«ΕΝΟΧΗ στο Τροχαίο Ατύχημα: Αρχή Συνετούς Οδήγησης Vs Αρχή Εμπιστοσύνης – Μία αντιδικία με μακρά ιστορία»

ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΗΛΙΑΣ Ι. ΚΛΑΠΠΑΣ, Δικηγόρος, Μέλος Δ.Σ. του Δ.Σ.Πειραιά

Ι           Έννοιες

Α         Έννοια αρχής εμπιστοσύνης

1          Η αρχή της εμπιστοσύνης αναπτύχθηκε, καταρχήν, στη γερμανική θεωρία δικαίου στη δεκαετία του 1930 υπό τη μορφή μη-κωδικοποιημένου κανόνα στο πλαίσιο της οδικής κυκλοφορίας (συναγόμενου από τον γερμανικό ΚΟΚ, άρθρα 1 παρ.2 και 11 παρ.3), με σκοπό να περιοριστεί το καθήκον επιμέλειας που βαρύνει τους οδηγούς τροχοφόρων.

Η αρχή της εμπιστοσύνης, η οποία είναι υποκατηγορία της «επιτρεπόμενης διακινδύνευσης», αποτελεί κριτήριο οριοθέτησης των «πεδίων ευθύνης» στο χώρο της αμέλειας.

Σύμφωνα με την αρχή αυτή, καθένας που μετέχει στην οδική κυκλοφορία ως οδηγός ή πεζός, εφόσον τηρεί τους προβλεπόμενους κανόνες κυκλοφορίας, δικαιούται να έχει εμπιστοσύνη ότι και οι λοιποί συμμετέχοντες σε αυτήν θα τηρούν τους κανόνες κυκλοφορίας και δεν υποχρεούται να λαμβάνει πρόσθετα μέτρα επιμέλειας ούτε να υπολογίζει σε κάθε κίνησή του τυχόν αμέλεια των άλλων.

2          Εντούτοις, σύμφωνα με τους ίδιους τους υποστηρικτές της θεωρίας αυτής, η «αρχή της εμπιστοσύνης» στο πλαίσιο της οδικής κυκλοφορίας αίρεται και, επομένως, ισχύει η λεγόμενη «αρχή της δυσπιστίας» στις ακόλουθες περιπτώσεις, που συνιστούν εξαιρέσεις στην εφαρμογή της αρχής της εμπιστοσύνης.

α. Όταν το ίδιο το πρόσωπο που την επικαλείται συμπεριφέρεται παράνομα, προϋποτιθέμενου βεβαίως ότι η παρανομία αυτή συνέβαλε αιτιωδώς στην πρόκληση του ατυχήματος.

β. Όταν σημειώνονται παραβάσεις που σύμφωνα με την εμπειρία του συγκεκριμένου οδηγού συμβαίνουν συχνά.

γ. Όταν είναι ή θα έπρεπε να είναι διαγνώσιμη η αλλότρια παράβαση, ιδίως όταν το ενδεχόμενο του σφάλματος είναι εμφανές, αλλά ακόμη κι όταν θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό εφόσον είχε καταβληθεί η απαιτούμενη επιμέλεια ή

δ. Όταν υφίστανται λόγοι που καθιστούν αστάθμητη τη συμπεριφορά των άλλων μετεχόντων στην κυκλοφορία, π.χ. πρόκειται για μικρά παιδιά, μεθυσμένους, γέροντες ή για οδικά σημεία, στα οποία πρέπει να υπολογίζει κανείς το ενδεχόμενο να εμφανισθούν αιφνιδίως άλλοι εποχούμενοι ή πεζοί.

Στις περιπτώσεις των ανωτέρω εξαιρέσεων από την αρχή της εμπιστοσύνης, η ευθύνη του δράστη θα κριθεί με βάση τις διατάξεις που καθορίζουν πότε υπάρχει αμέλεια.

