Ένωσις (ΜΙΝΕΤΤΑ).

Επίσης, Έκθεση Χρηματοοικονομικής Κατάστασης 2017/ Υδρόγειος Ασφαλιστική (όπου αναφέρεται ότι η εταιρεία χρησιμοποιεί, μεταξύ άλλων, αναλογικές αντασφαλιστικές συμβάσεις (proportional).

Επίσης, Έκθεση Χρηματοοικονομικής Κατάστασης 2017/ Ατλαντική Ένωση (όπου αναφέρεται ότι η εταιρεία χρησιμοποιεί, μεταξύ άλλων, αναλογικές αντασφαλιστικές συμβάσεις (proportional).

[22] Έκθεση Φερεγγυότητας & Χρηματοοικονομικής Κατάστασης 2017| Εθνική Ασφαλιστική.

Επίσης,  Έκθεση Χρηματοοικονομικής Κατάστασης 2017/Interamerican.

Επίσης, Έκθεση Χρηματοοικονομικής Κατάστασης 2017/ Υδρόγειος Ασφαλιστική.

Επίσης, Έκθεση Χρηματοοικονομικής Κατάστασης  2017/ GROUPAMA ΦΟΙΝΙΞ

Επίσης, Έκθεση Χρηματοοικονομικής Κατάστασης  2017/ Ergo Ασφαλιστική.

Επίσης, Έκθεση Χρηματοοικονομικής Κατάστασης 2017/ Ατλαντική Ένωση.

[23] Έκθεση Χρηματοοικονομικής Κατάστασης 2017/Interamerican

[24] Έκθεση Φερεγγυότητας & Χρηματοοικονομικής Κατάστασης 2017| Εθνική Ασφαλιστική, όπου γίνεται αναφορά σε Σύμβαση Αναδρομικής Αντασφάλισης μέρους του χαρτοφυλακίου ζημιών του κλάδου Αυτοκινήτου –LossPortfolioTransfer(“LPT”),