Β         Έννοια αρχής συνετούς ή συντηρητικής οδήγησης

Στον αντίποδα της αρχής της εμπιστοσύνης είναι η αρχή της συνετούς ή συντηρητικής οδήγησης.

Σύμφωνα με την αρχή αυτή, στην οδική κυκλοφορία καθένας από τους μετέχοντες στην κυκλοφορία πρέπει να ρυθμίζει κάθε στιγμή την κίνησή του κατά τρόπο ώστε να συμβάλλει στην αποτροπή του ατυχήματος λαμβάνοντας τα δυνατά σε αυτόν εξασφαλιστικά μέτρα παραιτούμενος από την εμπιστοσύνη σε μία κυκλοφοριακώς ορθή συμπεριφορά άλλου.

Συντηρητική οδήγηση σημαίνει μη-προσκόλληση σε ίδια δικαιώματα και εύνοιες του νόμου και υποχρέωση του οδηγού να κινείται προσεκτικά και συντηρητικά ώστε να μπορεί να αποτρέψει την εμπλοκή σε ατύχημα, ακόμη και με εκείνον που βαίνει αντικανονικώς.

ΙΙ          Ισχύον Δίκαιο – Το νομοθετικό θεμέλιο και οι εφαρμογές της αρχής της συνετούς οδήγησης στις διατάξεις του ΚΟΚ

1          Η νομοθετική επιλογή για νέες αρχές στο κυκλοφοριακό δίκαιο, η οποία εκφράζεται με τρόπο ξεκάθαρο και στις Εισηγητικές και Αιτιολογικές Εκθέσεις των πρόσφατων ΚΟΚ, αποτυπώθηκε στο άρθρο 12 του ΚΟΚ, το οποίο είναι το νομοθετικό θεμέλιο της αρχής της συνετούς οδήγησης και καθιερώνει την υποχρέωση του οδηγού να οδηγεί με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή και να αποφεύγει οποιαδήποτε συμπεριφορά είναι ενδεχόμενο να θέσει σε κίνδυνο πρόσωπα ή περιουσία ή να παρεμβάλλει εμπόδια στην κυκλοφορία.

2          Οι γενικοί κανόνες και υποχρεώσεις που εισάγει το άρθρο 12 παρ.1 ΚΟΚ συνδυάζονται με αυτές της διάταξης του άρθρου 19 παρ.1 ΚΟΚ, που επιβάλλει στον οδηγό να λαμβάνει υπόψη του τις επικρατούσες κυκλοφοριακές συνθήκες, ώστε να έχει κάθε στιγμή τον πλήρη έλεγχο του οχήματός του για να μπορεί να εκτελεί τους εκάστοτε απαιτούμενους χειρισμούς.

3          Η διάταξη του άρθρου 12 παρ.1 ΚΟΚ δεν είναι μία μεμονωμένη διάταξη, αλλά αντίθετα αποτελεί γενικό κατευθυντήριο κανόνα οδικής συμπεριφοράς, ο οποίος αποτυπώνεται στο σύνολο σχεδόν των διατάξεων του ΚΟΚ περί υπαιτιότητας.

Εξειδικεύσεις της θεμελιώδους αυτής αρχής συναντώνται σε πολλές διατάξεις του ΚΟΚ, οι οποίες, μεταξύ άλλων, επιβάλλουν στον οδηγό να λαμβάνει πρόσθετα μέτρα επιμέλειας, ώστε να αντιμετωπίσει πιθανή αντικανονική συμπεριφορά των άλλων μετεχόντων στην κυκλοφορία προς αποφυγή εμπλοκής σε ατύχημα,

Επίσης, είναι πολύ σημαντική, απορρέουσα από τη γενική αρχή της συνετούς οδήγησης, η επιφύλαξη που θέτει ο νομοθέτης σε πληθώρα διατάξεων, σύμφωνα με την οποία επιτρεπτή είναι η συμπεριφορά που δεν προκαλεί «κίνδυνο (στους λοιπούς χρήστες) ή παρακώλυση της κυκλοφορίας».

Από την επιφύλαξη αυτή, όχι μόνο τίθεται όριο στην επιτρεπτή συμπεριφορά των οδηγών, αλλά γεννάται και υποχρέωσή τους για πρόσθετα μέτρα επιμέλειας.

Την ίδια στόχευση, δηλαδή τη λήψη πρόσθετων μέτρων επιμέλειας, έχουν και οι διατάξεις του ΚΟΚ που επιβάλλουν «ιδιαίτερη προσοχή» στον οδηγό.

ΙΙΙ         Η ποινική σημασία των διατάξεων του ΚΟΚ για τη διάγνωση της ποινικής ευθύνης στο πεδίο της οδικής κυκλοφορίας

1          Προκειμένου να εξακριβώσουμε αν η αρχή της συνετούς οδήγησης που ισχύει στον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας έχει εφαρμογή στο ποινικό δίκαιο, θα πρέπει να αναζητήσουμε την ποινική σημασία των διατάξεων του ΚΟΚ περιέχουν κανόνες οδικής συμπεριφοράς.

Οφείλουμε, δηλαδή, να απαντήσουμε στο ερώτημα αν οι διατάξεις του άρθρου 12 παρ.1, 19 και οι λοιπές διατάξεις του ΚΟΚ περί υπαιτιότητας αποτελούν μαζί με τις διατάξεις των άρθρων 302, 314 και 28 ΠΚ, πηγή δικαίου για τον ποινικό δικαστή.

2          Πρέπει να κάνουμε διάκριση μεταξύ του ισχύοντος δικαίου και του δικαίου που θα έπρεπε να ισχύει, ώστε κατά την αναζήτηση της σημασίας των ισχυουσών διατάξεων του ΚΟΚ να μην γίνει σύγχυση με θεωρία δικαίου και νομολογία που επικρατεί σε άλλες δικαιοπολιτικές τάξεις.

3          Για όλα τα εγκλήματα αμέλειας μέσω της διάταξης του άρθρου 28 ΠΚ, η οποία απαιτεί, προκειμένου να υφίσταται αμέλεια, ο υπαίτιος να επιδείξει «έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει», οδηγούμαστε στους νομικούς κανόνες δικαίου που ισχύουν στην εν λόγω δραστηριότητα, καθώς το αντικειμενικό κριτήριο της αμέλειας, το πώς όφειλε δηλαδή να συμπεριφερθεί ο δράστης κρίνεται με βάση τους οικείους νομικούς κανόνες, την κρατούσα στις συναλλαγές συνήθεια και την κοινή πείρα και λογική.

4          Επομένως, στα τροχαία ατυχήματα προκειμένου να κριθεί αν καταβλήθηκε η απαιτούμενη προσοχή αποβλέπουμε, καταρχήν, στους κανόνες του ΚΟΚ, οι οποίοι ρυθμίζουν την οδική κυκλοφορία.

Κατά συνέπεια, οι κανόνες του ΚΟΚ που ρυθμίζουν ζητήματα υπαιτιότητας αποκτούν σημασία για το ποινικό δίκαιο, καθίστανται πηγή δικαίου για τον ποινικό δικαστή και αποκτούν το χαρακτήρα ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.

ΙV         Νομολογιακή αντιμετώπιση της αμέλειας στα τροχαία ατυχήματα και των διατάξεων του ΚΟΚ

Α         Απόρριψη της αρχής της εμπιστοσύνης από τα ποινικά Δικαστήρια

Στο χώρο του αστικού δικαίου τόσο τα Δικαστήρια της ουσίας όσο και το Ανώτατο Ακυρωτικό φαίνεται ότι έχουν αποδεχθεί ως κρατούσα την αρχή της συνετούς οδήγησης.

Στο χώρο του ποινικού δικαίου η επίκληση της αρχής της εμπιστοσύνης από τα Ελληνικά Δικαστήρια είναι εντελώς σπάνια.

Αντίθετα, ικανό μέρος της ποινικής θεωρίας, προφανώς κάτω από τη γνωστή επιρροή της γερμανικής ποινικής θεωρίας, όπου γίνεται δεκτή η αρχή της εμπιστοσύνης τόσο στο χώρο της οδικής κυκλοφορίας όσο και σε άλλα πεδία συγκλίνουσας δράσης, εξακολουθεί να υποστηρίζει την αρχή της εμπιστοσύνης στο χώρο του Ποινικού Δικαίου, θεωρώντας παραδόξως και αυθαιρέτως ότι είναι η κρατούσα στο πεδίο της οδικής κυκλοφορίας, παραγνωρίζοντας τα ισχύοντα στον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, τη νομοθετική τομή που επήλθε στο χώρο του Συγκοινωνιακού Δικαίου ήδη από το 1977, αλλά και την πάγια νομολογία.

Η νομολογία των ποινικών δικαστηρίων αποδεχόμενη την αρχή της συνετούς οδήγησης, χωρίς απαραίτητα να την αναφέρει, εξετάζει την αμέλεια κάθε εμπλακέντος οδηγού χωριστά με προσφυγή στους ειδικούς νομικούς κανόνες που περιλαμβάνει ο ΚΟΚ, χωρίς προσκόλληση σε τυχόν εύνοιες του νόμου (όπως ύπαρξη προτεραιότητας, έλλειψη διάβασης πεζών κτλ), χωρίς συμψηφισμούς του εκατέρωθεν πταίσματος δράστη και παθόντος, περιορίζοντας τη σημασία της συντρέχουσας αμέλειας του παθόντα στο χώρο της επιμέτρησης της ποινής και όχι στην κατάγνωση της ενοχής.

Β         Νομολογία στο ποινικό δίκαιο

Αναφέρονται ενδεικτικά αποφάσεις του ποινικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου που κατ’ εφαρμογή της αρχής της συνετούς οδήγησης, απαιτούν την πλήρη τήρηση όλων των κανόνων του ΚΟΚ χωρίς προσκόλληση σε δικαιώματα και εύνοιες εκ του νόμου και, μάλιστα, απαιτούν πρόσθετα μέτρα επιμέλειας από τον οδηγό προς αποφυγή του ατυχήματος (ΑΠ ποιν 1704/2008, ΑΠ ποιν 918/1982, ΑΠ ποιν 1704/2008, ΑΠ  ποιν 5579/2007, ΑΠ ποιν1635/2009, ΑΠ ποιν 1525/1987, ΑΠ ποιν1153/2005, ΑΠ ποιν630/1975).

V          Συμπέρασμα

1          Πλέον στο ελληνικό δίκαιο που ρυθμίζει την οδική κυκλοφορία, δεν κυριαρχεί η αρχή της εμπιστοσύνης, αλλά η αρχή της συνετούς οδήγησης, νομικό θεμέλιο δε αυτής αποτελεί το άρθρο 12 παρ.1 ΚΟΚ.

Ακόμη και όσοι επικαλούνται μέχρι και σήμερα την αρχή της εμπιστοσύνης, αναγκάζονται να θέτουν όλο και περισσότερα όρια εφαρμογής της, τα οποία πλέον προσεγγίζουν προς την αρχή της συνετούς οδήγησης, δεχόμενοι ότι υφίστανται αρκετές περιπτώσεις όπου η αρχή της εμπιστοσύνης κάμπτεται και υπερισχύει η λεγόμενη αρχή της δυσπιστίας.

2          Η αρχή της εμπιστοσύνης, ως γενικός μετα-κανόνας που περιορίζει το καθήκον επιμέλειας των οδηγών, αποστερεί από την κοινωνία μας, σε συνθήκες ιδιαιτέρως πολύπλοκης και πυκνής κυκλοφορίας, τη δυνατότητα να δημιουργήσει πολλαπλές δικλείδες ασφαλείας για την αντιμετώπιση των πολλαπλών κινδύνων που δημιουργούνται στα πλαίσια της οδικής κυκλοφορίας.

Σωστά έχει επισημανθεί στη θεωρία ότι στη χαώδη ελληνική κυκλοφοριακή πραγματικότητα, αρμόζει η αρχή της καλούμενης συντηρητικής ή αμυντικής οδήγησης.

Αυτή την άποψη υιοθέτησε και ο έλληνας νομοθέτης ήδη από το 1977.

3          Βεβαίως, στο ποινικό δίκαιο δεν είναι επιτρεπτή η αναλογία και η προσφυγή σε γενικούς κανόνες δικαίου προκειμένου να υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των καταδικαστικών αποφάσεων.

Ορθά το Ανώτατο Ακυρωτικό έκρινε ότι ο δικαστής δεν εφαρμόζει αρχές αλλά συγκεκριμένες διατάξεις του νόμου ως προς την αναζήτηση της υπαιτιότητας και τον καταλογισμό της ενοχής ώστε να αποφευχθεί η σύγχυση θεωρίας και ισχύοντος κανόνα δικαίου.

Είναι αξιοσημείωτη η απόφαση του Αρείου Πάγου 750/2006, η οποία έχει θέση στην παρούσα εισήγηση, έστω και αν δεν είναι του ποινικού τμήματος, καθώς απηχεί τη γενικότερη στάση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η συνταγματική απαίτηση για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δεν ικανοποιείται όταν γίνεται επίκληση μίας αόριστης αρχής ή όρου, όπως η αρχή της εμπιστοσύνης, χωρίς εξειδίκευση αυτού με συγκεκριμένους κανόνες δικαίου και αναφορά σε πραγματικά περιστατικά.

4          Η ευθύνη καθενός από τους εμπλεκόμενους οδηγούς δεν θα κριθεί με την επίκληση της αρχής της εμπιστοσύνης και της επιτρεπτούς διακινδύνευσης, η οποία, μάλιστα, δεν είναι νομοθετικά κατοχυρωμένη στο δίκαιο οδικής κυκλοφορίας, αλλά με βάση τις διατάξεις που καθορίζουν πότε υπάρχει αμέλεια.

Παραπομπή στην αρχή της εμπιστοσύνης για τη μείωση της ευθύνης των συμμετεχόντων στην κυκλοφορία κατά παράβαση των διατάξεων του ΚΟΚ δεν είναι επιτρεπτή.

5          Μέσω της ρύθμισης του άρθρου 28 ΠΚ, για την κατάφαση της ενοχής για ανθρωποκτονία ή σωματική βλάβη από αμέλεια στο χώρο της οδικής κυκλοφορίας, ο φυσικός δικαστής οφείλει να κρίνει το αμελές της συμπεριφοράς με βάση τις τηρητέες ειδικές διατάξεις, αξιώνοντας τη μη-καταβολή από τον δράστη της απαιτούμενης κατά αντικειμενική κρίση προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός άνθρωπος οφείλει να καταβάλει με βάση την κρατούσα στις συναλλαγές συνήθεια, την κοινή πείρα και λογική και ασφαλώς με βάση τους νομικούς κανόνες που ισχύουν στην οδική κυκλοφορία.

Συνεπώς, για να διαπιστωθεί αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αμέλειας στα τροχαία ατυχήματα απαιτείται η προσφυγή στις διατάξεις των άρθρων 12 παρ.1 και 19 ΚΟΚ και γενικά σε όλες τις διατάξεις του ΚΟΚ περί υπαιτιότητας, οι οποίες δεν απευθύνονται μόνο στον αστικό αλλά και στον ποινικό δικαστή.

Στις διατάξεις δε του ισχύοντος ΚΟΚ, αποτυπώνονται και εξειδικεύονται κατά τρόπο απολύτως συγκεκριμένο οι παράμετροι ακριβώς της κρατούσας σήμερα στο πεδίο της οδικής κυκλοφορίας αρχής της συνετούς οδήγησης.